Wednesday, December 8, 2010

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΟΥΠΕΛ


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΟΥΠΕΛ

Η Ιστορία ενός λαού δεν είναι μόνον οι λαμπρές του νίκες και τα φανταχτερά κι ένδοξα κατορθώματά του, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της και τα σφάλματα και οι αποτυχίες του, γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένο, τα μελανά αυτά σημεία της ζωής του, όσο σκοτεινά κι αν είναι, να γίνονται γνωστά και να κοινολογούνται ανεπηρέαστα, σαν καθαρώς ιστορικά γεγονότα και να ερευνούνται με το ίδιο ενδιαφέρον, όσο κι εκείνα που τον προβάλλουν σα λαό και λαμπρύνουν το παρελθόν του.
Γιατί, ο λαός που θέλει πραγματικά να διδαχτεί απ’ την ιστορία του και να παραδειγματιστεί απ’ τα σφάλματά του, πρέπει, παράλληλα με τα λαμπρά κι ευχάριστα κατορθώματά του, να μαθαίνει και τα σκοτεινά και δυσάρεστα ‘’επιτεύγματα’’ των προγόνων του.
Έτσι, η αντικειμενική ανάλυση των λαθών και η ανεπηρέαστη μελέτη των σφαλμάτων του παρελθόντος, παράλληλα με τα λαμπρά του κατορθώματα, να γίνει φάρος και οδηγός, που θα τον νουθετεί, θα τον διδάσκει και θα τον παραδειγματίζει, ώστε να βαδίζει σωστά στο παρόν αλλά και να χαράσσει καθαρά κι αλάνθαστα την πορεία του στο μέλλον
Η ιστορία της Ελλάδας, αν δεν είναι η αρχαιότερη και πλουσιότερη ιστορία όλων των λαών της γης, είναι πάντως η μεστότερη και η πιο ποικίλη σε σπουδαίες πρωτοβουλίες και προσφορές σ’ όλους τους τομείς της εξέλιξης του ανθρώπου, με έντονα και δυνατά πρότυπα και παραδείγματα ζηλευτά κι αξιομίμητα.
Και δεν είναι η ιστορία μας, όπως και η ιστορία κάθε άλλου λαού, μεστή μόνον από κάθε είδους λαμπρούς αγώνες και απαράμιλλους ηρωισμούς, οι οποίοι και δόξασαν το όνομα της φυλής μας σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Περιέχει και αποτυχίες, σφάλματα, προδοσίες, ήττες, εγωισμούς και συμφεροντολογίες πολιτικών αρχηγών μας, στρατιωτικών ηγητόρων μας και θρησκευτικών εθναρχών και ποιμεναρχών μας, οι οποίοι σκίασαν και λέρωσαν πολλές σελίδες της και οι οποίες, δυστυχώς, δεν κοινολογήθηκαν όσο έπρεπε ή δεν κοινολογήθηκαν καθόλου, αλλά αποσιωπήθηκαν και αποσιωπούνται συστηματικά και αποφεύγονται προσεχτικά, όταν οι εκάστοτε καταστάσεις σταχυολογούν τα καλά και συμφέροντα μόνο για να συγγράψουν την ιστορία, την ‘’επίσημη’’ θα έλεγα ιστορία κι εκείνη που ενδέχεται να διαβάσει ο πολύς κόσμος.
Είναι αλήθεια πως η φιλοπατρία των Ελλήνων έγινε τρανό σύμβολο στους λαούς και οι αγώνες της Ελλάδας για τη λευτεριά, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην πορεία του κόσμου. Πολλοί απ’ τους αγώνες αυτούς έγιναν φωτεινά παραδείγματα και άλλοι πάλι με τη σπουδαιότητά τους σημάδεψαν βαθιά τα βήματα της Οικουμένης και άλλαξαν τον ρου της μοίρας των λαών.
Ενδοξότατες είναι οι σελίδες του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας. Λαμπρότατη η πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σπουδαίες και καθοριστικές για όλον τον κόσμο οι μάχες της Πύδρας, της Κορίνθου της Κωνσταντινούπολης. Θαυμαστοί και απίστευτοι οι αγώνες του ’21 και της Εθνικής Αντίστασης. Αναρίθμητες οι μεμονωμένες ατομικές πράξεις ή οι συλλογικές προσπάθειες των απλών Ελλήνων, που και το όνομά τους λάμπρυναν και την πατρίδα τους δόξασαν.
Αλλά, μέσα στη μακραίωνη πορεία του ο λαός αυτός έκανε και λάθη. Άλλα μεν συμπτωματικά, τυχαία και άθελά του, άλλα δε εσκεμμένα κι από κακή πρόθεση των κατά καιρούς ποικίλων αρχηγών του. Κι είναι ανάγκη να γνωρίζει ο σημερινός Έλληνας, παράλληλα με τα λαμπρά κατορθώματα της φυλής του κι αυτά τα λάθη των προγόνων του στην ολότητά τους, ώστε, με βάση τα παθήματα του παρελθόντος και γνώμονα την καλή θέληση, την εξαίσια ψυχική του έξαρση και την κατάλληλα κι ανυστερόβουλα καλλιεργούμενη γνώση και αρετή του, να χαράσσει σωστά και υπεύθυνα το δρόμο του μέλλοντός του.
Χαρά στους λαούς που γνώρισαν και αναγνώρισαν τα λάθη τους. Οι λαοί αυτοί, γνωρίζοντας το πραγματικό ιστορικό τους χθες, υπολόγισαν καλύτερα το αύριο και χάραξαν με πεποίθηση σταθερή πορεία στη ζωή τους.
Και αλίμονο στους λαούς εκείνους, που αγνόησαν τα σφάλματά τους, είτε γιατί εσκεμμένα τους τα απέκρυψαν ή γιατί σκόπιμα τους τα σερβίρισαν διαφορετικά και παραποιημένα οι επιτήδειοι. Οι λαοί αυτοί, αγνοώντας το πραγματικό τους παρελθόν, βάδισαν και βαδίζουν ταλαντευόμενοι, στοχεύοντας, αν στοχεύουν, σε πολύ ασαφείς, ακαθόριστους και θολούς  στόχους. Προχωρούν παραπέοντας κι έχουν ανάγκη βακτηρίας για να στηριχτούν.
Και τρισαλίμονο πάλι σε κείνους τους λαούς, που, ενώ έχουν οπωσδήποτε ανάγκη βακτηρίας για να στηριχτούν, ψάχνουν να βρουν τη βακτηρία αυτή, όχι στην ιστορική τους αλήθεια, αλλά στην πολύ πρόχειρη πολιτικολογία και στο φτηνό κι εφήμερο φτωχοκομματισμό.
Θα προσπαθήσω να φέρω στο φως όσο μπορέσω περισσότερες απ’ αυτές τις συστηματικά καταπλακωμένες αλήθειες και να τις κάνω όσο γίνεται προσιτές στον πολύ κόσμο.
Στην προσπάθειά μου αυτή δεν πρόκειται να ασχοληθώ με φανταχτερές κι εντυπωσιακές νίκες κι επιτυχίες της φυλής μας, ούτε με σπουδαία και πασίγνωστα κατορθώματα του λαού μας. Αντίθετα. Πρόκειται να εμβαθύνω περισσότερο και να ξεσκεπάσω όσο γίνεται καταχωνιασμένες απ’ τους διάφορους κατά καιρούς συμφεροντολόγους αλήθειες, τις οποίες, όταν μάθουμε εμείς οι απλοί άνθρωποι, πολλά έχουμε να ωφεληθούμε και σαν άτομα και σαν Έθνος, όταν τις εκτιμήσουμε σωστά.
Τα δυσάρεστα αυτά γεγονότα, που, όσο δυσάρεστα κι αν είναι, δεν παύουν να είναι μια αδιάσειστη ιστορική πραγματικότητα, αν και ερχόμενα στο φως θα ξαφνιάσουν και θα ξενίσουν πολλούς, είναι τόσο σπουδαία και τόσο διδακτικά, ώστε δεν παύουν να αποτελούν κι αυτά, από διδακτικής πάντοτε άποψης και από άποψης παραδειγματισμού, μεγάλες και ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας μας.
Μια τέτοια άγνωστη για τους πολλούς πτυχή της ιστορίας μας είναι και η ιστορία του Ρούπελ.
Στην αναφορά μου αυτή θα προχωρήσω χωρίς καμιά προκατάληψη και τελείως ανεπηρέαστα από κομματισμούς και πολιτικές τοποθετήσεις, με μόνο και μοναδικό σκοπό μου την ιστορική αλήθεια.
Τα στενά του Ρούπελ βρίσκονται ανάμεσα στα ορεινά συγκροτήματα του Ορβήλου και του Μπέλες. Είναι μια στενωπός μήκους περίπου 10 χιλιομέτρων και πλάτους από 500 μέχρι 2000 μέτρα. Κατά μήκος της στενωπού αυτής ρέει ο Στρυμόνας ποταμός και δίπλα του περνάει ο δρόμος Τζουμαγιάς – Σιδηροκάστρου, ο οποίος συνεχίζει προς τον κάμπο των Σερών.
Μπαίνοντας στα στενά απ’ το ελληνικό έδαφος, περνάμε τη σιδηροδρομική γραμμή που πάει στα Πορόια και Δοβά-Τεπέ κι αριστερά μας, στους πρόποδες του Μπέλες, στον ορεινό όγκο της Σουλτανίτσας, συναντάμε το χωριό Βέτρινα και πιο βαθιά και στο δεξί μας χέρι βλέπουμε να υψώνεται σκυθρωπός και επιβλητικός ένας ορεινός όγκος, πάνω στον οποίο βρίσκεται το ξακουστό οχυρό του Ρούπελ. Το οχυρό αυτό δεσπόζει της όλης περιοχής, γι’ αυτό κι επικράτησε ολόκληρη η στενωπός να ονομάζεται ‘’Ρούπελ’’ ή τα ‘’Στενά του Ρούπελ’’.
Οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν ‘’Ροπέλιον’’ ή ‘’Ρουπέλιον’’ κι εδώ κρίθηκαν οι τύχες πολλών στρατών και το μέλλον διαφόρων κατά καιρούς ηγεμόνων.
Στα στενά του Ρούπελ ο Θεόδωρος ο 2ος , ο Λάσκαρης, το 1256 νίκησε κατά κράτος το στρατό του βουλγαρικής καταγωγής στρατηγού του Δραγωτά, ο οποίος είχε στασιάσει εναντίον του.
Επίσης, στα σενά του Ρούπελ νικήθηκε κατά κράτος ο βουλγαρικός στρατός του Σαμουήλ απ’ το Βασίλειο τον 2ο στη μάχη του Κλειδιού το 1014.
Κι άλλες φορές στη Βυζαντινή εποχή και στην εποχή της Τουρκοκρατίας στρατοί νικήθηκαν ή νίκησαν μέσα στα αφιλόξενα φαράγγια των Στενών.
Κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο η 7η βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Θεοδώρωφ πέρασε στις 12 Οκτωβρίου 1912 τα Στενά και κατέβηκε προς νότο, χωρίς να συναντήσει αντίσταση των Τούρκων, εκτός από μια μικρή μάχη που έδωσε στις 19 Οκτωβρίου κοντά στο χωριό Βέτρινα με τα υπολείμματα του στρατού του στρατηγού Αλή-Ναδίρ πασά. Γιατί το κύριο σώμα του τουρκικού στρατού του Στρυμόνα είχε διαταχτεί να προχωρήσει προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα και να ενισχύσει τα τμήματα του στρατηγού Χασάν-Ταξίτ πασά, που πολεμούσαν στο Σαραντάπορο, όπου και νικήθηκαν φυσικά.
Κατά το δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο η ελληνική στρατιά, που αποτελούνταν απ’ την 1η και την 6η μεραρχία, με στρατηγό τον Μανουσογιαννάκη, πέρασε τα Στενά του Ρούπελ και προχώρησε μέσα στη Τζουμαγιά.
Η νεότερη Ελλάδα, μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913, βλέποντας τη στρατηγική σπουδαιότητα των Στενών, τα οχύρωσε το 1914, κατασκευάζοντας συστηματικά κατά το δυνατό οχυρωματικά έργα και φρούρια. Τα έργα αυτά βελτιώθηκαν αργότερα κι αποτέλεσαν τη γραμμή ‘’Μεταξά’’. Του όλου συγκροτήματος των οχυρώσεων και πάλι δεσπόζει το οχυρό του Ρούπελ σ’ αυτήν την περιοχή.
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το οχυρό του Ρούπελ έπαιξε και πάλι σπουδαιότατο ρόλο, γιατί κατόρθωσε να αντισταθεί στο σιδηρόφραχτο γερμανικό χείμαρο και να σταματήσει τα τρομερά για την εποχή εκείνη γερμανικά τανκς απ’ τις 6 Απριλίου που εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση ως τις 10 Απριλίου το πρωί, οπότε και υπογράφτηκε η ανακωχή απ’ το στρατηγό Τσολάκογλου με σύμπραξη του στρατηγού Μπακόπουλου και του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση και να αναφερθώ σ’ ένα μικρό περιστατικό, το οποίο σκιαγραφεί κάπως τον πρώτο κατοχικό ‘’πρωθυπουργό’’.
Στη μικρασιατική εκστρατεία ο Τσολάκογλου υπηρετούσε με το βαθμό του ταγματάρχη σαν επιτελάρχης της μεραρχίας Δημαρά.
Με την κατάρευση του μετώπου και την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, ο Τσολάκογλου εγκατέλειψε τη μεραρχία του και γύρισε απ’ τους πρώτους στην Αθήνα. Μάλιστα, υπέβαλε και αναφορά στο ΓΕΣ, στην οποία έλεγε ότι ο στρατηγός Δημαράς πέθανε κι ότι αυτός τον έθαψε με τα ίδια του τα χέρια. Τα ίδια δήλωσε και στη γυναίκα του στρατηγού, η οποία μάλιστα έκανε και μνημόσυνο στον άντρα της. Ύστερα, όμως, από λίγο ο στρατηγός γύρισε ζωντανός στην Αθήνα και αποκαλύφτηκαν οι ψευτιές του Τσολάκογλου, γεγονός το οποίο τον έβαλε στο περιθώριο κι έγινε μια απ’ τις αιτίες της βαθμολογικής του στασιμότητας. Ώσπου ήρθε ο Μεταξάς και τον έκανε στρατηγό, για να μας παραδώσει, μαζί με το δεσπότη στους Γερμανούς.

Το ΡΟΥΠΕΛ δεν γονατίζει.

Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στην 6η Απριλίου 1941. Το ξακουστό οχυρό διοικούσε τότε ο αντισυνταγματάρχης Γ. Δουράτος. Η μικρή σε αριθμό συγκριτικά φρουρά των συνόρων είχε να αντιμετωπίσει τη 12η γερμανική στρατιά του Φον Κλιστ και τα Στενά του Ρούπελ το 18ο ορεινό σώμα στρατού του στρατηγού Rohme. Με την εκδήλωση της επίθεσης το φρούριο του Ρούπελ το σφυροκοπούσαν η 5η και η 6η ορεινές γερμανικές μεραρχίες, υποστηριζόμενες από βαρύ πυροβολικό και αεροπλάνα στούκας. Τρεις επιθέσεις έκαναν οι Γερμανοί, ύστερα από καταιγιστικό βομβαρδισμό, αλλά οι Έλληνες στρατιώτες, με εφ’ όπλου λόγχη και μάχη σώμα προς σώμα, συνεχώς τους απωθούσαν και τους έδιωχναν πίσω, προξενώντας τους τεράστιες απώλειες. Το ελληνικό πυροβολικό δεν αστοχούσε και ο εχθρός έχασε πάρα πολλά άρματα μάχης στις επιθέσεις εκείνες.
Αφού κάθε γερμανική προσπάθεια απέτυχε, οι Γερμανοί έφεραν ειδικά φλογοβόλα και μηχανήματα παραγωγής πυκνού καπνού, τα οποία και πάλι δεν απέδωσαν τα προσδοκούμενα αποτελέσματα.
Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί είχαν μπει στη Θεσσαλονίκη, σπάζοντας τη γραμμή της Δοϊράνης, ενώ στο Ρούπελ ακόμα κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Οι Έλληνες φαντάροι έγραφαν εκεί ψηλά και πάλι σελίδες δόξας και ηρωισμού κι αποθανάτιζαν για ακόμη μια φορά το όνομα-σύμβολο του οχυρού.
Όταν, μετά την ανακοχή του Τσολάκογλου, οι Γερμανοί κυρίεψαν τα ερείπια του Ρούπελ κι αντίκρυσαν τους μπαρουτοκαπνισμένους υπερασπιστές του, τους παρέταξαν μπροστά στα μισογκρεμισμένα θρυλικά οχυρά και Γερμανός συνταγματάρχης τους απένειμε τιμές, χαιρετώντας τους στρατιωτικά και συγχαίροντάς τους δια χειραψίας έναν-ένα.
Αυτό ήταν κάτι το μοναδικό στην ιστορία του πολέμου.
Αυτές είναι με πολύ λίγα λόγια οι ένδοξες σελίδες της ιστορίας του Ρούπελ. Υπάρχει, όμως και μια ιστορική πτυχή όχι και τόσο τιμητική, η οποία, χωρίς να επισκιάζει την ιστορία του και την τιμή των υπερασπιστών του, δεν τιμά καθόλου τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της.

Διαμάχη Κωνσταντίνου – Βενιζέλου.

Ας ξεδιπλώσουμε τη δυσάρεστη αυτή πτυχή, η οποία είναι το κύριο σημείο του παρόντος θέματος, ανεπηρέαστα, με μόνο σκοπό να υπηρετήσουμε την ιστορία και να πούμε όλη την αλήθεια.
Μέχρι στιγμής δεν αναφερθήκαμε καθόλου στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά απ’ τον δεύτερο βαλκανικό πηδήσαμε στον δεύτερο παγκόσμιο, παρ’ ότι τόσα πολλά και συνταρακτικά συνέβησαν τότε και συγκεκριμένα στις 14/26 Μαΐου 1916.
Πριν ξαναγυρίσουμε στο Ρούπελ καλά θα είναι να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην τότε επικρατούσα κατάσταση στα Βαλκάνια.
Ύστερα απ’ τους νικηφόρους πολέμους του 12 και 13 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πήγε στη Γερμανία, καλεσμένος απ’ τον κουνιάδο του Κάιζερ. Ο Γερμανός βασιλιάς, για να δέσει περισσότεριο τον Κωνσταντίνο με τη γερμανική πολιτική, του απένειμε τη στρατηγική ράβδο. Στην τελετή της απονομής ο Κωνσταντίνος ευχαρίστησε τον Κάιζερ για την τιμή που του έκανε, λέγοντας πως οι νίκες του ελληνικού στρατού οφείλονται στη γερμανική τέχνη του πολέμου, την οποία διδάχτηκε αυτός και το επιτελείο του στη Γερμανία.
Ο Κωνσταντίνος πραγματικά είχε φοιτήσει στη γερμανική ακαδημία πολέμου του Μονάχου και μάλιστα είχε και συμμαθητή του τον Εσάτ πασά των Ιωαννίνων.
Τα λόγια αυτά του Κωνσταντίνου δημιούργησαν σάλο στη Γαλλία, γιατί η εκπαίδευση τότε του ελληνικού στρατού γινόταν με βάση τους γαλλικούς κανονισμούς και με την επίβλεψη γαλλικής στρατιωτικής αποστολής που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Ο τότε πρωθυπουργός Βενιζέλος αξίωσε απ’ τον Κωνσταντίνο να πάει στο Παρίσι και να κάνει νέες δηλώσεις, ώστε να τακτοποιήσει κάπως τα πράγματα. Έτσι, φάνηκε πλέον ανοιχτά ότι, ο μεν Κωνσταντίνος ήταν υπέρ της γερμανικής πολιτικής, ενώ ο Βενιζέλος υπέρ των Αγγλογάλλων. Η διαφορά αυτή των δύο ηγετών έγινε γρήγορα οξύτερη κι είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης του Βενιζέλου στις 21 Φεβρουαρίου 1915.
Τότε, με τη Σερβία είχαμε συνθήκη συμμαχίας (είχε υπογραφεί το Μάιο του 1913) και όταν οι Αυστριακοί, μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάρδου, στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σεράγιεβο της Σερβίας, κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Σέρβων, η Σερβία ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων, επικαλούμενη την υπάρχουσα συνθήκη. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, αρνήθηκε να βοηθήσει, με τη δικαιολογία ότι ενδέχεται μια τέτοια ενέργεια της Ελλάδας να προκαλέσει την έξοδο της Βουλγαρίας στον πόλεμο.
Η Γερμανία στο μεταξύ είχε παρασύρει την Τουρκία με το μέρος της. Μάλιστα, είχε στείλει στα τουρκικά ύδατα και τα δυο γερμανικά πολεμικά πλοία, το ‘’Γκαιμπέν’’ και το ‘’Μπρεσλάου’’, τα οποία είχαν περάσει τα Στενά των Δαρδανελίων και είχαν ενωθεί με τον τουρκικό στόλο. Τότε ζήτησε η Γερμανία απ’ την Ελλάδα να αγνοήσει την υπάρχουσα συνθήκη φιλίας και συμμαχίας που είχε με τη Σερβία και να επιτεθεί εναντίον της. Στη γερμανική αυτή πρόταση ο Βενιζέλος απάντησε: «Η Ελλάδα είναι πολύ μικρό κράτος για να κάνει μια τόσο μεγάλη ατιμία».
Αντίθετα με τις αξιώσεις της Γερμανίας, ο Βενιζέλος πλησίασε την Αντάντ και προσπάθησε με κάθε τρόπο να πάρει με το μέρος των συμμάχων και τη Βουλγαρία. Έστειλε δε τρία υπομνήματα στο βασιλιά Κωνσταντίνο, προσπαθώντας να τον πείσει να δεχτεί κι αυτός, ώστε η Ελλάδα να πάρει το συντομότερο θέση ανοιχτά πλέον στο πλευρό των συμμάχων. Τα υπομνήματα αυτά δεν έγιναν τελικά δεκτά και ο Βενιζέλος στις 21 Φεβρουαρίου 1915 παραιτήθηκε. Στις 24 ορκίστηκε η κυβέρνηση Γούναρη. Σύντομα έγιναν εκλογές και ξαναβγήκε πάλι ο Βενιζέλος (Αύγουστος 1915).
Στα τέλη Ιουλίου υπογράφτηκε Βουλγαροτουρκική συμφωνία και Βουλγαροαυστριακή συμμαχία. Τον Αύγουστο η Βουλγαρία πήρε μεγάλο δάνειο από γερμανικές Τράπεζες κι αμέσως υπογράφτηκε βουλγαρογερμανική συμμαχία, με υπόσχεση της Βουλγαρίας να βγει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1915 η Βουλγαρία κηρύσσει γενική επιστράτευση και στις 10 αναγκαστικά επιστρατεύεται και η Ελλάδα. Στις 18 άρχισε η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη με άδεια της ελληνικής κυβέρνησης και τη συγκατάθεση του βασιλιά Κωνσταντίνου, με σκοπό να σπεύσουν σε βοήθεια της συμμάχου τους Σερβίας. Στις 30 αποβιβάζεται και ο αρχιστράτηγος των συμμάχων στα Βαλκάνια Γάλλος στρατηγός Σεράιγ.

Αξέχαστη συνεδρίαση της Ελληνικής Βουλής.
Ιστορική απάντηση του Βενιζέλου.

Το βράδυ της 21ης προς 22η Σεπτεμβρίου γίνεται η ιστορική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, για να εξεταστεί η κατάσταση και να παρθούν αποφάσεις σχετικά με τη στάση της Ελλάδας ύστερ’ απ’ τις νέες εξελίξεις. Κάποια στιγμή ρωτάει ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Θεοτόκης το Βενιζέλο: «Τι θα κάμεις αν, σπεύδοντας σε βοήθεια των Σέρβων, συναντήσεις γερμανικές λόγχες»; Και ο Βενιζέλος απαντάει σταθερά: «Θα κάμω το καθήκον μου». Αμέσως η κυβέρνηση παύτηκε απ’ το βασιλιά και διορίστηκε πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος Χαΐμης.
Στις 23 Οκτωβρίου άρχισε η Αυστρογερμανική επίθεση κατά των Σέρβων και στις 29 επιτέθηκαν και οι Βούλγαροι. Οι Σέρβοι ζήτησαν τη βοήθεια των Ελλήνων αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.
Δυο μέρες νωρίτερα, το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου, έγινε άλλο επεισόδιο στη Βουλή, γνωστό σαν ‘’Επεισόδιο Γιαννακίτσα.’’
Ο στρατηγός Γιαννακίτσας ήταν υπουργός των Στρατιωτικών και είχε υποβάλει νομοσχέδιο στη Βουλή για τη χορήγηση πρόσθετου επιδόματος επιστράτευσης στους αξιωματικούς. Ο βουλευτής του Βενιζέλου Βλάχος μίλησε κατά του νομοσχεδίου και κατηγόρησε τον υπουργό, λέγοντας πως υποβάλλει χωρίς ντροπή ένα τόσο διασπαστικό νομοσχέδιο μεταξύ αξιωματικών και στρατιωτών σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Ο Γιαννακίτσας θύμωσε και νευριασμένος εγκατέλειψε τη Βουλή. Παραιτήθηκε κι από υπουργός και έγινε αρχιυπασπιστής του βασιλιά. Έγινε ψηφοφορία και, παρ’ ότι αποδοκιμάστηκε η κυβέρνηση και κλήθηκε ο βασιλιάς να σπεύσει σε βοήθεια των Σέρβων, δεν έγινε τίποτα.
Οι Σέρβοι δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση των Γερμανοαυστριακών και των Βουλγάρων. Λόγω δε του μεγάλου όγκου των επιτιθέμενων οι Σέρβοι και οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοί τους υποχώρησαν. Τότε η κυβέρνηση Σκουλούδη δήλωσε πως θα αφοπλίσει όποιον Σέρβο ή Αγγλογάλλο στρατιώτη μπει μέσα στο ελληνικό έδαφος. Διαμαρτυρίες και διαβήματα του Γάλλου πρεσβευτή στην Αθήνα Γκυγεμέν δεν απέδωσαν τίποτα.
Ύστερ’ απ’ τη στάση αυτή της κυβέρνησης και η θέση του Γάλλου αρχιστράτηγου Σεράιγ στη Θεσσαλονίκη γινόταν δύσκολη, γι’ αυτό και οι Γάλλοι άρχισαν να περιχαρακώνουν την πόλη και να δημιουργούν έτσι ένα μεγάλο στρατόπεδο.
Οι Σέρβοι, υποχωρώντας μέσω Αλβανίας, κατέφυγαν στην Κέρκυρα, όπου και ανασυγκροτήθηκαν. Όταν ζήτησαν απ’ την ελληνική κυβέρνηση, να τους επιτρέψει να περάσουν μέσο Ιτέας και Μπράλου στη Μακεδονία κι από κει να μπουν στη Σερβία και να συνεχίσουν τον πόλεμο, δεν τους δόθηκε η άδεια.
Στο μεταξύ, στη Θεσσαλονίκη είχαν συγκεντρωθεί 118 χιλιάδες σερβικού στρατού, που έφτασε εκεί κάνοντας το γύρο της Πελοποννήσου, η σερβική Βουλή και ο Σέρβος αρχιστράτηγος αντιβασιλιάς Αλέξανδρος. Οι Σέρβοι μάλιστα, ύστερ’ απ‘ την εχθρική στάση της Ελλάδας, ζητούσαν απ’ το Σεράιγ και τους συμμάχους, να ανακηρύξουν τη Θεσσαλονίκη σερβικό έδαφος και προσωρινή πρωτεύουσα της Σερβίας, μια που οι σερβικές αρχές και τόσος σερβικός στρατός βρίσκονταν εκεί και να διοριστεί Σέρβος Νομάρχης. Ο Σεράιγ, όμως, δεν ήθελε να προχωρήσει σε ένα τέτοιο μέτρο, παρ’ ότι η ελληνική κυβέρνηση των Αθηνών τάσσονταν ανοιχτά πλέον υπέρ των Γερμανών και των Βουλγάρων.

Το δράμα του Ρούπελ.

Στις 13 Μαΐου του 1916, πρωί-πρωί, δυο βουλγαρικά συντάγματα της 7ης μεραρχίας, μαζί με ισχυρές γερμανικές μονάδες ιππικού και άλλα στρατιωτικά τμήματα, άρχισαν να κινούνται μέσα στην κοιλάδα του Στρυμόνα και κατά τις 11 το πρωί έφτασαν μπροστά στο οχυρό Ρούπελ. Γερμανός αξιωματικός παρουσιάστηκε στο διοικητή του φρουρίου ταγματάρχη Μαυρουδή και ζήτησε την παράδοση του οχυρού. Ο Έλληνας ταγματάρχης αρνήθηκε να παραδώσει το φρούριο και, υπακούοντας στις γενικές διαταγές περί προστασίας των συνόρων, διέταξε ‘’πυρ’’ εναντίον των προηλαυνόντων εχθρικών τμημάτων, τα οποία και υποχώρησαν προς το ύψωμα Κούλα. Το ελληνικό πυροβολικό έριξε 24 βολές και σταμάτησε, μια και οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν. Ο Μαυρουδής ανέφερε αμέσως το γεγονός στον προϊστάμενό του συνταγματάρχη Μπαϊρά, διοικητή της 3ης μεραρχίας, στην οποία κι αυτός ανήκε και στο στρατηγό Μεσσαλά, διοικητή του φρουρίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος ήρθε σε επαφή με το Γενικό Επιτελείο Στρατού στην Αθήνα. Η αναφορά του στρατηγού Μεσσαλά έφτασε στα χέρια του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά. Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ήταν τότε ο στρατηγός Δούσμανης.
Όπως μας λέει ο Άγγλος λοχαγός Compton Mackenzie αξιωματικός της στρατιωτικής αστυνομίας του εκστρατευτικού σώματος στα Βαλκάνια, στο βιβλίο του ‘’Ελληνικές Αναμνήσεις,’’ ο στρατηγός Δούσμανης και ο αδερφός του ναύαρχος Δούσμανης και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, καθώς και άλλοι κυβερνητικοί επίσημοι είχαν τακτικές επαφές με το Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα Her Holfman και άλλους Γερμανούς επισήμους. Μάλιστα, συγκεκριμένα (σελ. 135-136) συναντήθηκαν στις 5 Ιουνίου στο σπίτι του διοικητή των Μηχανοκινήτων μεταφορών του στρατού Δελαπόρτα και στις 7 στο σπίτι του επιτελάρχη του 1ου Σώματος Στρατού Παπαβασιλείου.
Κατά τις 3 το απόγευμα έφτασε στο Ρούπελ διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης του Σκουλούδη να παραδοθεί το οχυρό στους Γερμανούς και Βουλγάρους. Οι Έλληνες στρατιώτες υπερασπιστές του οχυρού δεν πίστευαν στ’αυτιά τους. Παρ’ όλη τη μεγάλη λύπη των φρουρών, κλήθηκε ο Γερμανός λοχαγός Thiel Rittmeister, διοικητής του γερμανικού ιππικού και τα χαράματα της 14ης Μαΐου 1916 συντάχτηκε σχετικό πρωτόκολλο και το οχυρό παραδόθηκε στους Γερμανούς και στους Βουλγάρους.

Η δουλικότητα του Σκουλούδη.

Το Ρούπελ δεν το παρέδωσε στην ουσία ο Μαυρουδής. Το παρέδωσε απ’ την Αθήνα η Τριανδρία: Σκουλούδης, Γιαννακίτσας, Μεταξάς. Το τόσο σπουδαίο για την ασφάλεια της χώρας οχυρό, το οποίο ο Σκουλούδης υποτιμητικά χαρακτήριζε ‘’ανασχετικόν οχυρωμάτιον’’ είχε καταδικάσει νωρίτερα ο ίδιος, όταν, απαντώντας σαν πρωθυπουργός σε σχετική αξίωση των Γερμανοβουλγάρων για την παράδοσή του σ’ αυτούς, δήλωσε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση. Μάλιστα, ο ανεκδιήγητος Σκουλούδης, μετά την παράδοση, ζήτησε και συγνώμη απ’ το Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα Πασάρωφ, για τον τραυματισμό Βουλγάρων στρατιωτών με τις βολές του Μαυρουδή και παρακαλούσε το Βούλγαρο πρωθυπουργό Ροδοσλαύωφ να τον συγχωρήσει.

Το παλάτι άντρο προδοτών.

Αλλά και ο ρόλος του παλατιού δεν ήταν λιγότερο επαίσχυντος στην παράδοση του οχυρού.
Με εντολή της βασίλισσας Σοφίας παρέλαβε ο αρχηγός των Επιστράτων των Αθηνών Δημ. Καρέλης απ’ το στρατηγό Δούσμανη τους χάρτες των οχυρών του Ρούπελ και τους παρέδωσε στο Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα.
Η εγκυκλοπαίδεια της Πρωίας λέει χαρακτηριστικά: ‘’Το οχυρό παραδόθηκε στους Γερμανοβουλγάρους, οι οποίοι και αιχμαλώτισαν τας εν αυτώ ελληνικάς στρατιωτικάς δυνάμεις’’.
Η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια προσθέτει με λεπτομέρειες ότι επιπλέον παραδόθηκαν δύο πυροβόλα των 15 εκατοστών, δύο των 75 χιλιοστών, 800 βλήματα και 1.200.000 φυσίγγια.
Η δε Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη στον 5ο τόμο και στη σελίδα 328 λέει πιο κατηγορηματικά: ‘’ . . . η κυβέρνηση Σκουλούδη παρέδωσε το Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους στις 13 με 14 Μαΐου 1916.’’
Αυτή είναι η πρώτη και μοναδική φορά που το ονομαστό και ένδοξο φρούριο παραδόθηκε αμαχητί απ’ τους κατόχους του στους αντιπάλους.
Χαρακτηριστικό είναι, όπως μας λέει σ’ άλλο σημείο ο Mackenzie, ότι, όταν το Ρούπελ ζούσε την αγωνία και το δράμα της παράδοσής του, ελληνικά τμήματα στρατού έκαναν ασκήσεις επίθεσης κατά της Αθήνας υπό την εποπτεία του στρατιωτικού διοικητή της Αθήνας συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλου, αρχηγού της στρατιωτικής ένωσης βασιλοφρόνων. Μάλιστα, ο Σκουλούδης είχε δηλώσει πως οσονδήποτε κι αν προχωρήσουν οι Βούλγαροι προς νότον η Αθήνα οπωσδήποτε θα αμυνθεί.
Κι ενώ υπογράφονταν, σε εκτέλεση της διαταγής των Αθηνών, το πρωτόκολλο παράδοσης του Ρούπελ πολλοί στρατιώτες του φρουρίου αρνήθηκαν να παραδοθούν, αλλά με δάκρυα στα μάτια και αγανάκτηση στην καρδιά έφυγαν με τα όπλα τους προς τις Σέρρες και την Καβάλα και μάλιστα ανασυντάχτηκαν και συγκρούστηκαν αργότερα με τον προελαύνοντα προς νότο γερμανοβουλγαρικό στρατό.
Η παράδοση αυτή του Ρούπελ έκανε πάταγο μέσα κι έξω απ’ την Ελλάδα. Όλες οι εφημερίδες –ελληνικές και ξένες- εκτός απ’ τις πολυφιλοκυβερνητικές, περιέγραψαν την πράξη αυτή της κυβέρνησης με τα χειρότερα λόγια, μη διστάζοντας να την χαρακτηρίσουν και σαν προδοσία.
Στις 15 Μαΐου 1916, η εφημερίδα ‘’Πατρίς’’ έγραφε: ‘’Επί του ισχυροτέρου των ελληνικών φρουρίων . . . κυμματίζει από χθες, αντί της κυανολεύκου η βουλγαρική σημαία . . .’’
Την ίδια μέρα η ‘’Ακρόπολις’’ έγραφε: ‘’Το τρομερόν, το απίσιον, το απίστευτον . . . είναι η υπό των Γερμανοβουλγάρων κατοχή του φρουρίου του Ρούπελ, το οποίον η ελληνική φρουρά . . . μετά διαταγής της ελληνικής κυβερνήσεως, το εγκατέλειψε . . . ‘’
Επίσης, στις 15 Μαΐου 1916 η ‘’Εστία’’ έγραφε: ‘’ . . . Και ο ελληνικός στρατός διατάσσεται από την κυβέρνησή του να τα παραδίδει (τα φρούρια κ.λ.π.). Και καταβιβάζεται η ελληνική σημαία και ανυψούται η βουλγαρική. Και ο ελληνικός στρατός κλείει τα μάτια του, δια να μη βλέπει και σφίγγει την γενναίαν του ψυχή, ίνα ανθέξει εις το απροσδόκητον θέαμα. Αληθινόν μαρτύριον . . .’’.
Στα τέλη Ιουλίου οι Βούλγαροι προχώρησαν προς τις Σέρρες, αλλά η 6η μεραρχία, με διοικητή το συνταγματάρχη Χριστοδούλου, αντιτάχτηκε και μάλιστα ο τότε λοχαγός Γ. Κονδύλης, παρά τις διαταγές της κυβέρνησης, πολέμησε επί τρεις μέρες στο οχυρό της Φαιάς Πέτρας. Επίσης, το 18ο σύνταγμα της μεραρχίας πολέμησε στην περιοχή του Δεμίρ-Ισάρ, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί στρατιώτες, καθώς και ο υπολοχαγός Κουκουλέτσας και ο λοχαγός Πανταζόπουλος.

Η παράδοση του Δου Σώματος Στρατού.

Με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κινήθηκαν να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, με τη συμφωνία, δήθεν, να μην μπουν στις Σέρρες, Δράμα και Καβάλα. Όταν, όμως, κατέλαβαν τα γύρω οχυρά της Καβάλας, αξίωσαν και την παράδοση του 4ου Σώματος Στρατού, που έδρευε στην πόλη αυτή. Ο σωματάρχης Χατζόπουλος συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο απ’ όλους τους μεράρχους, εκτός απ’ τον μέραρχο της 5ης μεραρχίας της Δράμας, στον οποίο οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν την έξοδο απ’ την πόλη και αποφασίζεται η παράδοση του Σώματος στους Άγγλους. Υπογράφεται μάλιστα και σχετικό πρωτόκολλο τιμής.
Οι Άγγλοι πρόσφεραν πλοία στο Χατζόπουλο, για να περάσει το 4ο Σώμα στο Βόλο. Ο Χατζόπουλος, όμως, προτίμησε να παραδοθεί στους Βουλγάρους και στις 11 τη νύχτα της 29ης Αυγούστου (10 Σεπτεμβρίου) το 4ο Σώμα Στρατού περνάει τις βουλγαρικές προφυλακές και παραδίνεται με τον οπλισμό του στους εχθρούς. Έτσι, το ένα πέμπτο του πολεμικού υλικού της Ελλάδας παραδόθηκε στους Βουλγάρους. Επιπλέον, τεράστιες ποσότητες στάρι, μεγάλες δεξαμενές βενζίνης, καπνά αξίας 40 εκατομμυρίων χρυσών δραχμών κλπ. έπεσαν στα χέρια των Βουλγάρων.
Το απόγευμα της 30ής Αυγούστου ένας Βούλγαρος ιππέας κατέβασε την ελληνική σημαία απ’ το Λιμεναρχείο της Καβάλας και ύψωσε τη βουλγαρική. Κι έτσι, ο Βούλγαρος τσάρος Φερδινάνδος, δυο μέρες αργότερα, θα πει με περηφάνια σε διάγγελμά του, ότι ο βουλγαρικός στρατός έχει πια απελευθερώσει και ενώσει με τη Βουλγαρία ολόκληρη τη βουλγαρική Μακεδονία.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η τραγωδία του πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας.
Έτσι λοιπόν, τον Αύγουστιο του 1916 ο σωματάρχης στρατηγός Χατζόπουλος παρέδωσε ολόκληρο το 4ο  Σώμα Στρατού και 400 Έλληνες αξιωματικοί και 6000 στρατιώτες μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς στη Γερμανία.
Η εφημερίδα ‘’Έθνος’’ έγραφε στις 31 Αυγούστου 1916: ‘’Οι Βούλγαροι μπαίνουν στην Καβάλα και απάγουν αιχμαλώτους τους Έλληνες στρατιώτες . . . ‘’
Ο ‘’Ελεύθερος Τύπος’’ της 1ης Σεπτεμβρίου 1916 έγραφε: ‘’Η Καβάλα παρεδόθη και ο εν αυτή ελληνικός στρατός είναι αιχμάλωτος . . .’’
Η ‘’Εστία’’ της ίδιας μέρας έλεγε: ‘’Κατάρα στους υπεύθυνους . . . δεν είναι ένοχος ο πτωχός εκείνος στρατός, ούτε δειλίας, ούτε λιποταξίας. Διαταγάς εκτελεί . . . ‘’

Η Εκκλησία συμπαραστέκεται στους ενόχους.

Οι πρωταίτοιοι αυτής της τραγωδίας κατηγόρησαν λίγο αργότερα και το Βενιζέλο σαν προδότη της πατρίδας του, παρ’ ότι σύντομα εκείνος επέστρεψε πανηγυρικά στην Ελλάδα και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας του τόπου μας και η προσωπικότητά του και το κύρος του απέκτησαν παγκόσμια ακτινοβολία. Μάλιστα, η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδας το απόγευμα της 12/25 Δεκεμβρίου 1916 αναθεμάτισε το Βενιζέλο σε δημόσια τελετή στο Πεδίο του Άρεως. (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς).
Στην ιεροτελεστία του αναθέματος χοροστάτησε ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, περιστοιχισμένος από συνοδικούς και από πλήθος παπάδων.
Πρώτος ο Θεόκλητος έριξε το λίθο του αναθέματος λέγοντας:
‘’Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου, συλλαμβάνοντος αρχιερείς  και επιβουλευομένου Βασιλείαν και Πατρίδαν, ανάθεμα έστω’’.
Και  τελείωσε ο φανατικός Θεόκλητος την λειτουργία του με τα εξής λόγια: ‘’Τοιούτος βασιλεύς δεν εκθρονίζεται. Τον αναμένει το αυτοκρατορικό διάδημα των Κωνσταντίνων. Καίσαν, Αύγουστε εσύ νικάς’’.
Ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και έφυγε απ’ την Ελλάδα την 1η Ιουνίου 1917.
Και, σα να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, στις 22 Ιουλίου 1917 ο μητροπολίτης Αθηνών Αμβρόσιος και ο αρχιεπίσκοπος Αττικής Νικηφόρος κυκλοφόρησαν και αφοριστική ανοιχτή επιστολή, της οποίας το κείμενο, παρμένο από αγγλικό βιβλίο, έχει σε μετάφραση ως εξής:

                                       Αθήναι 22 Ιουλίου 1917
                                            Ανοιχτή επιστολή
                                         του Μητροπολίτου Αμβροσίου
                                      και του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου
                             προς τους ψηφοφόρους αδελφούς εν Χριστώ.

Ημείς, οι υπογεγραμμένοι, λαβόντες υπ’ όψιν την έμμονην αξίωσιν των χιλιάδων Ελλήνων εφέδρων οπλιτών και πολιτών, αφορίζομεν τον Ελευθέριον Βενιζέλον, ως ένοχον εσχάτης προδοσίας. Ο άνθρωπος αυτός έχει προδώσει το Έθνος ημών εις τους Αγγλογάλλους. Είναι υπεύθυνος δια το τελεσίγραφον των Τριών Δυνάμεων, το οποίον επροξένησεν τόσην πικρίαν εις τον πολυαγαπημένον μας βασιλέα. Το τελεσίγραφον αυτό απεστάλη με την απαίτησιν, όπως ο ευγενής βασιλεύς μας αναγκασθεί να αναθέσει την κυβέρνησιν εις αυτόν τον μισθοφόρον Συνεγαλέζικον τράγον, τον Βενιζέλον, τον υποκινητήν της πυρκαϊάς του Τατοΐου.
Επάνω εις τον προδότην Βενιζέλον ημείς ρίπτομεν αφορισμόν, προσευχόμενοι επί πλέον όπως αι κάτωθι συμφοραί επιπέσουν επ’ αυτού:
Αι λύπαι του Ιώβ.
Η μοίρα του Ιωνά.
Η λέπρα του Ιεχωβά.
Το σκότος των νεκρών.
Αι καταιγίδες της κολάσεως.
Η αγωνία των αποθνησκόντων.
Η κατάρα του Θεού και των ανθρώπων.
Το ίδιον ανάθεμα επιρίπτομεν και επάνω εις όλους εκείνους, οι οποίοι θα ψηφίσουν δια τον προδότην Βενιζέλον εις τας προσεχείς εκλογάς. Επι πλέον ημείς θα προσευχηθώμεν, όπως τα χέρια αυτών των ψηφοφόρων ξεραθούν και όπως όλοι τους κωφαθούν τελείως και τυφλωθούν. Αμήν.
                                                                           Υπογραφές
                                                               Αμβρόσιος Μητροπολίτης
                                                               Νικηφόρος Αρχιεπίσκοπος

Αργότερα θα γράψει ο ποιητής Γεώργιος Σεφέρης:
‘’Θυμάμαι τ’ απομεσήμερο της 12/25 Δεκεμβρίου 1916 –παιδί τότε 16 χρόνων- είδα από ένα παραθύρι της οδού Μπουμπουλίνας, το ελεεινό θέαμα του όχλου, με δεσποτάδες και παπάδες, που κουβαλούσαν πέτρες, για το ανάθεμα του Βενιζέλου. Την αηδία που μ’ έπνιγε στο Πολύγωνο, μπροστά στο φριχτό μνημείο με τα κερατοφόρα καύκαλα από τραγιά στην κορφή του . . .’’
Αυτή ήταν, με όσο γινόταν λιγότερα λόγια και χωρίς σχόλια η σκοτεινή πτυχή της ιστορίας του Ρούπελ, την οποία ανέφερα, για να γίνει γνωστή κι άλλη μια αλήθεια, ώστε, σιγά-σιγά, να μάθουμε οι πολλοί εμείς, ο λαός, πολλές τέτοιες αλήθειες, ολόκληρη αν είναι δυνατόν την αληθινή ιστορία μας, για να μπορέσουμε κάποτε, παραδειγματιζόμενοι απ’ τα λάθη μας και τα σφάλματα του παρελθόντος μας, να χαράξουμε οι ίδιοι το σωστό δρόμο της μελλοντικής μας πορείας.

ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

ΣΦΑΛΜΑΤΑ
ΚΑΙ
ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Αλέκου Ν. Αγγελίδη




ΤΟ «ΜΕΓΑ ΣΧΕΔΙΟ» ANZAC

Πρόκειται για το χειρότερο στρατηγικό σχέδιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Για μια προσπάθεια των συμμάχων, που, για να ανακουφίσουν την τελμάτωση του πολέμου στα χαρακώματα του γαλλικού μετώπου και να διευκολύνουν τους Ρώσους στον Καύκασο, άνοιξαν ένα νέο μέτωπο στη Μεσόγειο.
Το ‘’μέγα’’ αυτό σχέδιο, όπως αποκαλέστηκε, ήταν ιδέα του Ουίνστον Τσόρτιλ. Αυτός, τουλάχιστο, ζήτησε επίμονα μια νέα εκστρατεία την εποχή εκείνη. Γιατί, στην πραγματικότητα, με το σχεδιασμό μιας ενδεχόμενης επιχείρησης στα Δαρδανέλια είχε ασχοληθεί και παλιότερα το Βρετανικό Υπουργείο Πολέμου το 1904 και το 1911, αλλά τα Επιτελεία Στρατού και Ναυτικού αντέκρουσαν τότε σαν απρόσφορα τα σχέδια αυτά του υπουργείου και η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο. Το 1914, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, τα παλιά σχέδια επανεξετάστηκαν αλλά και πάλι χαρακτηρίστηκαν σαν επικίνδυνα.
Ύστερα, όμως, από παράκληση του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου, για άνοιγμα και νέου μετώπου κατά της Τουρκίας, προς ανακούφιση του ρωσοτουρκικού μετώπου στον Καύκασο, οι σύμμαχοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν κατά των Στενών.
Τώρα, ο πρώτος λόρδος του ναυαρχείου (ο Τσόρτσιλ) έλεγε πως, χτυπώντας τη σύμμαχο των Γερμανών Τουρκία, θα μπορούσε να προσβάλει ‘’το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης του Κάιζερ’’, όπως την αποκαλούσε. Και θα το πετύχαινε, αν κατόρθωνε να παραβιάσει τα Δαρδανέλια, να αποκόψει τους Τούρκους απ’ τους Γερμανούς και να ενώσει τη Βρετανία και τη Γαλλία με τη σύμμαχό τους Ρωσία δια μέσου της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό θα κατορθώνονταν αν κυριεύονταν η χερσόνησος της Καλλίπολης που δέσποζε των Στενών.
Πρόκειται, πραγματικά, για ένα τολμηρό σχέδιο, του οποίου, όμως, η επιτυχία εξαρτιόταν απ’ τη δυνατότητα αιφνιδιασμού της Τουρκίας. Το χτύπημα έπρεπε να είναι ακαριαίο.
Λόγω της περιοχής που επιλέχτηκε για την εφαρμογή του σχεδίου, το χτύπημα έπρεπε να δοθεί από δυο ταυτόχρονα κατευθύνσεις. Απ’ την ξηρά και απ’ τη θάλασσα.
Η επιχείρηση απαιτούσε ισχυρή ναυτική δύναμη για να ξεκαθαρίσει τα Δαρδανέλια απ’ τις οχυρώσεις τους και επιπλέον μια γερή αμφίβια δύναμη, για να εξασφαλίσει την κατοχή της χερσονήσου, κυριεύοντας και κρατώντας υψώματα κι απ’ τις δυο μεριές. Απ’ τη μεριά των Στενών κι απ’ τη μεριά του κόλπου του Σάρου.
Με τον τρόπο της εκτέλεσης του σχεδίου διαφώνησε τότε ο Βενιζέλος, ο οποίος δήλωσε πως ο ελληνικός στρατός μπορούσε, επιτιθέμενος από ξηράς, να καταλάβει τη χερσόνησο, αν είχε την υποστήριξη των συμμάχων. Οι Άγγλοι, όμως, φοβούμενοι προέλαση του ελληνικού στρατού στα ενδότερα, πράγμα το οποίο θα ενίσχυε περισσότερο τη θέση της Ελλάδας μέσα στη συμμαχία και στη συνέχεια θα πολλαπλασίαζε ίσως και τις απαιτήσεις της, αντέδρασαν κι επέμειναν να αναλάβουν οι ίδιοι οι σύμμαχοι την κατάληψη της Χερσονήσου.
Όμως, παρά τη φαεινή σύλληψη του σχεδίου η εκτέλεσή του απέβηκε καταστροφική. Το πρώτο λάθος έγινε με την ανόητη προειδοποίηση των Τούρκων απ’ τους ίδιους τους συμμάχους για τις μελετημένες προθέσεις τους πολύ πριν απ’ τη μέρα της εφόδου.
Στις 3 Νοεμβρίου 1914, μικρή μοίρα του βρετανικού πολεμικού ναυτικού εισχώρησε στα Δαρδανέλια και επί δέκα λεπτά βομβάρδισε τις τουρκικές βάσεις. Ο ολιγόλεπτος αυτός κανονιοβολισμός προξένησε μεν λίγες ζημιές στους Τούρκους, αποκάλυψε, όμως, πέρα για πέρα τα βρετανικά σχέδια.
Οι Τούρκοι, κάτω απ’ την καθοδήγηση Γερμανών αξιωματικών (διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων της περιοχής ήταν ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν-Φον-Σάντερς), ναρκοθέτησαν αμέσως τη θάλασσα των Στενών και ενίσχυσαν τις φρουρές των οχυρών τους κατά μήκος της δύσβατης κι απόκρημνης ορεινής παραλιακής περιοχής της χερσονήσου της Καλλίπολης. Και μάλιστα δούλεψαν ανενόχλητοι και προχώρησαν με την ησυχία τους στη βελτίωση των οχυρώσεών τους και στην ενίσχυση της άμυνάς τους, γιατί τους δόθηκε αρκετός καιρός. Δεν ενοχλήθηκαν απ’ τους συμμάχους για τρεις και πλέον μήνες.
Στις 18 Μαρτίου 1915 μια πολύ μεγαλύτερη αγγλογαλλική μοίρα ξαναβομβάρδισε τα τουρκικά οχυρά. Ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, για να αποφύγει απώλειες, αποσύρθηκε αμέσως πέρα απ’ την ακτίνα δράσης των συμμαχικών πυροβόλων και περίμενε υπομονετικά να λήξει ο βομβαρδισμός για να ξαναγυρίσει στις θέσεις του. Η άμυνα της περιοχής έμεινε στα βαριά τουρκικά πυροβόλα των οχυρών.
Η επίθεση αυτή ελάχιστα ωφέλησε τους συμμάχους. Τρία πολεμικά πλοία τους βυθίστηκαν από νάρκες κι άλλα τρία τέθηκαν εκτός μάχης. Ο αρχηγός του στόλου ναύαρχος Φίσερ ανέφερε τότε: ‘’Τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα στα Δαρδανέλια. Καθυστερούμε λόγω έλλειψης δράσης του στρατού.’’ Η διαμαρτυρία του, όμως, δεν λήφθηκε υπόψη, γι’ αυτό και λίγο αργότερα (Μάιος 1915) ο ναύαρχος παραιτήθηκε απ’ τη θέση του.
Στο Λονδίνο, πολλά μέλη του Πολεμικού Συμβουλίου αναρωτιόταν, αν έπρεπε να προχωρήσουν και να αποπειραθούν να καταλάβουν τα Στενά μ’ αυτό το σχέδιο. Όχι ο Τσόρτσιλ. Αυτός έμεινε πιστός σ’ αυτό και ουδέποτε ταλαντεύτηκε. Η επιμονή του και ο ενθουσιασμός του για το σχέδιό του παρέσυρε την πλειοψηφία του Πολεμικού Συμβουλίου και των άλλων ιθυνόντων του πολέμου με το μέρος του.
Έτσι, τις πρωινές ώρες της 25ης Απριλίου 1915, πέντε ολόκληρους μήνες ύστερα απ’ τις πρώτες ‘’προειδοποιητικές βολές’’ του αγγλικού ναυτικού, η μεγαλύτερη αποβατική δύναμη που είχε
ως τότε γνωρίσει ο κόσμος κατευθύνθηκε προς τις παραλίες της Καλλίπολης.
Στο πρώτο αποβατικό κύμα βρίσκονταν 1500 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Με τρία πολεμικά πλοία πλησίασαν τη νύχτα στις ακτές. Τα πλοία σταμάτησαν στ’ ανοιχτά και στις 4 το πρωί τα αγήματα επιβιβάστηκαν σε μικρές βάρκες κι άρχισαν να κοπηλατούν, με προορισμό τη στεριά, που διαγράφονταν σκοτεινή μπροστά τους. Με το πρώτο χάραμα πλησίασαν το ακρωτήρι Αρί-Μπουρνού αλλά, αντί να δουν μια απλωτή κι ομαλά ελαφρόγυρτη παραλία, όπως περίμεναν, σύμφωνα με όσα τους είχαν πει, αντίκρυσαν απόκρημνα υψώματα κι ολόγυμνους κατακόρυφους βράχους. Στους εθελοντές στρατιώτες απ’ τους Αντίποδες δεν άρεσε καθόλου το πρώτο αυτό ψέμα των αρχηγών τους.
Είχε πια ξημερώσει. Οι βάρκες ήταν τώρα πολύ κοντά στη στεριά. Ορισμένες άγγιζαν την άμμο. Για μια στιγμή, απ’ την κορφή κάποιου λόφου ρίχτηκε μια φωτοβολίδα. Το τόξο της ακολούθησε βιαστικό το θόλο του ουρανού και το φως της χρωμάτισε παράξενα το μουντό ορίζοντα, που είχε ήδη αρχίσει να σαλεύει αγουροξυπνημένος μέσα στα βαθιά χαράματα. Μια ανατριχίλα απλώθηκε παντού. Το εχθρικό στρατόπεδο αγρυπνούσε. Όλες οι καρδιές σφίχτηκαν για λίγο. Τα κορμιά έμειναν ακίνητα μέσα στις βάρκες. Οι αναπνοές συγκρατήθηκαν, τα μάτια άνοιξαν περισσότερο και τ’ αυτιά τεντώθηκαν ασυνήθιστα. Για κάποιο δευτερόλεπτο δεν ξεχώριζε κανείς αν τα πάντα είχαν νεκρωθεί ή όλα ζούσαν πιο έντονα.
Πάνω στην υπερένταση ένας δυνατός κρότος ξέσχισε το πέπλο της νύχτας και θρυμμάτισε τη σιωπή. Ένα πανδαιμόνιο ξέσπασε με μιας και μια βροχή από σφαίρες άρχισε να πέφτει ασταμάτητα κι απ’ όλες τις κατευθύνσεις πάνω στα μικρά κι απροστάτευτα πλεούμενα. Η σύγχυση αναποδογύρισε πολλά απ’ αυτά κι οι στρατιώτες έπεσαν στη θάλασσα και πάλευαν με κάθε τρόπο να βγουν στη στεριά. Αλλά το βάρος των όπλων και του υλικού που κουβαλούσαν στις πλάτες τους τους τραβούσε στο νερό και οι σφαίρες των εχθρών τους έστελναν στον πάτο.
Πάρα πολλοί δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στη στεριά. Όσοι έφτασαν, έβαλαν ‘’εφ’ όπλου λόγχη’’ και, καλυμμένοι όπως-όπως, περίμεναν να αντιμετωπίσουν τον όγκο των Τούρκων, που αλαλάζοντας κατέβαινε τρέχοντας απ’ τους λόφους. Η μάχη άρχισε σκληρή, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα απ’ το κύμα. Σε μια θέση που θα μείνει για πάντα πλέον γνωστή στην ιστορία σαν ο ‘’Όρμος ΑΝΖΑC’’.
Η λέξη A.N.Z.A.C. σχηματίζεται απ’ τα αρχικά των λέξεων Australian And Newzealand Army Corps. Δηλαδή Αυστραλέζικο και Νεοζηλανδικό Εκστρατευτικό Σώμα.
Οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί ήταν όλοι εθελοντές στρατιώτες που έτρεξαν αμέσως στο κάλεσμα της Αγγλίας για την άμυνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας οι χώρες τους ήταν τα πιο απομακρυσμένα μέλη. Όλοι τους ήταν άπειροι και κανένας δεν περίμενε να ανταποκριθούν στις περιστάσεις. Ο ηρωισμός, όμως, η επιμονή και το κουράγιο που έδειξαν στον ‘’Όρμο ANZAC’’ έγιναν παράδοση. Απέκρουσαν τους Τούρκους πέρα απ’ την ακτή και, με τις απαστράπτουσες στις πρώτες ακτίνες του ήλιου λόγχες τους, τους απώθησαν μακριά στους λόφους. Μέσα στις πρωινές κιόλας ώρες οι Αυστραλονεοζηλανδοί είχαν προχωρήσει ένα περίπου μίλι πέρα απ’ το κύμα.
Παρ’ όλα αυτά το ‘’μεγάλο’’ στρατηγικό σχέδιο είχε κιόλας παραλύσει και καταρρεύσει. Αντί για μια φανταχτερή, κεραυνοβόλα κι επιβλητική γενική προέλαση είχε απολήξει σε αιματηρές μάχες ακροβολιστών. Η ιστορία του γαλλικού μετώπου είχε επαναληφθεί.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο ηρωισμός και η γενναιότητα των Αυστραλονεοζηλανδών εκμηδενίστηκε και προδόθηκε απ’ την ανικανότητα των αρχηγών τους.
Αρχιστράτηγος της εκστρατείας της Καλλίπολης ήταν ο Άγγλος στρατηγός σερ Ίαν Χάμιλτον, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα (16 Ιανουαρίου 1853) και στη διάρκεια της καριέρας του πήρε μέρος σε πολλές κι ονομαστές εκστρατείες. Σε τούτη την εκστρατεία, όμως, αποδείχτηκε πως ήταν ένας μονόπλευρος και λιγόστροφος αρχηγός, ο οποίος διηύθηνε τις επιχειρήσεις μέσα απ’ το άνετο σαλόνι του θωρηκτού ‘’Βασίλισσα Ελισάβετ’’, που βρίσκονταν τρία μίλια μακριά απ’ τις ακτές, αποκομμένος από κάθε επαφή με τους διοικητές των δύο Σωμάτων Στρατού που είχε στις διαταγές του κι αποξενωμένος τελείως απ’ τους στρατιώτες που μάχονταν σώμα με σώμα στις ακτές.
Αλλά, ούτε και οι διοικητές των Σωμάτων βρίσκονταν κοντά στους στρατιώτες τους. Είχαν διαταχτεί να κατευθύνουν τις επιχειρήσεις των τμημάτων τους απ’ τις γέφυρες δύο πολεμικών. Και, επειδή οι επικοινωνίες με τα μάχιμα τμήματά τους διακόπηκαν απ’ τις πρώτες κιόλας στιγμές των συγκρούσεων, έχασαν κάθε επαφή μαζί τους και δεν είχαν κι αυτοί καμιά απολύτως γνώση του μεγέθους του δράματος και των όσων συνέβαιναν γενικά στις ακτές.
Διοικητής του Σώματος των Αυστραλονεοζηλανδών (ANZACς) ήταν ο στρατηγός σερ Ουίλιαμ Μπίρντγουντ. Ικανός και πολυμήχανος αξιωματικός. Δυστυχώς, όμως, αποδυναμώθηκε κι αυτός και καθηλώθηκε απ’ τις δυσκίνητες και ανεδαφικές διαταγές των ανωτέρων του. Διοικητής του άλλου Σώματος ήταν ο στρατηγός σερ Χάντερ Ουέστον, ο οποίος διοικούσε την 29η Μεραρχία, που αποτελούνταν από βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις. Σ’ αυτόν ο αρχιστράτηγος Χάμιλτον στήριζε, όπως έλεγε, όλες του τις ελπίδες.
Οι άντρες του Ουέστον αποβιβάστηκαν σε πέντε διαφορετικά σημεία του ακροτηρίου Χέλλες στην άκρη της Χερσονήσου της Καλλίπολης. Ορισμένα απ’ τα τμήματα αυτά είχαν σαν αποστολή τους να δημιουργήσουν δυο εικονικά μέτωπα, για να αποπροσανατολίσουν τον εχθρό και να τον κάνουν να στρέψει την προσοχή του στις περιοχές αυτές, μίλια μακριά απ’ τα πραγματικά σημεία της κύριας επίθεσης.
Η πρώτη δύναμη από δυο χιλιάδες Βρετανούς, που έφτασε στο ακρωτήρι Χέλλες, πλησίασε τη στεριά κι αποβιβάστηκε στην ακτή Σεντ-Ελ-Μπαχίρ, στην περιοχή ενός ερημικού ανθρακωρυχείου, κοντά στις εισβολές του ποταμού Κλάιντ. Αυτή η απόβαση έγινε μια ώρα μετά την απόβαση των ANZACς στο Αρί-Μπουρνού.
Οι Βρετανοί βγήκαν στην ξηρά με το φως της μέρας και βρήκαν τους Τούρκους να τους περιμένουν πανέτοιμοι. Καθώς δε ήταν εύκολα ορατοί, έπεσαν κάνω σε καταιγιστικά πυρά των ταμπουρωμένων εχθρών, που παρακολουθούσαν το πλησίασμά τους με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Εκατοντάδες στρατιώτες σκοτώθηκαν απ’ τις πρώτες ριπές, καθώς συνωστίζονταν σα σαρδέλες στις επισημασμένες απ’ τα τουρκικά πολυβόλα αποβάθρες του ανθρακωρυχείου, για να αποβιβαστούν στην ξηρά και να βρουν κάποιο καταφύγιο κατά μήκος της ακτής. Οι λιγοστοί που κατάφεραν να ξεφύγουν  προς τη στεριά αποτελειώθηκαν ένας-ένας απ’ τα ασταμάτητα κι εύστοχα πυρά των εχθρών, καθώς ξεμυτούσαν δώθε-κείθε, ψάχνοντας κάποιο έρισμα ή πασχίζοντας να προστατευτούν από κάποιο προκάλυμμα.
Τέσσερις ώρες μετά την πρώτη απόβαση κι ύστερα από απεγνωσμένες προσπάθειες, περίπου 200 Βρετανοί κατόρθωσαν να κρατηθούν στη στεριά, να τρυπώσουν κάπου και να σωθούν.
Ο πιλότος ενός αναγνωριστικού αεροπλάνου, που πέταξε πάνω απ’ την περιοχή αυτή εκείνο το πρωί της απόβασης, ανέφερε: ’’ . . . η θάλασσα παρουσιάζει τρομαχτική όψη. Είναι βαμμένη κατακόκκινη απ’ το αίμα . . . ‘’
Η μάχη του Σεντ-Ελ-Μπαχίρ είχε χαθεί πριν ακόμα αρχίσει.
Μέσα σε μια λουρίδα μήκους λίγων μόνο μιλίων του ακρωτηρίου Χέλλες είχαν γίνει άλλες τέσσερις κρούσεις, οι οποίες είχαν κάποια καλύτερη τύχη.
Τα άλλα βρετανικά τμήματα που αποβιβάστηκαν σε άλλα τρία σημεία συνάντησαν λίγη μόνο αντίσταση. Έτσι, κατάφεραν να καταλάβουν τα κυριότερα υψώματα της περιοχής τους, όπου και παρέμειναν περιμένοντας νέες διαταγές. Προς δόξαν, όμως, της ανικανότητας της ηγεσίας τους τέτοιες διαταγές δεν τους ήρθαν ποτέ.
Στην άλλη παραλία, στην παραλία ‘’Υ’’, όπως την ονόμαζαν, τα συμμαχικά τμήματα δεν βρήκαν καμιά απολύτως αντίσταση. Δυο χιλιάδες άντρες βγήκαν στη στεριά κι ανενόχλητοι πήραν τις πλαγιές κι ανέβηκαν στους γύρω λόφους. Κάθισαν στις κορφές άπρακτοι κι άκουγαν τον αχό της μάχης και τις οιμωγές των συναδέλφων τους, που αποδεκατίζονταν ομαδικά σε μια απόσταση μιας μόνον ώρας πορείας πιο κάτω.
Μόνο τα τμήματα της παραλίας ‘’Υ’’ ξεπερνούσαν αριθμητικά όλες τις τουρκικές δυνάμεις του ακροτηρίου Χέλλες. Μπορούσαν τα τμήματα αυτά να κινηθούν, να κυκλώσουν και να εξουδετερώσουν εύκολα όλες τις εχθρικές δυνάμεις του ακρωτηρίου εκείνη τη μέρα. Δεν το έκαναν, όμως. Και τούτο, γιατί, όταν οι αξιωματικοί των τμημάτων αυτών ζήτησαν απ’ την ηγεσία τους την άδεια να κινηθούν, η πρότασή τους απορρίφτηκε. Έτσι, δυο χιλιάδες άντρες κάθισαν άπρακτοι στα υψώματα ‘’Υ’’ ολόκληρη τη φονική εκείνη μέρα και περίμεναν νέες διαταγές. Αλλ’ αντί για νέες διαταγές κατέφτασαν κατά το δειλινό νέες τουρκικές δυνάμεις και τους επιτέθηκαν με σφοδρότητα.
Οι Βρετανοί, που περίμεναν ανά πάσα στιγμή διαταγή εκκίνησης, δεν ασχολήθηκαν καθόλου με την οργάνωση του εδάφους κι ούτε δημιούργησαν πρόχειρα έργα κάλυψης για κάθε περίπτωση ενδεχόμενης επίθεσης. Έτσι, όταν εκδηλώθηκε η επίθεση, βρέθηκαν τελείως απροετοίμαστοι, αιφνιδιάστηκαν και, κάτω απ’ τα ξαφνικά και καταιγιστικά πυρά των εχθρών, σκόρπισαν και αποκόπηκαν στα δυο. Τα μισά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν προς την παραλία, ενώ τα άλλα μισά απωθήθηκαν προς την ενδοχώρα. Επειδή δε, δεν υπήρχε καμιά διαταγή που να καθορίζει το σκοπό και τη στάση των τμημάτων στην περιοχή ‘’Υ’’, οι αξιωματικοί δεν ήξεραν τι θέση να πάρουν και τι να διατάξουν. Γι’ αυτό και οι υποχωρούντες στρατιώτες που έφταναν στις ακτές, έμπαιναν στις βάρκες και κωπηλατώντας τραβούσαν για τα πλοία εγκαταλείποντας όπως-όπως την παραλία.
Στο μεταξύ, οι στρατιώτες του άλλου τμήματος που είχαν απωθηθεί προς το εσωτερικό συνέχισαν να μάχονται ως το βράδυ και όλη τη νύχτα. Το πρωί της άλλης μέρας διαπίστωσαν ότι είχαν αποκοπεί κι ότι είχαν μείνει μόνοι τους στη στεριά και τελείως ακάλυπτοι. Ίσως η απόγνωση αυτή τους έκανε να πολεμήσουν τόσο σκληρά, ώστε να αναγκάσουν κατά το μεσημέρι τους Τούρκους να τραπούν σε φυγή.
Για άλλη μια φορά η μεγάλη ευκαιρία της νίκης είχε χαθεί.
Οι επιτιθέμενοι σύμμαχοι ξεπερνούσαν τους αμυνόμενους Τούρκους στο ακρωτήρι Χέλλες έξι προς ένα. Αλλ’ επειδή δεν υπήρχε ανώτερος αξιωματικός με αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες, για να συντονίσει επιτόπου τις ενέργειες των τμημάτων και να ενεργήσει συνδυασμένες επιχειρήσεις, οι σύμμαχοι, παρ’ ότι είχαν υπεροχή σε δυνάμεις και θέσεις, απέτυχαν του σκοπού τους. Οι Τούρκοι έφυγαν απ’ τη μάχη αλλά οι σύμμαχοι έφυγαν απ’ την ακτή.
Το μόνο μέρος των όλων επιχειρήσεων που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν επιτυχία ήταν εκείνο του γαλλικού τμήματος στην ασιατική πλευρά των Στενών. Στο Κουμ-Καλαί. Εκεί οι Γάλλοι, με ένα σύνταγμα των αφρικανικών κτήσεων σε μάχη σώμα με σώμα, κυρίεψαν ένα σημαντικό τουρκικό οχυρό που έλεγχε την είσοδο των Στενών. Οι Τούρκοι εδώ είχαν τραπεί σε φυγή. Αλλά, πάνω στη στιγμή της νίκης, οι Γάλλοι διατάχτηκαν να αποσυρθούν και να πλεύσουν προς το ακρωτήρι Χέλλες. Το Κουμ-Καλαί ήταν απλώς μια παραπλανητική ενέργεια. Κανένας δεν σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί και να αξιοποιήσει την επιτυχία αυτή.
Ως το μεσημέρι της 26ης Απριλίου είχαν αποβιβαστεί στη Χερσόνησο της Καλλίπολης συμμαχικά τμήματα που αριθμούσαν πάνω από τριάντα χιλιάδες άντρες. Σε κανένα, όμως, απ’ αυτά δεν επιτράπηκε απ’ την ηγεσία τους να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο είχε αποβιβαστεί εκεί.
Στο μεταξύ η αρχική δύναμη των Αυστραλονεοζηλανδών ((ANZACς) είχε ενισχυθεί με άλλους 15 χιλιάδες άντρες. Αλλά και ο εχθρός δεν άφησε τον καιρό να πάει χαμένος. Συγκέντρωσε τον όγκο των δυνάμεών του στα υψώματα Αρί-Μπουρνού, γύρω απ’ τις θέσεις των ANZACς. Κατά το σβήσιμο της μέρας οι Αυστραλονεοζηλανδοί είχαν αποκλειστεί σ’ ένα μικρό κι ανοιχτό τμήμα της παραλίας, χωρίς καμιά προστασία και κάλυψη.
Κατά τα μεσάνυχτα ο στρατηγός Μπίρντγουντ κατάφερε να στείλει  ένα σήμα στο πλοίο του αρχιστράτηγου Χάμιλτον, με το οποίο του ζητούσε την άδεια υποχώρησης των δυνάμεών του κι απαγκίστρωση απ’ τις ακτές. Το σήμα έλεγε:
‘’Οι μέραρχοί μου και οι ταξίαρχοι αναφέρουν ότι φοβούνται, πως οι άντρες τους έχουν αποδιοργανωθεί και πως έχουν τελείως διαλυθεί, ύστερα μάλιστα από εξαντλητική και ηρωική προσπάθεια που κατέβαλαν όλο το πρωί. Ορισμένοι έχουν αποσυρθεί έξω απ’ τη γραμμή της μάχης και δεν μπορούν να επανασυνδεθούν λόγω των δυσκολιών του εδάφους. Ακόμα και η ταξιαρχία των Νεοζηλανδών, η οποία μόλις πρόσφατα πήρε μέρος στη μάχη, έχει μεγάλες απώλειες και έχει σε κάποιο βαθμό αποθαρρυνθεί. Εάν οι δυνάμεις μου ξαναδεχτούν αύριο νέους κανονιοβολισμούς και νέες επιθέσεις, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα γενικής συμφοράς, καθότι δεν διαθέτω κανένα ξεκούραστο τμήμα, για να το προωθήσω στην πρώτη γραμμή προς ανακούφισή τους. Αντιλαμβάνομαι πως η αναφορά μου αυτή είναι πολύ σοβαρή αλλά αν πρέπει να αποσυρθούμε από δω αυτό πρέπει να γίνει αμέσως’’.
Χιλιάδες ζωές μπορούσαν να σωθούν την ώρα που ο Χάμιλτον στριφογύριζε στα δάχτυλά του το σήμα του Μπίρντγουντ, πάνω στο αγγλικό θωρηκτό. Αλλά η εξέλιξη των γεγονότων δεν κρίθηκε απ’ την αναφορά του σωματάρχη. Κρίθηκε από ένα άλλο δεύτερο σήμα, που είχε φτάσει στον αρχιστράτηγο, πριν αποφασίσει πώς να απαντήσει στο πρώτο.
Το δεύτερο σήμα προέρχονταν απ’ τον υποπλοίαρχο Χώου Στόκερ, κυβερνήτη του αυστραλέζικου υποβρυχίου ΑΕ2. Το υποβρύχιο είχε μπει μέσα στα Δαρδανέλια, αναδύθηκε στην επιφάνεια και έπλευσε κατά μήκος των Στενών κάτω απ’ τα πυροβόλα των παράκτιων οχυρών. Οι ομοβροντές των εχθρικών κανονιών το ανάγκασαν να ξανακαταδυθεί και να περάσει κάτω απ’ το θαλάσιο ναρκοπέδιο των Τούρκων. Για να ελέγξει την περιοχή και να εξακριβώσει τη θέση του, αναγκάστηκε να αναδυθεί δυο φορές μέσα στο ναρκοπέδιο και να δεχτεί και τις δυο φορές τις ομοβροντίες των πυροβόλων των ακτών. Τελικά ο Στόκερ έφτασε μπροστά στον τουρκικό στόλο που στάθμευε πέρα απ’ το ναρκοπέδιο και εκτόξευσε μια τορπίλη πάνω σ’ ένα εχθρικό καταδρομικό. Το καταδρομικό έρχονταν ολοταχώς επάνω του και το υποβρύχιο μόλις και πρόλαβε να βυθιστεί και να αποφύγει τη σύγκρουση. Η τορπίλη, όμως, βρήκε το στόχο της. Ο τουρκικός στόλος αναστατώθηκε. Αντιτορπιλικά και άλλα ελαφρά σκάφη κινήθηκαν αμέσως. Ο υποπλοίαρχος κράτησε το σκάφος ακίνητο στο βυθό για 16 ώρες, διαβάζοντας στο πλήρωμα προσευχές κι αποσπάσματα απ’ την Αγία Γραφή. Ήταν μέρα Κυριακή.
Μόλις οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την αναζήτηση του υποβρυχίου, το ΑΕ2 έφυγε έξω απ’ τα Στενά και τηλεγράφησε την επιτυχία του στη ναυαρχίδα.
Ο ταλαντευόμενος Χάμιλτον πήρε το σήμα του Στόκερ και κατακυριεύτηκε από το μοναδικό ευχάριστο της ημέρας. Επηρεασμένος δε κυριολεκτικά απ’ αυτό αποφάσισε να στείλει την  παρακάτω απάντηση στο Μπίρντγουντ, που του είχε ζητήσει νωρίτερα έγκριση αποχώρησης του σώματός του:
‘’Τα νέα σας είναι πραγματικά σοβαρότατα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά να γαντζωθείτε στο έδαφος και να μείνετε σκαλωμένοι σ’ αυτό. Θα χρειαστούν τουλάχιστο δυο μέρες για να αποσυρθείτε στα πλοία. Στο μεταξύ ένα αυστραλέζικο υποβρύχιο, που κατόρθωσε να εισβάλει στα Στενά, τορπίλισε ένα καταδρομικό των εχθρών. Ο στρατηγός Ουέστον, παρά τις βαριές του απώλειες, θα προελάσει αύριο, γεγονός το οποίο θα ανακουφίσει τα τμήματά σας απ’ τις πιέσεις που δέχονται. Στείλτε προσωπικό μήνυμα στους άντρες σας, ώστε, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, να κρατήσουν το έδαφός τους. Περάσατε το δύσκολο στάδιο. Το μόνο που έχετε να κάνετε τώρα είναι να γαντζωθείτε, να γαντζωθείτε, να γαντζωθείτε στις θέσεις σας, ώσπου να είστε ασφαλείς’’.
Κι αυτοί ‘’γαντζώθηκαν, γαντζώθηκαν, γαντζώθηκαν.’ Το μόνο που έκαναν.
Μέσα σε μια παραλιακή λουρίδα, φάρδους εκατό περίπου μέτρων, διάσπαρτη από δυο και πλέον χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και με τα γύρω υψώματα και τους λόφους γεμάτους Τούρκους οι Αυστραλονεοζηλανδοί έσκαψαν όπως-όπως χαντάκια και προπετάσματα, άλλα στις απότομες πλαγιές κι άλλα στα ισάδια των ακτών και χώθηκαν σ’ αυτά. Το ίδιο, αλλά με την άνεσή τους, έκαναν και οι Τούρκοι πάνω στις κορφές των λόφων και στα φρύδια των γκρεμών.
Το μεγαλεπίβουλο ‘’Σχέδιο Καλλίπολης’’, μέσα σε λίγες μόνο ώρες απ’ την εφαρμογή του, είχε απολήξει στην ίδια φριχτή κατάσταση του πολέμου των χαρακωμάτων που επικρατούσε στο γαλλικό μέτωπο κι όπου χάνονταν εκατομμύρια ζωές χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Οι άντρες στον όρμο ANZAC και στο ακρωτήριο Χέλλες ήταν γραφτό να μείνουν σε κείνα τα χαρακώματα και σε κείνα τα λαγούμια για άλλους οχτώ μήνες και έπρεπε οι απώλειες των συμμάχων να φτάσουν τις 250 χιλιάδες πριν η περηφάνια των αρχηγών τους καταδεχτεί να ενδώσει, ώστε να τους επιτρέψει να δουν την ήττα τους και να διατάξουν την υποχώρηση του αποδεκατισμένου στρατού τους.
Στις 29 Απριλίου έφτασαν νέα στο Λονδίνο που έλεγαν ότι ‘’η εκστρατεία της Καλλίπολης δεν απέβη επιτυχής όσο ελπιζόταν’’. Τα νέα αυτά δεν προέρχονταν απ’ τον αρχιστράτηγο Χάμιλτον, ο οποίος, διαστρέφοντας την αλήθεια, απέφυγε να ανακοινώσει την αποτυχία της αποστολής του. Τα νέα για την καταστροφή ανακοινώθηκαν απ’ το ναυτικό.
Τα τμήματα που μάχονταν απεγνωσμένα στη στεριά ζητούσαν κάθε μέρα επιγόντως ενισχύσεις. Και ξεκούραστες εφεδρείες υπήρχαν μπόλικες στην Αίγυπτο. Εκεί είχε συγκεντρωθεί αρχικά η όλη δύναμη για την εκστρατεία στη Μεσόγειο κι εκεί υπήρχε πληθώρα στρατού, που έμενε αργός και άπρακτος, περιμένοντας εντολή να αναχωρήσει για την Καλλίπολη. Αλλά ο Χάμιλτον ουδέποτε στράφηκε προς το στρατόπεδο αυτό. Και τούτο, είτε γιατί δεν γνώριζε ότι υπήρχαν στο Κάιρο δυνάμεις στη διάθεσή του, είτε το γνώριζε αλλά, από ανόητη περηφάνια, δεν ήθελε να τις χρησιμοποιήσει. Πάντως, όσο πιθανό φαίνεται το πρώτο, τόσο κουτό είναι το δεύτερο. Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη ακριβώς. Όλοι, όμως, οι διοικούντες την εκστρατεία γνώριζαν ότι η κατάσταση στο μέτωπο ήταν τραγική. Την τραγικότητα αυτή είδαν από κοντά οι κυβερνήσεις των πλοίων που επισκέφτηκαν την περιοχή και πληροφόρησαν σχετικά το Λονδίνο.
Έτσι, με τον καιρό κι ύστερα από εντολή του Λονδίνου, οι ενισχύσεις έπλευσαν προς την Καλλίπολη. Δεκαέξι μεραρχίες αποβιβάστηκαν συνολικά στη Χερσόνησο. Ήταν όμως αργά, γιατί οι Τούρκοι με το Μουσταφά Κεμάλ είχαν μεταφέρει τις καλύτερες μονάδες τους στο στενό μέτωπο του μικρού προγεφυρώματος της Καλλίπολης.
Μέσα σε δυο βδομάδες, ύστερα απ’ την αρχική απόβαση, ο στρατηγός Ουίλσον είχε χάσει 6,5 χιλιάδες άντρες στο ακρωτήρι Χέλλες, χωρίς να πετύχει τίποτα. Οι στρατιώτες αποδεκατίζονταν απ’ τα πολλά και εύστοχα πυρά των Τούρκων και οι τραυματίες πέθαιναν από έλλειψη ιατρικής περίθαλψης. Επιπλέον, τα πυρομαχικά τους ήταν ελάχιστα και οι οβίδες σπάνιζαν πολύ. Οι επιθέσεις με εφ’ όπλου λόγχη και οι συγκρούσεις σώμα με σώμα που έφερναν βαριές απώλειες ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Η κατάσταση και στον όρμο ANZAC ήταν η ίδια αν όχι χειρότερη. Σε κάθε στρατιώτη δίνονταν δυο σφαίρες την ημέρα, εκτός από περιπτώσεις συγκρούσεων μεγάλης διάρκειας.
Κατά μήκος της πρώτης γραμμής τα χαρακώματα των αντιμαχόμενων στρατευμάτων ήταν τόσο πολύ κοντά, που σε πολλά σημεία πλησίαζαν στα 30 ή και 25 μέτρα. Οι στρατώτες ζούσαν σαν τους αρουραίους στις λασπωμένες και βρόμικες τρύπες τους, ενώ στις ακρογιαλιές οι τραυματίες πέθαιναν ομαδικά πάνω στα φορεία τους απ’ το ασταμάτητο κανονίδι των εχθρών.
Στις 18 Μαΐου έγινε στον όρμο ANZC η αιματηρότερη μάχη όλης της εκστρατείας. Οι Τούρκοι είχαν φέρει νέες εφερδείες, που τώρα ξεπερνούσαν τους συμμάχους κατά τρία προς ένα. Οι Αυστραλονεοζηλανδοί, όσοι είχαν απομείνει εκεί κι ήταν ακόμα ικανοί για πόλεμο, έφταναν τις δώδεκα χιλιάδες. Στις 5 το απόγευμα το τουρκικό πυροβολικό άρχισε ένα σφοδρό κανονιοβολισμό γύρω και πάνω στους ANZCς, που ήταν ο σφοδρότερος που είχαν ποτέ τους δει οι στρατιώτες του Νότου. Ο βομβαρδισμός αυτός συνεχίστηκε όλη τη νύχτα και τους καθήλωσε στα λαγούμια τους. Στις 3 το πρωί ο στρατηγός Μπρίντγουντ διέταξε όλους τους άντρες του να είναι έτοιμοι, για να αντιμετωπίσουν αναμενόμενη επίθεση των εχθρών. Αμέσως τα τμήματα πήραν θέσεις, έβαλαν εφ’ όπλου λόγχη και περίμεναν. Ο βομβαρδισμός των τουρκικών πυροβόλων κάποια στιγμή σταμάτησε. Απόλυτη ησυχία επικράτησε σ’ όλη τη γραμμή. Ξαφνικά ένας αλαλαγμός ακούστηκε κι ατέλειωτα στίφη Τούρκων ξεχύθηκαν απ’ τα χαρακώματά τους κι όρμησαν πάνω στους Αυστραλονεοζηλανδούς. Κύματα-κύματα εισορμούσαν οι Ασιάτες στη στενή ζώνη που χώριζε τα αντίπαλα χαρακώματα, όπου θερίζονταν κυριολεκτικά πριν κατορθώσουν να την διαβούν. Οι λιγοστοί που κατάφερναν να την περάσουν καρφώνονταν απ’ τις ξιφολόγχες των ANZACς κι έπεφταν νεκροί μέσα στα αυστραλονεοζηλανδικά χαρακώματα. Κάθε φορά, όμως, που ένα τούρκικο κύμα εξολοθρεύονταν απ’ τα συγκεντρωτικά πυρά και τις ξιφολόγχες των συμμάχων, άλλο ξεπηδούσε πίσω απ’ τα στηθαία των χαρακωμάτων κι επιτίθονταν, για να βρει κι αυτό την τύχη του προηγούμενου.
Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν όλο το πρωί και κράτησαν ως το μεσημέρι. Όταν οι Τούρκοι αρχηγοί διέταξαν να σταματήσουν οι επιθέσεις, 10 χιλιάδες απ’ τους άντρες τους είχαν σκοτωθεί. Και οι μισοί απ’ αυτούς λίγες μόνο γυάρδες μακριά απ’ τα συμμαχικά χαρακώματα.
Τις ώρες και μέρες που ακολούθησαν, ύστερα απ’ την απόσυρση και των δύο πλευρών στα οχυρά τους, επικράτησε και πάλι στο μέτωπο σχετική ησυχία. Την  ησυχία αυτή ξέσχιζαν οι κραυγές και τα βογκητά εκείνων που είχαν πέσει βαριά τραυματισμένοι στην ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στα χαρακώματα. Κι όσο οι κραυγές αραίωναν, τόσο η οσμή της σήψης των σωμάτων φούντωνε κι ο κίνδυνος γενικών επιδημιών αυξάνονταν.
Οι ANZACς πρότειναν στο Χάμιλτον να διαπραγματευτεί κάποια εκεχειρία με τους Τούρκους για την ταφή των νεκρών. Αλλά ο εγωιστής στρατηγός αρνήθηκε, λέγοντας πως μια τέτοια πρόταση θα έπρεπε να γίνει από μέρους των Τούρκων. Όμως, παρ’ όλες τις δυστροπίες του, οι εθελοντές στρατιώτες απ’ τους Αντίποδες πήραν οι ίδιοι την υπόθεση στα χέρια τους και στις 20 Μαΐου ύψωσαν μια σημαία του Ερυθρού Σταυρού πάνω στο οχυρό ενός προχωρημένου σημείου της πρώτης γραμμής. Η σημαία πυροβολήθηκε αμέσως απ’ τους Τούρκους και το κοντάρι της χτυπήθηκε απ’ τις σφαίρες και έσπασε. Τότε συνέβη κάτι το πραγματικά απίστευτο. Μούγκρισε και τραντάχτηκε ο τόπος. Όλα τα όπλα του μετώπου έβαλαν με μιας. Το παραμικρό ξεμύτισμα έξω απ’ τα αμπριά ήταν, για όποιον το αποτολμούσε, σίγουρος θάνατος.
Μόλις κατασίγασαν τα πυρά ένας Τούρκος στρατιώτης πετάχτηκε ξαφνικά από ένα χαράκωμα και, με τα χέρια ψηλά, χειρονομώντας και φωνάζοντας, πέρασε τη λουρίδα γης που χώριζε τις αντίπαλες γραμμές κι έφτασε λαχανιασμένος μπροστά στους Αυστραλούς. Με σπασμένα γαλλικά, ζήτησε συγνώμη για τον πυροβολισμό της σημαίας από μέρους τους και βιαστικός ξαναγύρισε στις γραμμές του. Σε λίγα λεπτά μια λευκή σημαία με κόκκινη ημισέλινο υψώθηκε στο απέναντι εχθρικό χαράκωμα. Απόλυτη σιγή ξαπλώθηκε παντού.
Ο στρατηγός Ουώκερ, διοικητής της 1ης αυστραλέζικης μεραρχίας σηκώθηκε όρθιος, βγήκε απ’ το χαράκωμά του κι άρχισε σιγά-σιγά να προχωρεί ανάμεσα στα πτώματα προς τις τουρκικές γραμμές. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Μόνο τα αργά βήματα του στρατηγού τράνταζαν τη σιωπή. Πέντε Τούρκοι αξιωματικοί βγήκαν απ’ τα αμπριά τους και ήρθαν να τον συναντήσουν. Μίλησαν γαλλικά και πρόσφεραν ο ένας στον άλλο τσιγάρα. Χιλιάδες κεφάλια ανασηκωμένα μέσα απ’ τα χαρακώματα κι απ’ τις δυο πλευρές του μετώπου παρακολουθούσαν με κρατημένη την ανάσα τη συνάντηση αυτή.
Ύστερα από δέκα περίπου λεπτά οι αξιωματικοί αποχώρησαν με την υπόσχεση πως το απόγευμα θα ξανασυναντηθούν, για να συζητήσουν για μια εκεχειρία.
Στις 24 Μαΐου έγινε ‘’υποστολή των όπλων’’, για να δοθεί χρόνος στην κάθε πλευρά να θάψει τους νεκρούς της.
Τώρα, οι δυο αντίπαλοι, ο ένας δίπλα στον άλλο και, κάτω απ’ την καθοδήγηση Αυστραλών αξιωματικών, έσκαβαν ομαδικούς τάφους κι ετοίμαζαν την τελευταία κατοικία των άμοιρων συναδέλφων τους.
Ο Σκωτσέζος αξιωματικός Κάμπτον Μακένζυ, γνωστός σε μας τους Έλληνες απ’ τις εξιστορήσεις του για τα γεγονότα του Ρούπελ το 1916 και τις δραστηριότητες του βασιλιά Κωνσταντίνου και των ανθρώπων του παλατιού υπέρ των Γερμανών, ο οποίος τότε υπηρετούσε στο επιτελείο του Χάμιλτον, επισκέφτηκε το μέτωπο εκείνη τη μέρα και περιγράφει έτσι σ’ ένα βιβλίο του το τι αντίκρυσε:
«Παντού Τούρκοι έσκαβαν κι έσκαβαν ασταμάτητα τάφους για τους συμπατριώτες τους, που αποσυντίθονταν σε σωρούς εκείνη τη ζεστή μέρα του Μάη. Η εντύπωση που δημιούργησε στο μυαλό μου εκείνη η σκηνή έσβησε κάθε άλλη που είχα ως τότε σχηματίσει για την τρομαχτικότητα των γραμμών των ANZACς. Το μυαλό μου δεν είχε θέση για τίποτε άλλο απ’ όσα συνέβαιναν σε κείνη την περιοχή. Θυμάμαι πως τίποτε δεν μπορούσε να εξαλείψει απ’ την όσφρησή μου τη μυρουδιά του θανάτου για 15 και πλέον μέρες. Δεν βρίσκονταν κανένα αρωματικό φυτό που να έχει τόσο άρωμα, ώστε να μπορέσει να μετριάσει και να διώξει την οσμή του θανάτου από γύρω μου . . .».
Η εκεχειρία επρόκειτο να λήξει στις 4 και 30’ το απόγευμα της 24ης Μαΐου. Μισή ώρα νωρίτερα Τούρκοι και Αυστραλοί στρατιώτες, που ως τώρα έσκαβαν δίπλα-δίπλα κι έθαβαν συναδέλφους τους, πρόσφεραν ο ένας στον άλλο τσιγάρα, φρούτα κι άλλα μικροδωράκια για ενθύμια. Στο τέλος αντάλλαξαν με βαθιά λύπη χειραψίες και γύρισαν ο καθένας στο χαράκωμά του.
Λίγο μετά τις 4 και 30’ κι αφού όλοι είχαν αποσυρθεί στα οχυρά, κάποιος Τούρκος έριξε έναν πυροβολισμό. Οι Αυστραλοί απάντησαν κι ο πόλεμος ξανάρχισε. Ελάχιστες μόνο διακοπές έγιναν στη διάρκεια των υπόλοιπων εφτά ημερών. Το κακό συνεχιζόταν κάθε μέρα.
Στις 6 Αυγούστου ο Χάμιλτον εξαπέλυσε νέα επίθεση στον κόλπο της Σούβλας, βόρεια απ’ τις θέσεις των ANZACς. Ο εχθρός υπερκεράστηκε κυριολεκτικά και έφυγε πίσω κακήν-κακώς. Κατά το τέλος της μέρας οι σύμμαχοι υπερτερούσαν στην περιοχή αυτή κατά δεκαπέντε προς ένα.
Αλλά και τούτη τη φορά η επιτυχία πήγε χαμένη. Διαταγές για περαιτέρω προέλαση όχι μόνο δεν ήρθαν έγκαιρα αλλά δεν ήρθαν καθόλου. Οι Τούρκοι ανασυγκροτήθηκαν και πάλι, έφεραν ενισχύσεις και έκλεισαν εύκολα τα κενά τους. Επαναλήφτηκε κι εδώ η παλιά ιστορία της αδράνειας και της σύγχυσης, που εξουδετέρωσε κι έσβησε την επιτυχία. Επήλθε κι εδώ τελμάτωση στις επιχειρήσεις κι επικράτησε η ρουτίνα του πολέμου των χαρακωμάτων.
Καθώς το 1915 προχωρούσε, η ζωή είχε γίνει κόλαση για κείνους που βρίσκονταν στο ακροτήρι Χέλλες. Οξύτατη δυσεντερία ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο το στρατό και περίπου χίλιοι στρατιώτες διώχνονταν την εβδομάδα απ’ το μέτωπο εξαιτίας της. Τα τρία τέταρτα των Αυστραλονεοζηλανδών ήταν σοβαρά προσβλημένοι απ’ αυτή. Επίσης, μισοί και παραπάνω απ’ αυτούς έπασχαν από δερματικά νοσήματα, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους στα υγρά και βρόμικα χαρακώματα. Η τροφή ήταν άσχημη και δεν υπήρχε καθόλου πηγαίο ή τρεχούμενιο νερό στην περιοχή. Πόσιμο νερό για το στρατό έρχονταν με τα πλοία απ’ την Αίγυπτο, 750 μίλια μακριά. Στη διάρκεια του καλοκαιριού σύννεφα από μύγες σκέπαζαν όλο το στρατόπεδο κι επιτάχυναν την εξάπλωση των επιδημιών.
Τελικά, ο χειμώνας πρόσθεσε κι άλλο ένα κακό. Κρυοπαγήματα σε 15 χιλιάδες στρατιώτες.
Τον Οκτώβριο ο ολέθριος Χάμιλτον παύτηκε κι ανακλήθηκε στην Αγγλία κι αρχιστράτηγος ανέλαβε ο στρατηγός σερ Τσαρλς Μόνρο. Ο Μόνρο ανέφερε αμέσως στο Πολεμικό Συμβούλιο στο Λονδίνο:
‘’Τα στρατεύματα στη Χερσόνησο, εκτός απ’ τα τμήματα των Αυστραλών και Νεοζηλανδών, δεν είναι ικανά για μια συνεχή καταπόνηση που επιδιώκεται από απειροπόλεμους αξιωματικούς. Χρειάζεται εκγύμναση των ανδρών και αναμόρφωση των συνθηκών σε ορισμένες μονάδες. Έχω λοιπόν τη γνώμη, ότι άλλη μια από μέρους μας προσπάθεια διάσπασης των τουρκικών γραμμών δε θα μας προσφέρει καμιά ελπίδα επιτυχίας. Θέτοντας τα πράγματα σε καθαρώς στρατιωτική βάση εισηγούμαι την εκκένωση της Χερσονήσου.’’
Οι πολιτικοί συζήτησαν και ξανασυζήτησαν το πράγμα, διαφωνούντες και διαξιφιζόμενοι μεταξύ τους, ώσπου τελικά, ύστερα κι από επίσκεψη του υπουργού πολέμου Κίτσινερ στο μέτωπο, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το ‘’Μέγα Σχέδιο’’ και να εκκενώσουν τη Χερσόνησο. Ο Τσόρτσιλ παραιτήθηκε και πήγε να διοικήσει ένα τάγμα πεζικού στο γαλλικό μέτωπο. Η γαλλική κυβέρνηση έπεσε.
Ο εμπνευστής του ‘’σχεδίου’’ περιέγραψε με πικρία το ρόλο του στρατηγού Μονρό και με τρεις μόνο λέξεις: «Ήρθε, είδε, παραδόθηκε.»
Ο κόλπος της Σούβλας και ο όρμος ANZAC εκκενώθηκαν το Δεκέμβριο του 1915, το δε ακροτήρι Χέλλες νωρίς τον επόμενο μήνα.
Μια από τις καταστροφικότερες περιπέτειες της ιστορίας είχε πάρει τέλος. Μισό εκατομμύριο συμμαχικού στρατού αντιμετώπισε μισό εκατομμύριο Τούρκων για οχτώ μήνες. Και το αποτέλεσμα ήταν: Συμμαχικές απώλειες 252 χιλιάδες άντρες. Απώλειες των Τούρκων 251 χιλιάδες άντρες.
Σε τούτο το μέτωπο, ακόμα κι ο θάνατος ήρθε ‘’αμφίρροπος’’ και με κάποια σχεδόν απόλυτη ‘’ισορροπία’’.