Wednesday, December 8, 2010

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΟΥΠΕΛ


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΟΥΠΕΛ

Η Ιστορία ενός λαού δεν είναι μόνον οι λαμπρές του νίκες και τα φανταχτερά κι ένδοξα κατορθώματά του, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της και τα σφάλματα και οι αποτυχίες του, γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένο, τα μελανά αυτά σημεία της ζωής του, όσο σκοτεινά κι αν είναι, να γίνονται γνωστά και να κοινολογούνται ανεπηρέαστα, σαν καθαρώς ιστορικά γεγονότα και να ερευνούνται με το ίδιο ενδιαφέρον, όσο κι εκείνα που τον προβάλλουν σα λαό και λαμπρύνουν το παρελθόν του.
Γιατί, ο λαός που θέλει πραγματικά να διδαχτεί απ’ την ιστορία του και να παραδειγματιστεί απ’ τα σφάλματά του, πρέπει, παράλληλα με τα λαμπρά κι ευχάριστα κατορθώματά του, να μαθαίνει και τα σκοτεινά και δυσάρεστα ‘’επιτεύγματα’’ των προγόνων του.
Έτσι, η αντικειμενική ανάλυση των λαθών και η ανεπηρέαστη μελέτη των σφαλμάτων του παρελθόντος, παράλληλα με τα λαμπρά του κατορθώματα, να γίνει φάρος και οδηγός, που θα τον νουθετεί, θα τον διδάσκει και θα τον παραδειγματίζει, ώστε να βαδίζει σωστά στο παρόν αλλά και να χαράσσει καθαρά κι αλάνθαστα την πορεία του στο μέλλον
Η ιστορία της Ελλάδας, αν δεν είναι η αρχαιότερη και πλουσιότερη ιστορία όλων των λαών της γης, είναι πάντως η μεστότερη και η πιο ποικίλη σε σπουδαίες πρωτοβουλίες και προσφορές σ’ όλους τους τομείς της εξέλιξης του ανθρώπου, με έντονα και δυνατά πρότυπα και παραδείγματα ζηλευτά κι αξιομίμητα.
Και δεν είναι η ιστορία μας, όπως και η ιστορία κάθε άλλου λαού, μεστή μόνον από κάθε είδους λαμπρούς αγώνες και απαράμιλλους ηρωισμούς, οι οποίοι και δόξασαν το όνομα της φυλής μας σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Περιέχει και αποτυχίες, σφάλματα, προδοσίες, ήττες, εγωισμούς και συμφεροντολογίες πολιτικών αρχηγών μας, στρατιωτικών ηγητόρων μας και θρησκευτικών εθναρχών και ποιμεναρχών μας, οι οποίοι σκίασαν και λέρωσαν πολλές σελίδες της και οι οποίες, δυστυχώς, δεν κοινολογήθηκαν όσο έπρεπε ή δεν κοινολογήθηκαν καθόλου, αλλά αποσιωπήθηκαν και αποσιωπούνται συστηματικά και αποφεύγονται προσεχτικά, όταν οι εκάστοτε καταστάσεις σταχυολογούν τα καλά και συμφέροντα μόνο για να συγγράψουν την ιστορία, την ‘’επίσημη’’ θα έλεγα ιστορία κι εκείνη που ενδέχεται να διαβάσει ο πολύς κόσμος.
Είναι αλήθεια πως η φιλοπατρία των Ελλήνων έγινε τρανό σύμβολο στους λαούς και οι αγώνες της Ελλάδας για τη λευτεριά, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην πορεία του κόσμου. Πολλοί απ’ τους αγώνες αυτούς έγιναν φωτεινά παραδείγματα και άλλοι πάλι με τη σπουδαιότητά τους σημάδεψαν βαθιά τα βήματα της Οικουμένης και άλλαξαν τον ρου της μοίρας των λαών.
Ενδοξότατες είναι οι σελίδες του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας. Λαμπρότατη η πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σπουδαίες και καθοριστικές για όλον τον κόσμο οι μάχες της Πύδρας, της Κορίνθου της Κωνσταντινούπολης. Θαυμαστοί και απίστευτοι οι αγώνες του ’21 και της Εθνικής Αντίστασης. Αναρίθμητες οι μεμονωμένες ατομικές πράξεις ή οι συλλογικές προσπάθειες των απλών Ελλήνων, που και το όνομά τους λάμπρυναν και την πατρίδα τους δόξασαν.
Αλλά, μέσα στη μακραίωνη πορεία του ο λαός αυτός έκανε και λάθη. Άλλα μεν συμπτωματικά, τυχαία και άθελά του, άλλα δε εσκεμμένα κι από κακή πρόθεση των κατά καιρούς ποικίλων αρχηγών του. Κι είναι ανάγκη να γνωρίζει ο σημερινός Έλληνας, παράλληλα με τα λαμπρά κατορθώματα της φυλής του κι αυτά τα λάθη των προγόνων του στην ολότητά τους, ώστε, με βάση τα παθήματα του παρελθόντος και γνώμονα την καλή θέληση, την εξαίσια ψυχική του έξαρση και την κατάλληλα κι ανυστερόβουλα καλλιεργούμενη γνώση και αρετή του, να χαράσσει σωστά και υπεύθυνα το δρόμο του μέλλοντός του.
Χαρά στους λαούς που γνώρισαν και αναγνώρισαν τα λάθη τους. Οι λαοί αυτοί, γνωρίζοντας το πραγματικό ιστορικό τους χθες, υπολόγισαν καλύτερα το αύριο και χάραξαν με πεποίθηση σταθερή πορεία στη ζωή τους.
Και αλίμονο στους λαούς εκείνους, που αγνόησαν τα σφάλματά τους, είτε γιατί εσκεμμένα τους τα απέκρυψαν ή γιατί σκόπιμα τους τα σερβίρισαν διαφορετικά και παραποιημένα οι επιτήδειοι. Οι λαοί αυτοί, αγνοώντας το πραγματικό τους παρελθόν, βάδισαν και βαδίζουν ταλαντευόμενοι, στοχεύοντας, αν στοχεύουν, σε πολύ ασαφείς, ακαθόριστους και θολούς  στόχους. Προχωρούν παραπέοντας κι έχουν ανάγκη βακτηρίας για να στηριχτούν.
Και τρισαλίμονο πάλι σε κείνους τους λαούς, που, ενώ έχουν οπωσδήποτε ανάγκη βακτηρίας για να στηριχτούν, ψάχνουν να βρουν τη βακτηρία αυτή, όχι στην ιστορική τους αλήθεια, αλλά στην πολύ πρόχειρη πολιτικολογία και στο φτηνό κι εφήμερο φτωχοκομματισμό.
Θα προσπαθήσω να φέρω στο φως όσο μπορέσω περισσότερες απ’ αυτές τις συστηματικά καταπλακωμένες αλήθειες και να τις κάνω όσο γίνεται προσιτές στον πολύ κόσμο.
Στην προσπάθειά μου αυτή δεν πρόκειται να ασχοληθώ με φανταχτερές κι εντυπωσιακές νίκες κι επιτυχίες της φυλής μας, ούτε με σπουδαία και πασίγνωστα κατορθώματα του λαού μας. Αντίθετα. Πρόκειται να εμβαθύνω περισσότερο και να ξεσκεπάσω όσο γίνεται καταχωνιασμένες απ’ τους διάφορους κατά καιρούς συμφεροντολόγους αλήθειες, τις οποίες, όταν μάθουμε εμείς οι απλοί άνθρωποι, πολλά έχουμε να ωφεληθούμε και σαν άτομα και σαν Έθνος, όταν τις εκτιμήσουμε σωστά.
Τα δυσάρεστα αυτά γεγονότα, που, όσο δυσάρεστα κι αν είναι, δεν παύουν να είναι μια αδιάσειστη ιστορική πραγματικότητα, αν και ερχόμενα στο φως θα ξαφνιάσουν και θα ξενίσουν πολλούς, είναι τόσο σπουδαία και τόσο διδακτικά, ώστε δεν παύουν να αποτελούν κι αυτά, από διδακτικής πάντοτε άποψης και από άποψης παραδειγματισμού, μεγάλες και ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας μας.
Μια τέτοια άγνωστη για τους πολλούς πτυχή της ιστορίας μας είναι και η ιστορία του Ρούπελ.
Στην αναφορά μου αυτή θα προχωρήσω χωρίς καμιά προκατάληψη και τελείως ανεπηρέαστα από κομματισμούς και πολιτικές τοποθετήσεις, με μόνο και μοναδικό σκοπό μου την ιστορική αλήθεια.
Τα στενά του Ρούπελ βρίσκονται ανάμεσα στα ορεινά συγκροτήματα του Ορβήλου και του Μπέλες. Είναι μια στενωπός μήκους περίπου 10 χιλιομέτρων και πλάτους από 500 μέχρι 2000 μέτρα. Κατά μήκος της στενωπού αυτής ρέει ο Στρυμόνας ποταμός και δίπλα του περνάει ο δρόμος Τζουμαγιάς – Σιδηροκάστρου, ο οποίος συνεχίζει προς τον κάμπο των Σερών.
Μπαίνοντας στα στενά απ’ το ελληνικό έδαφος, περνάμε τη σιδηροδρομική γραμμή που πάει στα Πορόια και Δοβά-Τεπέ κι αριστερά μας, στους πρόποδες του Μπέλες, στον ορεινό όγκο της Σουλτανίτσας, συναντάμε το χωριό Βέτρινα και πιο βαθιά και στο δεξί μας χέρι βλέπουμε να υψώνεται σκυθρωπός και επιβλητικός ένας ορεινός όγκος, πάνω στον οποίο βρίσκεται το ξακουστό οχυρό του Ρούπελ. Το οχυρό αυτό δεσπόζει της όλης περιοχής, γι’ αυτό κι επικράτησε ολόκληρη η στενωπός να ονομάζεται ‘’Ρούπελ’’ ή τα ‘’Στενά του Ρούπελ’’.
Οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν ‘’Ροπέλιον’’ ή ‘’Ρουπέλιον’’ κι εδώ κρίθηκαν οι τύχες πολλών στρατών και το μέλλον διαφόρων κατά καιρούς ηγεμόνων.
Στα στενά του Ρούπελ ο Θεόδωρος ο 2ος , ο Λάσκαρης, το 1256 νίκησε κατά κράτος το στρατό του βουλγαρικής καταγωγής στρατηγού του Δραγωτά, ο οποίος είχε στασιάσει εναντίον του.
Επίσης, στα σενά του Ρούπελ νικήθηκε κατά κράτος ο βουλγαρικός στρατός του Σαμουήλ απ’ το Βασίλειο τον 2ο στη μάχη του Κλειδιού το 1014.
Κι άλλες φορές στη Βυζαντινή εποχή και στην εποχή της Τουρκοκρατίας στρατοί νικήθηκαν ή νίκησαν μέσα στα αφιλόξενα φαράγγια των Στενών.
Κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο η 7η βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Θεοδώρωφ πέρασε στις 12 Οκτωβρίου 1912 τα Στενά και κατέβηκε προς νότο, χωρίς να συναντήσει αντίσταση των Τούρκων, εκτός από μια μικρή μάχη που έδωσε στις 19 Οκτωβρίου κοντά στο χωριό Βέτρινα με τα υπολείμματα του στρατού του στρατηγού Αλή-Ναδίρ πασά. Γιατί το κύριο σώμα του τουρκικού στρατού του Στρυμόνα είχε διαταχτεί να προχωρήσει προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα και να ενισχύσει τα τμήματα του στρατηγού Χασάν-Ταξίτ πασά, που πολεμούσαν στο Σαραντάπορο, όπου και νικήθηκαν φυσικά.
Κατά το δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο η ελληνική στρατιά, που αποτελούνταν απ’ την 1η και την 6η μεραρχία, με στρατηγό τον Μανουσογιαννάκη, πέρασε τα Στενά του Ρούπελ και προχώρησε μέσα στη Τζουμαγιά.
Η νεότερη Ελλάδα, μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913, βλέποντας τη στρατηγική σπουδαιότητα των Στενών, τα οχύρωσε το 1914, κατασκευάζοντας συστηματικά κατά το δυνατό οχυρωματικά έργα και φρούρια. Τα έργα αυτά βελτιώθηκαν αργότερα κι αποτέλεσαν τη γραμμή ‘’Μεταξά’’. Του όλου συγκροτήματος των οχυρώσεων και πάλι δεσπόζει το οχυρό του Ρούπελ σ’ αυτήν την περιοχή.
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το οχυρό του Ρούπελ έπαιξε και πάλι σπουδαιότατο ρόλο, γιατί κατόρθωσε να αντισταθεί στο σιδηρόφραχτο γερμανικό χείμαρο και να σταματήσει τα τρομερά για την εποχή εκείνη γερμανικά τανκς απ’ τις 6 Απριλίου που εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση ως τις 10 Απριλίου το πρωί, οπότε και υπογράφτηκε η ανακωχή απ’ το στρατηγό Τσολάκογλου με σύμπραξη του στρατηγού Μπακόπουλου και του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση και να αναφερθώ σ’ ένα μικρό περιστατικό, το οποίο σκιαγραφεί κάπως τον πρώτο κατοχικό ‘’πρωθυπουργό’’.
Στη μικρασιατική εκστρατεία ο Τσολάκογλου υπηρετούσε με το βαθμό του ταγματάρχη σαν επιτελάρχης της μεραρχίας Δημαρά.
Με την κατάρευση του μετώπου και την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, ο Τσολάκογλου εγκατέλειψε τη μεραρχία του και γύρισε απ’ τους πρώτους στην Αθήνα. Μάλιστα, υπέβαλε και αναφορά στο ΓΕΣ, στην οποία έλεγε ότι ο στρατηγός Δημαράς πέθανε κι ότι αυτός τον έθαψε με τα ίδια του τα χέρια. Τα ίδια δήλωσε και στη γυναίκα του στρατηγού, η οποία μάλιστα έκανε και μνημόσυνο στον άντρα της. Ύστερα, όμως, από λίγο ο στρατηγός γύρισε ζωντανός στην Αθήνα και αποκαλύφτηκαν οι ψευτιές του Τσολάκογλου, γεγονός το οποίο τον έβαλε στο περιθώριο κι έγινε μια απ’ τις αιτίες της βαθμολογικής του στασιμότητας. Ώσπου ήρθε ο Μεταξάς και τον έκανε στρατηγό, για να μας παραδώσει, μαζί με το δεσπότη στους Γερμανούς.

Το ΡΟΥΠΕΛ δεν γονατίζει.

Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στην 6η Απριλίου 1941. Το ξακουστό οχυρό διοικούσε τότε ο αντισυνταγματάρχης Γ. Δουράτος. Η μικρή σε αριθμό συγκριτικά φρουρά των συνόρων είχε να αντιμετωπίσει τη 12η γερμανική στρατιά του Φον Κλιστ και τα Στενά του Ρούπελ το 18ο ορεινό σώμα στρατού του στρατηγού Rohme. Με την εκδήλωση της επίθεσης το φρούριο του Ρούπελ το σφυροκοπούσαν η 5η και η 6η ορεινές γερμανικές μεραρχίες, υποστηριζόμενες από βαρύ πυροβολικό και αεροπλάνα στούκας. Τρεις επιθέσεις έκαναν οι Γερμανοί, ύστερα από καταιγιστικό βομβαρδισμό, αλλά οι Έλληνες στρατιώτες, με εφ’ όπλου λόγχη και μάχη σώμα προς σώμα, συνεχώς τους απωθούσαν και τους έδιωχναν πίσω, προξενώντας τους τεράστιες απώλειες. Το ελληνικό πυροβολικό δεν αστοχούσε και ο εχθρός έχασε πάρα πολλά άρματα μάχης στις επιθέσεις εκείνες.
Αφού κάθε γερμανική προσπάθεια απέτυχε, οι Γερμανοί έφεραν ειδικά φλογοβόλα και μηχανήματα παραγωγής πυκνού καπνού, τα οποία και πάλι δεν απέδωσαν τα προσδοκούμενα αποτελέσματα.
Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί είχαν μπει στη Θεσσαλονίκη, σπάζοντας τη γραμμή της Δοϊράνης, ενώ στο Ρούπελ ακόμα κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Οι Έλληνες φαντάροι έγραφαν εκεί ψηλά και πάλι σελίδες δόξας και ηρωισμού κι αποθανάτιζαν για ακόμη μια φορά το όνομα-σύμβολο του οχυρού.
Όταν, μετά την ανακοχή του Τσολάκογλου, οι Γερμανοί κυρίεψαν τα ερείπια του Ρούπελ κι αντίκρυσαν τους μπαρουτοκαπνισμένους υπερασπιστές του, τους παρέταξαν μπροστά στα μισογκρεμισμένα θρυλικά οχυρά και Γερμανός συνταγματάρχης τους απένειμε τιμές, χαιρετώντας τους στρατιωτικά και συγχαίροντάς τους δια χειραψίας έναν-ένα.
Αυτό ήταν κάτι το μοναδικό στην ιστορία του πολέμου.
Αυτές είναι με πολύ λίγα λόγια οι ένδοξες σελίδες της ιστορίας του Ρούπελ. Υπάρχει, όμως και μια ιστορική πτυχή όχι και τόσο τιμητική, η οποία, χωρίς να επισκιάζει την ιστορία του και την τιμή των υπερασπιστών του, δεν τιμά καθόλου τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της.

Διαμάχη Κωνσταντίνου – Βενιζέλου.

Ας ξεδιπλώσουμε τη δυσάρεστη αυτή πτυχή, η οποία είναι το κύριο σημείο του παρόντος θέματος, ανεπηρέαστα, με μόνο σκοπό να υπηρετήσουμε την ιστορία και να πούμε όλη την αλήθεια.
Μέχρι στιγμής δεν αναφερθήκαμε καθόλου στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά απ’ τον δεύτερο βαλκανικό πηδήσαμε στον δεύτερο παγκόσμιο, παρ’ ότι τόσα πολλά και συνταρακτικά συνέβησαν τότε και συγκεκριμένα στις 14/26 Μαΐου 1916.
Πριν ξαναγυρίσουμε στο Ρούπελ καλά θα είναι να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην τότε επικρατούσα κατάσταση στα Βαλκάνια.
Ύστερα απ’ τους νικηφόρους πολέμους του 12 και 13 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πήγε στη Γερμανία, καλεσμένος απ’ τον κουνιάδο του Κάιζερ. Ο Γερμανός βασιλιάς, για να δέσει περισσότεριο τον Κωνσταντίνο με τη γερμανική πολιτική, του απένειμε τη στρατηγική ράβδο. Στην τελετή της απονομής ο Κωνσταντίνος ευχαρίστησε τον Κάιζερ για την τιμή που του έκανε, λέγοντας πως οι νίκες του ελληνικού στρατού οφείλονται στη γερμανική τέχνη του πολέμου, την οποία διδάχτηκε αυτός και το επιτελείο του στη Γερμανία.
Ο Κωνσταντίνος πραγματικά είχε φοιτήσει στη γερμανική ακαδημία πολέμου του Μονάχου και μάλιστα είχε και συμμαθητή του τον Εσάτ πασά των Ιωαννίνων.
Τα λόγια αυτά του Κωνσταντίνου δημιούργησαν σάλο στη Γαλλία, γιατί η εκπαίδευση τότε του ελληνικού στρατού γινόταν με βάση τους γαλλικούς κανονισμούς και με την επίβλεψη γαλλικής στρατιωτικής αποστολής που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Ο τότε πρωθυπουργός Βενιζέλος αξίωσε απ’ τον Κωνσταντίνο να πάει στο Παρίσι και να κάνει νέες δηλώσεις, ώστε να τακτοποιήσει κάπως τα πράγματα. Έτσι, φάνηκε πλέον ανοιχτά ότι, ο μεν Κωνσταντίνος ήταν υπέρ της γερμανικής πολιτικής, ενώ ο Βενιζέλος υπέρ των Αγγλογάλλων. Η διαφορά αυτή των δύο ηγετών έγινε γρήγορα οξύτερη κι είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης του Βενιζέλου στις 21 Φεβρουαρίου 1915.
Τότε, με τη Σερβία είχαμε συνθήκη συμμαχίας (είχε υπογραφεί το Μάιο του 1913) και όταν οι Αυστριακοί, μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάρδου, στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σεράγιεβο της Σερβίας, κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Σέρβων, η Σερβία ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων, επικαλούμενη την υπάρχουσα συνθήκη. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, αρνήθηκε να βοηθήσει, με τη δικαιολογία ότι ενδέχεται μια τέτοια ενέργεια της Ελλάδας να προκαλέσει την έξοδο της Βουλγαρίας στον πόλεμο.
Η Γερμανία στο μεταξύ είχε παρασύρει την Τουρκία με το μέρος της. Μάλιστα, είχε στείλει στα τουρκικά ύδατα και τα δυο γερμανικά πολεμικά πλοία, το ‘’Γκαιμπέν’’ και το ‘’Μπρεσλάου’’, τα οποία είχαν περάσει τα Στενά των Δαρδανελίων και είχαν ενωθεί με τον τουρκικό στόλο. Τότε ζήτησε η Γερμανία απ’ την Ελλάδα να αγνοήσει την υπάρχουσα συνθήκη φιλίας και συμμαχίας που είχε με τη Σερβία και να επιτεθεί εναντίον της. Στη γερμανική αυτή πρόταση ο Βενιζέλος απάντησε: «Η Ελλάδα είναι πολύ μικρό κράτος για να κάνει μια τόσο μεγάλη ατιμία».
Αντίθετα με τις αξιώσεις της Γερμανίας, ο Βενιζέλος πλησίασε την Αντάντ και προσπάθησε με κάθε τρόπο να πάρει με το μέρος των συμμάχων και τη Βουλγαρία. Έστειλε δε τρία υπομνήματα στο βασιλιά Κωνσταντίνο, προσπαθώντας να τον πείσει να δεχτεί κι αυτός, ώστε η Ελλάδα να πάρει το συντομότερο θέση ανοιχτά πλέον στο πλευρό των συμμάχων. Τα υπομνήματα αυτά δεν έγιναν τελικά δεκτά και ο Βενιζέλος στις 21 Φεβρουαρίου 1915 παραιτήθηκε. Στις 24 ορκίστηκε η κυβέρνηση Γούναρη. Σύντομα έγιναν εκλογές και ξαναβγήκε πάλι ο Βενιζέλος (Αύγουστος 1915).
Στα τέλη Ιουλίου υπογράφτηκε Βουλγαροτουρκική συμφωνία και Βουλγαροαυστριακή συμμαχία. Τον Αύγουστο η Βουλγαρία πήρε μεγάλο δάνειο από γερμανικές Τράπεζες κι αμέσως υπογράφτηκε βουλγαρογερμανική συμμαχία, με υπόσχεση της Βουλγαρίας να βγει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1915 η Βουλγαρία κηρύσσει γενική επιστράτευση και στις 10 αναγκαστικά επιστρατεύεται και η Ελλάδα. Στις 18 άρχισε η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη με άδεια της ελληνικής κυβέρνησης και τη συγκατάθεση του βασιλιά Κωνσταντίνου, με σκοπό να σπεύσουν σε βοήθεια της συμμάχου τους Σερβίας. Στις 30 αποβιβάζεται και ο αρχιστράτηγος των συμμάχων στα Βαλκάνια Γάλλος στρατηγός Σεράιγ.

Αξέχαστη συνεδρίαση της Ελληνικής Βουλής.
Ιστορική απάντηση του Βενιζέλου.

Το βράδυ της 21ης προς 22η Σεπτεμβρίου γίνεται η ιστορική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, για να εξεταστεί η κατάσταση και να παρθούν αποφάσεις σχετικά με τη στάση της Ελλάδας ύστερ’ απ’ τις νέες εξελίξεις. Κάποια στιγμή ρωτάει ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Θεοτόκης το Βενιζέλο: «Τι θα κάμεις αν, σπεύδοντας σε βοήθεια των Σέρβων, συναντήσεις γερμανικές λόγχες»; Και ο Βενιζέλος απαντάει σταθερά: «Θα κάμω το καθήκον μου». Αμέσως η κυβέρνηση παύτηκε απ’ το βασιλιά και διορίστηκε πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος Χαΐμης.
Στις 23 Οκτωβρίου άρχισε η Αυστρογερμανική επίθεση κατά των Σέρβων και στις 29 επιτέθηκαν και οι Βούλγαροι. Οι Σέρβοι ζήτησαν τη βοήθεια των Ελλήνων αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.
Δυο μέρες νωρίτερα, το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου, έγινε άλλο επεισόδιο στη Βουλή, γνωστό σαν ‘’Επεισόδιο Γιαννακίτσα.’’
Ο στρατηγός Γιαννακίτσας ήταν υπουργός των Στρατιωτικών και είχε υποβάλει νομοσχέδιο στη Βουλή για τη χορήγηση πρόσθετου επιδόματος επιστράτευσης στους αξιωματικούς. Ο βουλευτής του Βενιζέλου Βλάχος μίλησε κατά του νομοσχεδίου και κατηγόρησε τον υπουργό, λέγοντας πως υποβάλλει χωρίς ντροπή ένα τόσο διασπαστικό νομοσχέδιο μεταξύ αξιωματικών και στρατιωτών σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Ο Γιαννακίτσας θύμωσε και νευριασμένος εγκατέλειψε τη Βουλή. Παραιτήθηκε κι από υπουργός και έγινε αρχιυπασπιστής του βασιλιά. Έγινε ψηφοφορία και, παρ’ ότι αποδοκιμάστηκε η κυβέρνηση και κλήθηκε ο βασιλιάς να σπεύσει σε βοήθεια των Σέρβων, δεν έγινε τίποτα.
Οι Σέρβοι δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση των Γερμανοαυστριακών και των Βουλγάρων. Λόγω δε του μεγάλου όγκου των επιτιθέμενων οι Σέρβοι και οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοί τους υποχώρησαν. Τότε η κυβέρνηση Σκουλούδη δήλωσε πως θα αφοπλίσει όποιον Σέρβο ή Αγγλογάλλο στρατιώτη μπει μέσα στο ελληνικό έδαφος. Διαμαρτυρίες και διαβήματα του Γάλλου πρεσβευτή στην Αθήνα Γκυγεμέν δεν απέδωσαν τίποτα.
Ύστερ’ απ’ τη στάση αυτή της κυβέρνησης και η θέση του Γάλλου αρχιστράτηγου Σεράιγ στη Θεσσαλονίκη γινόταν δύσκολη, γι’ αυτό και οι Γάλλοι άρχισαν να περιχαρακώνουν την πόλη και να δημιουργούν έτσι ένα μεγάλο στρατόπεδο.
Οι Σέρβοι, υποχωρώντας μέσω Αλβανίας, κατέφυγαν στην Κέρκυρα, όπου και ανασυγκροτήθηκαν. Όταν ζήτησαν απ’ την ελληνική κυβέρνηση, να τους επιτρέψει να περάσουν μέσο Ιτέας και Μπράλου στη Μακεδονία κι από κει να μπουν στη Σερβία και να συνεχίσουν τον πόλεμο, δεν τους δόθηκε η άδεια.
Στο μεταξύ, στη Θεσσαλονίκη είχαν συγκεντρωθεί 118 χιλιάδες σερβικού στρατού, που έφτασε εκεί κάνοντας το γύρο της Πελοποννήσου, η σερβική Βουλή και ο Σέρβος αρχιστράτηγος αντιβασιλιάς Αλέξανδρος. Οι Σέρβοι μάλιστα, ύστερ’ απ‘ την εχθρική στάση της Ελλάδας, ζητούσαν απ’ το Σεράιγ και τους συμμάχους, να ανακηρύξουν τη Θεσσαλονίκη σερβικό έδαφος και προσωρινή πρωτεύουσα της Σερβίας, μια που οι σερβικές αρχές και τόσος σερβικός στρατός βρίσκονταν εκεί και να διοριστεί Σέρβος Νομάρχης. Ο Σεράιγ, όμως, δεν ήθελε να προχωρήσει σε ένα τέτοιο μέτρο, παρ’ ότι η ελληνική κυβέρνηση των Αθηνών τάσσονταν ανοιχτά πλέον υπέρ των Γερμανών και των Βουλγάρων.

Το δράμα του Ρούπελ.

Στις 13 Μαΐου του 1916, πρωί-πρωί, δυο βουλγαρικά συντάγματα της 7ης μεραρχίας, μαζί με ισχυρές γερμανικές μονάδες ιππικού και άλλα στρατιωτικά τμήματα, άρχισαν να κινούνται μέσα στην κοιλάδα του Στρυμόνα και κατά τις 11 το πρωί έφτασαν μπροστά στο οχυρό Ρούπελ. Γερμανός αξιωματικός παρουσιάστηκε στο διοικητή του φρουρίου ταγματάρχη Μαυρουδή και ζήτησε την παράδοση του οχυρού. Ο Έλληνας ταγματάρχης αρνήθηκε να παραδώσει το φρούριο και, υπακούοντας στις γενικές διαταγές περί προστασίας των συνόρων, διέταξε ‘’πυρ’’ εναντίον των προηλαυνόντων εχθρικών τμημάτων, τα οποία και υποχώρησαν προς το ύψωμα Κούλα. Το ελληνικό πυροβολικό έριξε 24 βολές και σταμάτησε, μια και οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν. Ο Μαυρουδής ανέφερε αμέσως το γεγονός στον προϊστάμενό του συνταγματάρχη Μπαϊρά, διοικητή της 3ης μεραρχίας, στην οποία κι αυτός ανήκε και στο στρατηγό Μεσσαλά, διοικητή του φρουρίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος ήρθε σε επαφή με το Γενικό Επιτελείο Στρατού στην Αθήνα. Η αναφορά του στρατηγού Μεσσαλά έφτασε στα χέρια του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά. Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ήταν τότε ο στρατηγός Δούσμανης.
Όπως μας λέει ο Άγγλος λοχαγός Compton Mackenzie αξιωματικός της στρατιωτικής αστυνομίας του εκστρατευτικού σώματος στα Βαλκάνια, στο βιβλίο του ‘’Ελληνικές Αναμνήσεις,’’ ο στρατηγός Δούσμανης και ο αδερφός του ναύαρχος Δούσμανης και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, καθώς και άλλοι κυβερνητικοί επίσημοι είχαν τακτικές επαφές με το Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα Her Holfman και άλλους Γερμανούς επισήμους. Μάλιστα, συγκεκριμένα (σελ. 135-136) συναντήθηκαν στις 5 Ιουνίου στο σπίτι του διοικητή των Μηχανοκινήτων μεταφορών του στρατού Δελαπόρτα και στις 7 στο σπίτι του επιτελάρχη του 1ου Σώματος Στρατού Παπαβασιλείου.
Κατά τις 3 το απόγευμα έφτασε στο Ρούπελ διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης του Σκουλούδη να παραδοθεί το οχυρό στους Γερμανούς και Βουλγάρους. Οι Έλληνες στρατιώτες υπερασπιστές του οχυρού δεν πίστευαν στ’αυτιά τους. Παρ’ όλη τη μεγάλη λύπη των φρουρών, κλήθηκε ο Γερμανός λοχαγός Thiel Rittmeister, διοικητής του γερμανικού ιππικού και τα χαράματα της 14ης Μαΐου 1916 συντάχτηκε σχετικό πρωτόκολλο και το οχυρό παραδόθηκε στους Γερμανούς και στους Βουλγάρους.

Η δουλικότητα του Σκουλούδη.

Το Ρούπελ δεν το παρέδωσε στην ουσία ο Μαυρουδής. Το παρέδωσε απ’ την Αθήνα η Τριανδρία: Σκουλούδης, Γιαννακίτσας, Μεταξάς. Το τόσο σπουδαίο για την ασφάλεια της χώρας οχυρό, το οποίο ο Σκουλούδης υποτιμητικά χαρακτήριζε ‘’ανασχετικόν οχυρωμάτιον’’ είχε καταδικάσει νωρίτερα ο ίδιος, όταν, απαντώντας σαν πρωθυπουργός σε σχετική αξίωση των Γερμανοβουλγάρων για την παράδοσή του σ’ αυτούς, δήλωσε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση. Μάλιστα, ο ανεκδιήγητος Σκουλούδης, μετά την παράδοση, ζήτησε και συγνώμη απ’ το Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα Πασάρωφ, για τον τραυματισμό Βουλγάρων στρατιωτών με τις βολές του Μαυρουδή και παρακαλούσε το Βούλγαρο πρωθυπουργό Ροδοσλαύωφ να τον συγχωρήσει.

Το παλάτι άντρο προδοτών.

Αλλά και ο ρόλος του παλατιού δεν ήταν λιγότερο επαίσχυντος στην παράδοση του οχυρού.
Με εντολή της βασίλισσας Σοφίας παρέλαβε ο αρχηγός των Επιστράτων των Αθηνών Δημ. Καρέλης απ’ το στρατηγό Δούσμανη τους χάρτες των οχυρών του Ρούπελ και τους παρέδωσε στο Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα.
Η εγκυκλοπαίδεια της Πρωίας λέει χαρακτηριστικά: ‘’Το οχυρό παραδόθηκε στους Γερμανοβουλγάρους, οι οποίοι και αιχμαλώτισαν τας εν αυτώ ελληνικάς στρατιωτικάς δυνάμεις’’.
Η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια προσθέτει με λεπτομέρειες ότι επιπλέον παραδόθηκαν δύο πυροβόλα των 15 εκατοστών, δύο των 75 χιλιοστών, 800 βλήματα και 1.200.000 φυσίγγια.
Η δε Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη στον 5ο τόμο και στη σελίδα 328 λέει πιο κατηγορηματικά: ‘’ . . . η κυβέρνηση Σκουλούδη παρέδωσε το Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους στις 13 με 14 Μαΐου 1916.’’
Αυτή είναι η πρώτη και μοναδική φορά που το ονομαστό και ένδοξο φρούριο παραδόθηκε αμαχητί απ’ τους κατόχους του στους αντιπάλους.
Χαρακτηριστικό είναι, όπως μας λέει σ’ άλλο σημείο ο Mackenzie, ότι, όταν το Ρούπελ ζούσε την αγωνία και το δράμα της παράδοσής του, ελληνικά τμήματα στρατού έκαναν ασκήσεις επίθεσης κατά της Αθήνας υπό την εποπτεία του στρατιωτικού διοικητή της Αθήνας συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλου, αρχηγού της στρατιωτικής ένωσης βασιλοφρόνων. Μάλιστα, ο Σκουλούδης είχε δηλώσει πως οσονδήποτε κι αν προχωρήσουν οι Βούλγαροι προς νότον η Αθήνα οπωσδήποτε θα αμυνθεί.
Κι ενώ υπογράφονταν, σε εκτέλεση της διαταγής των Αθηνών, το πρωτόκολλο παράδοσης του Ρούπελ πολλοί στρατιώτες του φρουρίου αρνήθηκαν να παραδοθούν, αλλά με δάκρυα στα μάτια και αγανάκτηση στην καρδιά έφυγαν με τα όπλα τους προς τις Σέρρες και την Καβάλα και μάλιστα ανασυντάχτηκαν και συγκρούστηκαν αργότερα με τον προελαύνοντα προς νότο γερμανοβουλγαρικό στρατό.
Η παράδοση αυτή του Ρούπελ έκανε πάταγο μέσα κι έξω απ’ την Ελλάδα. Όλες οι εφημερίδες –ελληνικές και ξένες- εκτός απ’ τις πολυφιλοκυβερνητικές, περιέγραψαν την πράξη αυτή της κυβέρνησης με τα χειρότερα λόγια, μη διστάζοντας να την χαρακτηρίσουν και σαν προδοσία.
Στις 15 Μαΐου 1916, η εφημερίδα ‘’Πατρίς’’ έγραφε: ‘’Επί του ισχυροτέρου των ελληνικών φρουρίων . . . κυμματίζει από χθες, αντί της κυανολεύκου η βουλγαρική σημαία . . .’’
Την ίδια μέρα η ‘’Ακρόπολις’’ έγραφε: ‘’Το τρομερόν, το απίσιον, το απίστευτον . . . είναι η υπό των Γερμανοβουλγάρων κατοχή του φρουρίου του Ρούπελ, το οποίον η ελληνική φρουρά . . . μετά διαταγής της ελληνικής κυβερνήσεως, το εγκατέλειψε . . . ‘’
Επίσης, στις 15 Μαΐου 1916 η ‘’Εστία’’ έγραφε: ‘’ . . . Και ο ελληνικός στρατός διατάσσεται από την κυβέρνησή του να τα παραδίδει (τα φρούρια κ.λ.π.). Και καταβιβάζεται η ελληνική σημαία και ανυψούται η βουλγαρική. Και ο ελληνικός στρατός κλείει τα μάτια του, δια να μη βλέπει και σφίγγει την γενναίαν του ψυχή, ίνα ανθέξει εις το απροσδόκητον θέαμα. Αληθινόν μαρτύριον . . .’’.
Στα τέλη Ιουλίου οι Βούλγαροι προχώρησαν προς τις Σέρρες, αλλά η 6η μεραρχία, με διοικητή το συνταγματάρχη Χριστοδούλου, αντιτάχτηκε και μάλιστα ο τότε λοχαγός Γ. Κονδύλης, παρά τις διαταγές της κυβέρνησης, πολέμησε επί τρεις μέρες στο οχυρό της Φαιάς Πέτρας. Επίσης, το 18ο σύνταγμα της μεραρχίας πολέμησε στην περιοχή του Δεμίρ-Ισάρ, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί στρατιώτες, καθώς και ο υπολοχαγός Κουκουλέτσας και ο λοχαγός Πανταζόπουλος.

Η παράδοση του Δου Σώματος Στρατού.

Με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κινήθηκαν να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, με τη συμφωνία, δήθεν, να μην μπουν στις Σέρρες, Δράμα και Καβάλα. Όταν, όμως, κατέλαβαν τα γύρω οχυρά της Καβάλας, αξίωσαν και την παράδοση του 4ου Σώματος Στρατού, που έδρευε στην πόλη αυτή. Ο σωματάρχης Χατζόπουλος συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο απ’ όλους τους μεράρχους, εκτός απ’ τον μέραρχο της 5ης μεραρχίας της Δράμας, στον οποίο οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν την έξοδο απ’ την πόλη και αποφασίζεται η παράδοση του Σώματος στους Άγγλους. Υπογράφεται μάλιστα και σχετικό πρωτόκολλο τιμής.
Οι Άγγλοι πρόσφεραν πλοία στο Χατζόπουλο, για να περάσει το 4ο Σώμα στο Βόλο. Ο Χατζόπουλος, όμως, προτίμησε να παραδοθεί στους Βουλγάρους και στις 11 τη νύχτα της 29ης Αυγούστου (10 Σεπτεμβρίου) το 4ο Σώμα Στρατού περνάει τις βουλγαρικές προφυλακές και παραδίνεται με τον οπλισμό του στους εχθρούς. Έτσι, το ένα πέμπτο του πολεμικού υλικού της Ελλάδας παραδόθηκε στους Βουλγάρους. Επιπλέον, τεράστιες ποσότητες στάρι, μεγάλες δεξαμενές βενζίνης, καπνά αξίας 40 εκατομμυρίων χρυσών δραχμών κλπ. έπεσαν στα χέρια των Βουλγάρων.
Το απόγευμα της 30ής Αυγούστου ένας Βούλγαρος ιππέας κατέβασε την ελληνική σημαία απ’ το Λιμεναρχείο της Καβάλας και ύψωσε τη βουλγαρική. Κι έτσι, ο Βούλγαρος τσάρος Φερδινάνδος, δυο μέρες αργότερα, θα πει με περηφάνια σε διάγγελμά του, ότι ο βουλγαρικός στρατός έχει πια απελευθερώσει και ενώσει με τη Βουλγαρία ολόκληρη τη βουλγαρική Μακεδονία.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η τραγωδία του πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας.
Έτσι λοιπόν, τον Αύγουστιο του 1916 ο σωματάρχης στρατηγός Χατζόπουλος παρέδωσε ολόκληρο το 4ο  Σώμα Στρατού και 400 Έλληνες αξιωματικοί και 6000 στρατιώτες μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς στη Γερμανία.
Η εφημερίδα ‘’Έθνος’’ έγραφε στις 31 Αυγούστου 1916: ‘’Οι Βούλγαροι μπαίνουν στην Καβάλα και απάγουν αιχμαλώτους τους Έλληνες στρατιώτες . . . ‘’
Ο ‘’Ελεύθερος Τύπος’’ της 1ης Σεπτεμβρίου 1916 έγραφε: ‘’Η Καβάλα παρεδόθη και ο εν αυτή ελληνικός στρατός είναι αιχμάλωτος . . .’’
Η ‘’Εστία’’ της ίδιας μέρας έλεγε: ‘’Κατάρα στους υπεύθυνους . . . δεν είναι ένοχος ο πτωχός εκείνος στρατός, ούτε δειλίας, ούτε λιποταξίας. Διαταγάς εκτελεί . . . ‘’

Η Εκκλησία συμπαραστέκεται στους ενόχους.

Οι πρωταίτοιοι αυτής της τραγωδίας κατηγόρησαν λίγο αργότερα και το Βενιζέλο σαν προδότη της πατρίδας του, παρ’ ότι σύντομα εκείνος επέστρεψε πανηγυρικά στην Ελλάδα και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας του τόπου μας και η προσωπικότητά του και το κύρος του απέκτησαν παγκόσμια ακτινοβολία. Μάλιστα, η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδας το απόγευμα της 12/25 Δεκεμβρίου 1916 αναθεμάτισε το Βενιζέλο σε δημόσια τελετή στο Πεδίο του Άρεως. (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς).
Στην ιεροτελεστία του αναθέματος χοροστάτησε ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, περιστοιχισμένος από συνοδικούς και από πλήθος παπάδων.
Πρώτος ο Θεόκλητος έριξε το λίθο του αναθέματος λέγοντας:
‘’Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου, συλλαμβάνοντος αρχιερείς  και επιβουλευομένου Βασιλείαν και Πατρίδαν, ανάθεμα έστω’’.
Και  τελείωσε ο φανατικός Θεόκλητος την λειτουργία του με τα εξής λόγια: ‘’Τοιούτος βασιλεύς δεν εκθρονίζεται. Τον αναμένει το αυτοκρατορικό διάδημα των Κωνσταντίνων. Καίσαν, Αύγουστε εσύ νικάς’’.
Ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και έφυγε απ’ την Ελλάδα την 1η Ιουνίου 1917.
Και, σα να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, στις 22 Ιουλίου 1917 ο μητροπολίτης Αθηνών Αμβρόσιος και ο αρχιεπίσκοπος Αττικής Νικηφόρος κυκλοφόρησαν και αφοριστική ανοιχτή επιστολή, της οποίας το κείμενο, παρμένο από αγγλικό βιβλίο, έχει σε μετάφραση ως εξής:

                                       Αθήναι 22 Ιουλίου 1917
                                            Ανοιχτή επιστολή
                                         του Μητροπολίτου Αμβροσίου
                                      και του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου
                             προς τους ψηφοφόρους αδελφούς εν Χριστώ.

Ημείς, οι υπογεγραμμένοι, λαβόντες υπ’ όψιν την έμμονην αξίωσιν των χιλιάδων Ελλήνων εφέδρων οπλιτών και πολιτών, αφορίζομεν τον Ελευθέριον Βενιζέλον, ως ένοχον εσχάτης προδοσίας. Ο άνθρωπος αυτός έχει προδώσει το Έθνος ημών εις τους Αγγλογάλλους. Είναι υπεύθυνος δια το τελεσίγραφον των Τριών Δυνάμεων, το οποίον επροξένησεν τόσην πικρίαν εις τον πολυαγαπημένον μας βασιλέα. Το τελεσίγραφον αυτό απεστάλη με την απαίτησιν, όπως ο ευγενής βασιλεύς μας αναγκασθεί να αναθέσει την κυβέρνησιν εις αυτόν τον μισθοφόρον Συνεγαλέζικον τράγον, τον Βενιζέλον, τον υποκινητήν της πυρκαϊάς του Τατοΐου.
Επάνω εις τον προδότην Βενιζέλον ημείς ρίπτομεν αφορισμόν, προσευχόμενοι επί πλέον όπως αι κάτωθι συμφοραί επιπέσουν επ’ αυτού:
Αι λύπαι του Ιώβ.
Η μοίρα του Ιωνά.
Η λέπρα του Ιεχωβά.
Το σκότος των νεκρών.
Αι καταιγίδες της κολάσεως.
Η αγωνία των αποθνησκόντων.
Η κατάρα του Θεού και των ανθρώπων.
Το ίδιον ανάθεμα επιρίπτομεν και επάνω εις όλους εκείνους, οι οποίοι θα ψηφίσουν δια τον προδότην Βενιζέλον εις τας προσεχείς εκλογάς. Επι πλέον ημείς θα προσευχηθώμεν, όπως τα χέρια αυτών των ψηφοφόρων ξεραθούν και όπως όλοι τους κωφαθούν τελείως και τυφλωθούν. Αμήν.
                                                                           Υπογραφές
                                                               Αμβρόσιος Μητροπολίτης
                                                               Νικηφόρος Αρχιεπίσκοπος

Αργότερα θα γράψει ο ποιητής Γεώργιος Σεφέρης:
‘’Θυμάμαι τ’ απομεσήμερο της 12/25 Δεκεμβρίου 1916 –παιδί τότε 16 χρόνων- είδα από ένα παραθύρι της οδού Μπουμπουλίνας, το ελεεινό θέαμα του όχλου, με δεσποτάδες και παπάδες, που κουβαλούσαν πέτρες, για το ανάθεμα του Βενιζέλου. Την αηδία που μ’ έπνιγε στο Πολύγωνο, μπροστά στο φριχτό μνημείο με τα κερατοφόρα καύκαλα από τραγιά στην κορφή του . . .’’
Αυτή ήταν, με όσο γινόταν λιγότερα λόγια και χωρίς σχόλια η σκοτεινή πτυχή της ιστορίας του Ρούπελ, την οποία ανέφερα, για να γίνει γνωστή κι άλλη μια αλήθεια, ώστε, σιγά-σιγά, να μάθουμε οι πολλοί εμείς, ο λαός, πολλές τέτοιες αλήθειες, ολόκληρη αν είναι δυνατόν την αληθινή ιστορία μας, για να μπορέσουμε κάποτε, παραδειγματιζόμενοι απ’ τα λάθη μας και τα σφάλματα του παρελθόντος μας, να χαράξουμε οι ίδιοι το σωστό δρόμο της μελλοντικής μας πορείας.

No comments:

Post a Comment