Wednesday, March 23, 2011

ΔΕΥ, ΑΓΓΛ. ΑΠΟΚΛ. ΑΓΓΛΟΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ Μάιος 1854 – Φεβρουάριος 1857


ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΓΓΛΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ
ΑΓΓΛΟΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Μάιος 1854 – Φεβρουάριος 1857
Αλέκου Ν. Αγγελίδη

‘’Σαρκασμός διασκεδαστικός, η αποδιδομένη πομπώδης προσωνυμία -Ευεργέτηδες Δυνάμεις της Ελλάδος- δι’ όσους ενθυμούνται την μεγίστην πολιτικήν ζημίαν, ην η ροπή των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων επήνεγκεν εις την Ελλάδα’’.

G. Finley
Ιστορία της Ελλάδος



ΞΕΝΟΚΡΑΤΙΑ

Δογματικές και άλλες διαφορές πάντοτε υπήρχαν ανάμεσα στην Καθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία πολύ πριν από το οριστικό σχίσμα του 1054. Αλλά οι διαφορές αυτές, με το πέρασμα των χρόνων, έχασαν την έντασή τους και σιγά-σιγά οι οξύτητες  αμβλύνθηκαν κι επικράτησε σχετική ηρεμία στο σύνολο των λαών των δύο δογμάτων. Βέβαια, δεν έλειψε κατά καιρούς η αναζωπύρωση του μίσους των δύο Εκκλησιών. Οι διενέξεις, όμως, αυτές είχαν μάλλον τοπικό χαρακτήρα, χωρίς να παίρνουν γενικές διαστάσεις.
Κατά το 1851, όμως, λόγω του επικρατούντος τεταμένου διεθνούς πολιτικού κλίματος και ύστερα από τη δημοσίευση και κυκλοφορία των υβριστικότατων λιβελογραφημάτων του Γάλλου περιηγητή λογίου Ευγενίου Βορέ και του Γάλλου Ιησουίτη Δυφούρ εναντίον των ορθοδόξων χριστιανών και ιδιαίτερα των χριστιανών της Παλαιστίνης, νέες προστριβές προέκυψαν μεταξύ των δύο Εκκλησιών, με επίκεντρο την κυριότητα και κατοχή των ιερών Σεβασμάτων των Αγίων Τόπων. Οι διαφορές αυτές γρήγορα οξύνθηκαν και πήραν μορφή σοβαρή και χαρακτήρα γενικότερο και με ταχύτητα εξελίχθηκαν σε ευρύτερα και δραματικότερα διεθνή γεγονότα.
Ακόμα από την άλωση της Ιερουσαλήμ απ’ τους Άραβες το 637, επί πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου, ο πορθητής της Αγίας Πόλης Χαλίφης Ομέρ, πάνω στις διαπραγματεύσεις με τον πατριάρχη για την παράδοση της Πόλης, παραχώρησε με επίσημο φιρμάνι όλους αυτούς τους τόπους, με τους ναούς και τα μοναστήρια τους, μαζί και με άλλα προνόμια στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Επομένως και μόνο μ’ αυτό το φιρμάνι, που είχε κύρος διεθνούς συμφωνίας, οι Άγιοι Τόποι ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Επακολούθησαν και άλλα μεταγενέστερα φιρμάνια που επικύρωναν, ενίσχυαν και αύξαναν τα δικαιώματα αυτά του εκεί Πατριαρχείου. Μόνο με την κυρίευση της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους, τον Ιούλιο του 1099 και την ίδρυση του φραγκικού κράτους της Ιερουσαλήμ, η Δυτική Εκκλησία επιβλήθηκε στους Ορθόδοξους και απέκτησε για μερικά χρόνια κυριαρχικά δικαιώματα επί των Αγίων Τόπων. Τότε, διορίστηκε Λατίνος πατριάρχης στην Ιερουσαλήμ και ο Ορθόδοξος διώχτηκε και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη.
Αλλά, όταν κατά το τέλος του 13ου αιώνα το φραγκικό κράτος της Ιερουσαλήμ διαλύθηκε απ’ τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και η Παλαιστίνη ξανακυριεύτηκε απ’ τους Οθωμανούς, αποκαταστάθηκε και πάλι στους Αγίους Τόπους το καθεστώς που κατά το οθωμανικό δίκαιο επικρατούσε και παλαιότερα και τα περισσότερα (όλα σχεδόν) των Ιερών Σεβασμάτων περιήλθαν και πάλι στη δικαιοδοσία και κυριότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι Άγιοι Τόποι επανήλθαν υπό την προστασία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και ο εξορισμένος απ’ τους Λατίνους πατριάρχης Ιεροσολύμων επέστρεψε στο Πατριαρχείο του.
Ύστερα από την επιστροφή του ορθόδοξου πατριάρχη, ο Λατίνος πατριάρχης εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ και δεν ξανατοποθετήθηκε καθολικός Ιεράρχης στην Αγία Πόλη μέχρι το 1846.
Μετά τους Μαμελούκους και ο Οθωμανός σουλτάνος Σελήμ ο Α’ (1512-1520), ο οποίος κατέλυσε το κράτος των Μαμελούκων, σεβάστηκε και αναγνώρισε το καθεστώς που ίσχυε στους Αγίους Τόπους και το διατήρησε. Ο γιος του Σελήμ, όμως, ο Σουλεϊμάν ο Α’ (1520-1566) ανέπτυξε διαίτερες φιλικές σχέσεις με το Φραγκίσκο τον Α’ της Γαλλίας (1515-1541) μέχρι του σημείου, ο χριστιανός Φραγκίσκος και συνάψει και συμμαχία με τον οθωμανό Σουλεϊμάν κατά του χριστιανού Καρόλου του Ε’ της Ισπανίας (1519-1556), γεγονός το οποίο εξέπληξε όλο το χριστιανικό κόσμο. Έτσι, ο Σουλεϊμάν ο Α’ αναγνώρισε τη Γαλλία ως προστάτιδα της Καθολικής Εκκλησίας της Παλαιστίνης. Τότε, οι Λατίνοι μοναχοί της Ιερουσαλήμ άρχισαν και πάλι να εγείρουν αξιώσεις επί των Αγίων Τόπων. Σύντομα, όμως, αποκαταστάθηκαν και πάλι τα πράγματα υπέρ των Ορθοδόξων και,με το άγρυπνο ενδιαφέρον του τσάρου και τη βοήθεια της Ρωσίας, διατηρήθηκε το καθεστώς αυτό αδιάβλητο και κατά την ταραχώδη περίοδο των απελευθερωτικών αγώνων του 1821 και ύστερα απ’ αυτούς. Επίσης, αδιάβλητο έμεινε το καθεστώς υπέρ των Ορθοδόξων και κατά το διάστημα της δεκαετούς κατοχής της Παλαιστίνης απ’ τους Αιγύπτιους (1831-1841). Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και απ’ τους Οθωμανούς στα μετέπειτα χρόνια μέχρι το 1851, με μόνη τη διαφορά ότι κατά το 1846, ύστερα από έξι αιώνες, εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ Λατίνος πατριάρχης.
Την εποχή αυτή ανέβηκε στον παπικό θρόνο της Ρώμης ο πάπας Πίος ο Θ’, ο οποίος προσπάθησε να πλησιάσει την Ανατολική Εκκλησία, με την επιθυμία ‘’να την ξαναφέρει στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας’’. Διόρισε πατριάρχη στην Ιερουσαλήμ τον Βαλέργα, ο οποίος κατ’ επανάληψη είχε έρθει κατ’ εντολή του πάπα σε επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προσπαθώντας να πετύχει κάποια συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών. Ο Βαλέργας, μετά το διορισμό του, μπήκε πανηγυρικά στην Αγία Πόλη και ενθρονίστηκε στις 2/14 Ιανουαρίου 1846.
Ο καθολικός, όμως, κλήρος, παρ’ ότι μηδαμινός στους τόπους της Ανατολής, πάντοτε εποφθαλμιούσε τα εκκλησιαστικά αυτά κτίσματα και κατά το 1851 και με αφορμή λιβελογραφήματα του Βορέ και του Δυφούρ, όπως θα δούμε παρακάτω, ήγειρε εντονότερες αξιώσεις επί των Αγίων Τόπων και απαίτησε απ’ την Πύλη, να παραχωρηθούν με νέο φιρμάνι όλα ή τα περισσότερα από τα ιερά σεβάσματα στους Καθολικούς. Έτσι και με την επέμβαση της Γαλλικής διπλωματίας κατόρθωσε, ώστε να παραπεμφθεί από το σουλτάνο σε τριμελή διεθνή επιτροπή η εξέταση και η λύση του ζητήματος των διεκδικήσεων αυτών των Καθολικών.
Η συσταθείσα επιτροπή ήταν μάλλον γαλλοτουρκική παρά διεθνής, γιατί αποτελούνταν από Γάλλους και Τούρκους. Από γαλλικής πλευράς συμμετείχαν ο Γάλλος πρόξενος Βόττα και ο διερμηνέας της γαλλικής πρεσβείας και από τουρκικής πλευράς ο γαλλόφιλος Τούρκος Εμίν Εφέντης, ο οποίος τοποθετήθηκε και πρόεδρος της επιτροπής. Για να αφαιρεθεί κάθε λόγος μελλοντικής τυχόν διαμαρτυρίας κατά των αποφάσεων της επιτροπής από μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Πύλη προσπάθησε να παρουσιάσει σαν αντιπροσωπευόμενο στην επιτροπή αυτή και το Πατριαρχείο, γι’ αυτό κι επίτηδες διάλεξε και διόρισε ως τελευταίο μέλος της επιτροπής το μέγα λογοθέτη του Πατριαρχείου Ν. Αριστάρχη. Ο Αριστάρχης, ως εκπρόσωπος του ηγεμόνα της Βλαχίας είχε διαμαρτυρηθεί μαζί με τους εκπροσώπους των ηγεμόνων Μολδαβίας και Σερβίας πριν από λίγο καιρό στο σουλτάνο, προσπαθώντας να αποτρέψει τυχόν υποχωρήσεις της Τουρκίας στις διεκδικήσεις των Καθολικών επί των Αγίων Τόπων. Η παρουσία του Αριστάρχη στην επιτροπή δεν επηρέαζε τη σύστασή της, γιατί και αν ακόμα ο μέγας λογοθέτης είχε διαφορετική γνώμη, η φωνή του καταπνιγόταν απ’ τη γαλλοτουρκική πλειοψηφία και επομένως δεν ήταν δυνατό να ακουστεί και να φέρει αποτελέσματα.
Έτσι, η επιτροπή αυτή, στην οποία επικρατούσε απόλυτα η γαλλική επιρροή, αποφάσισε τελικά, όπως άλλωστε ήταν και επόμενο, να λυθεί το ζήτημα των Αγίων Τόπων υπέρ των Καθολικών. Ύστερα από αυτή την απόφαση, επρόκειτο να εκδοθεί διάταγμα του σουλτάνου επικυρωτικό των αποφάσεων της επιτροπής, με το οποίο θα αφαιρούνταν όλα σχεδόν τα Ιερά Σεβάσματα από τους Ορθοδόξους και θα παραχωρούνταν στους Καθολικούς.
Ο καθολικισμός πανηγύριζε για την επιτυχία του αυτή και οι εφημερίδες στη Γαλλία έγραφαν επινίκια και υπογράμμιζαν ότι ο θρίαμβος αυτός των Καθολικών στην Ανατολή δεν ήταν απλώς κατόρθωμα θρησκευτικό αλλά και νίκη πολιτική.
Μια τέτοια λύση υπέρ της Γαλλίας, αν έπαιρνε οριστική μορφή, θα ελάττωνε τα μέγιστα το κύρος του τσάρου, θα εξασθενούσε επικίνδυνα την προστατευτική δύναμη της Ρωσίας, την οποία αυτή ασκούσε υπέρ των ορθοδόξων χριστιανών της Τουρκίας και θα περιόριζε γενικότερα τη ρωσική επιρροή επί του οθωμανικού κράτους. Γι’ αυτό, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Τίτωφ, με άγρυπνο μάτι παρακολουθούσε τις συσκέψεις της γαλλοτουρκικής επιτροπής και ειδοποίησε εκ των προτέρων την Πύλη, ότι η Ρωσία δε θα παραδεχόταν καμιά απόφαση της επιτροπής, η οποία θα έφερε οποιαδήποτε μεταβολή στην επικρατούσα κατάσταση στους Αγίους Τόπους.
Ύστερα από την έκδοση της παραπάνω απόφασης της γαλλοτουρκικής επιτροπής υπέρ των καθολικών, η Ρωσία, για να εμποδίσει ενδεχόμενη οριστική λύση του ζητήματος υπέρ των καθολικών και να προλάβει την έκδοση σχετικού σουλτανικού επικυρωτικού διατάγματος, πίεσε την Τουρκία εντονότερα και ο σουλτάνος βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών. Τη θέση της Ρωσίας υποστήριζαν και όλα τα άλλα ορθόδοξα κράτη και οι Ηγεμονίες, εκτός απ’ το βασίλειο της Ελλάδας (!!). Και τούτο, γιατί στην Ελλάδα την κυβέρνηση είχαν τα αγγλογαλλικά κόμματα, τα οποία, για να διατηρούνται στην εξουσία, έπρεπε πάντοτε να ευθυγραμμίζουν την πολιτική τους και τη στάση τους με τα αγγλογαλλικά συμφέροντα. Παρ’ όλα, όμως, αυτά κι ο ίδιος ακόμα ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Κάνιγκ έκλινε, μέχρις ενός σημείο, εναντίον των γαλλικών απόψεων, όχι γιατί συμπαθούσε τη Ρωσία ή ήθελε να υποστηρίξει την Ελλάδα, αλλά για να ανακόψει κατά κάποιο τρόπο το αυξανόμενο γόητρο της Γαλλίας.
Μπροστά στις έντονες πιέσεις και διαμαρτυρίες της Ρωσίας, ο σουλτάνος Αβδούλ Ματζίτ κάλεσε την 1η  Ιανουαρίου 1852 μεγάλο συμβούλιο, στο οποίο μετείχαν, εκτός απ’ τους υπουργούς και άλλους συμβούλους του κράτους και οθωμανοί θεολόγοι και νομοδιδάσκαλοι. Το συμβούλιο αυτό διέλυσε την αρχική τριμελή επιτροπή και διόρισε άλλη μόνο από μουσουλμάνους. Το γεγονός αυτό δημιούργησε οξεία διένεξη ανάμεσα στο γαλλόφιλο μεγάλο βεζίρη (πρωθυπουργό) Ρεσίτ πασά και στο ρωσόφιλο υπουργό των Εξωτερικών και υποστηριχτή των απόψεων των ορθοδόξων Αλή πασά, η οποία κατέληξε σε παραίτηση του Ρεσίτ και κατάληψη της μεγάλης βεζυρίας από τον Αλή πασά. Ύστερα από την υπουργική αυτή μεταβολή, η Πύλη έκλινε υπέρ των ρωσικών απόψεων και η νεοδιορισμένη επιτροπή αποφάνθηκε τελικά υπέρ των ορθοδόξων.
Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Λαβαλέτ, έχοντας και τη βοήθεια του γαλλόφιλου Τούρκου Φουάτ πασά, διαμαρτυρήθηκε έντονα στην αρχή με τη διακοίνωσή του προς την Πύλη στις 21 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1852 για τη νέα απόφαση της επιτροπής των μουσουλμάνων. Αλλά, επειδή ο Ναπολέων Λουδοβίκος της Γαλλίας, ανεψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα, ύστερα από το τόλμημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851, δεν αισθανόταν τη θέση του πολύ ισχυρή και δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί από πρόεδρος που ήταν αρχικά σε αυτοκράτορα κατόπιν της Γαλλίας, έστειλε οδηγίες στο Λαβαλέτ να ηρεμήσει και να μην εξωθήσει τα πράγματα περισσότερο. Προσπάθησε, όμως, να εκμεταλλευτεί πολιτικά την έξαψη που επέφεραν στον πανίσχυρο καθολικό κλήρο τα λιβελογραφήματα του Βορρέ και του Δυφούρ και, για να μεταπηδήσει ευκολότερα απ΄την προεδρική καρέκλα στον αυτοκρατορικό θρόνο και να σταθεροποιηθεί σ’ αυτόν, άρχισε να περιποιείται εμφανέστερα τώρα το καθολικό ιερατείο και τον πάπα και να υποστηρίζει τις απόψεις και τις επιδιώξεις τους επί των Αγίων Τόπων.
Το Μάρτιο του 1852, ο σουλτάνος, ύστερα από τις ρωσικές πιέσεις, εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο ρυθμιζόταν η διαφορά των Αγίων Τόπων υπέρ των ορθοδόξων, σύμφωνα με τα πορίσματα της παραπάνω επιτροπής των μουσουλμάνων. Αλλά, μόλις η θέση του Ναπολέοντα Λουδοβίκου στη Γαλλία έδειξε σημεία ισχυροποίησης και σταθερότητας, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη άρχισε πάλι να κινείται, για να ματαιώσει τη φορά αυτή την εφαρμογή του εκδοθέντος ήδη σουλτανικού διατάγματος, το οποίο ακόμα δεν είχε εκτελεστεί.
Στο μεταξύ, υπουργικές μεταβολές στην τουρκική κυβέρνηση, μία τον Ιούλιο του 1852, λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς της Κωνσταντινούπολης και των επικίνδυνων διαστάσεων που είχε πάρει η ληστεία στην ύπαιθρο, η οποία έφερε το γαλλόφιλο Φουάτ πασά στο υπουργείο των Εξωτερικών και δεύτερη το Σεπτέμβριο του 1852 με την παύση του Αλή πασά και την ανάληψη της μεγάλης βεζυρίας απ’ τον Αχμέτ Αλή, ενίσχυσαν περισσότερο τη θέση Λαβαλέτ. Επιπλέον, έντονες παρασκηνιακές μηχανορραφίες και διαβρωτικές διπλωματικές κινήσεις των Αγγλογάλων και η εμφάνιση γαλλικού στόλου στον Ελλήσποντο, έκαναν την τουρκική κυβέρνηση να υποσχεθεί στο Γάλλο πρεσβευτή, ότι θα εφαρμόζονταν απόλυτα όλες οι διατάξεις του φιρμανιού του Μαρτίου.
Πραγματικά, λόγω της γαλλικής επέμβασης και των διαμαρτυριών των καθολικών της Ιερουσαλήμ, όταν έφτασε από την Κωνσταντινούπολη στους Αγίους Τόπους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος ο Στ’ με το φιρμάνι και την εντολή του σουλτάνου προς τους εκεί εκπροσώπους του για την πιστή εφαρμογή των διαταγών του, παρουσιάστηκαν έκτροπα από τους καθολικούς κατά τη δημόσια ανάγνωση του φιρμανιού και ουσιώδεις παραλείψεις από τους αρμόδιους οθωμανούς υπαλλήλους κατά την εφαρμογή του.
Τα γεγονότα  αυτά ανακοινώθηκαν από τους Ρώσους αντιπροσώπους και τους ορθόδοξους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ στη ρωσική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης κι από κει έφτασαν στην Πετρούπολη και έγιναν αφορμή για νέες δριμύτερες ρωσικές διακοινώσεις και εντονότερες προστριβές με την Τουρκία. Οι προστριβές αυτές οδηγούσαν με γρήγορο βήμα σε πολιτική και διπλωματική ρήξη Τουρκίας και Ρωσίας.
Μόλις ο τσάρος Νικόλαος πληροφορήθηκε τις ζωηρές κινήσεις και τις απώτερες προθέσεις του Λαβαλέτ, διέκρινε αμέσως  παρέκκλιση της τουρκικής πολιτικής πορείας προς την κατεύθυνση της γαλλικής σφαίρας. Για να αποκόψει δε την τουρκική αυτή παρέκκλιση και ταυτόχρονα να ενισχύσει περισσότερο τις ρωσικές αξιώσεις υπέρ των ορθοδόξων, με πρόσχημα ότι θεωρεί προσβολή κατά της Ρωσίας τη μη απόλυτη εφαρμογή του σουλτανικού φιρμανιού απ’ την οθωμανική κυβέρνηση και τους εκπροσώπους του σουλτάνου στην Ιερουσαλήμ, διάτεξε το 4ο και 5ο ρωσικό σώμα στρατού να προχωρήσουν και να παραταχθούν κατά μήκος των μολδαβικών συνόρων. Επιπλέον, άρχισαν και επικίνδυνες προπαρασκευές του ρωσικού στόλου στον Εύξεινο Πόντο. Επειδή οι συνηθισμένες διπλωματικές ενέργειες δεν έφεραν τα ποθούμενα για τη Ρωσία αποτελέσματα, ο τσάρος, για να καταστήσει σαφέστερες τις προθέσεις του και παράλληλα να ασκήσει εντονότερη πίεση στην Τουρκία, έστειλε μεγάλη και υψηλή αντιπροσωπεία του στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούμενη από ναυάρχους, στρατηγούς, πρίγκιπες κλπ., με επικεφαλής τον αρχιυπασπιστή του, πολυτιτλούχο, αγέρωχο και ισχυρότατο πρίγκιπα Μεντζικώφ.
Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1853, με το ρωσικό πολεμικό ‘’Κεραυνός’’ και με πολύ θόρυβο και επιδεικτική μεγαλοπρέπεια έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο Μεντζικώφ κι αποβιβάστηκε στο Βουγιούκ Ντερέ, όπου ήταν το θερινό μέγαρο της ρωσικής πρεσβείας κι από εκεί δια ξηράς, με πολυτελέστατες άμαξες και ‘’δια μέσου ζητωκραυγάζοντος πλήθους λαού, το πλείστον Ελλήνων’’, κατευθύνθηκε στη ρωσική πρεσβεία στο Πέραν. Η παρουσία του Μεντζικώφ τρομοκράτησε την τουρκική κυβέρνηση και για μερικές μέρες, όπως μας λέει ο Γάλλος Θουβενέλ, την έριξε σε τέλεια αφασία, μέχρι της επιστροφής των πρεσβευτών Αγγλίας και Γαλλίας, οι οποίοι βρίσκονταν στις χώρες τους. Ο Γάλλος πρεσβευτής έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Μαρτίου/5 Απριλίου και ο Γάλλος δύο μέρες αργότερα. Η Γαλλία έστειλε νέο πρεσβευτή το μαρκήσιο Λακούρ. Ο Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών Φουάτ πασάς, επειδή περιφρονήθηκε και θίγηκε από το Μεντζικώφ, παραιτήθηκε κι αντικαταστάθηκε απ’ το Ριφάτ πασά, διακείμενο ευμενέστερα προς τη Ρωσία. Η αγγλική, όμως, δολιότητα σύντομα κατάφερε να προωθήσει στη θέση του υπουργού των Εξωτερικών τον αγγλόφιλο Ρεσίτ πασά σε αντικατάσταση του Ριφάτ, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για ευκολότερο τορπιλισμό των επιδιώξεων του Μετζικώφ.
Η παρουσία του Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη και ο σκοπός της αποστολής ενός τόσο αγέρωχου, ισχυρού κι επίμονου απεσταλμένου του τσάρου, θορύβησε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και ιδιαίτερα την Αγγλία και τη Γαλλία, γι’ αυτό κι έστειλαν εσπευσμένα τους πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη, γιατί, σε περίπτωση υποχώρησης του σουλτάνου στις αξιώσεις του Μεντζικώφ, η θέση του τσάρου γινόταν ισχυρότατη και η επικρατούσα ισορροπία των δυνάμεων στην Ανατολή και στην Ευρώπη διαταράσσονταν ανεπιθύμητα. Επιπλέον, θέτοντας η Ρωσία την Εκκλησία υπό την προστασία της κι ελέγχοντας μεγάλα τμήματα χριστιανικών πληθυσμών, διασπαρμένα προς όλες τις κατευθύνσεις του οθωμανικού κράτους, αποχτούσε ισχυρά δικαιώματα επί της Πύλης. Αυτό θα ενίσχυε πολύ περισσότερο στους διεθνείς κύκλους το γόητρο του τσάρου σε βάρος της αξιοπρέπειας του σουλτάνου και ο τσάρος θα θεωρούνταν απ’ τους μικρότερους και κατεχόμενους απ’ τους Τούρκους λαούς ως ο μέγας και μοναδικός προστάτης τους. Έτσι, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή ο τσάρος, με το πρόσχημα του αναγνωρισμένου πλέον δικαιώματος προστασίας της Εκκλησίας και επικαλούμενος προς τούτο αδιάσειστες συνθήκες, να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Τουρκίας κατά βούληση, πράγμα το οποίο ήταν και ο κρυφός και απώτερος σκοπός της Ρωσίας.
Αυτό δε θα το δεχόταν με κανένα τρόπο τουλάχιστον η Αγγλία και η Γαλλία, γιατί τότε θα ξέφευγε από τα χέρια τους ο έλεγχος της Τουρκίας κι έτσι θα θίγονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό, ίσως ανεπανόρθωτα, τα συμφέροντά τους στη Μεσόγειο και αργότερα στην Ευρώπη και στην Ασία. Γι’ αυτό και όσο χρόνο βρισκόταν ο Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη, ο μηχανισμός ολόκληρης της ξένης διπλωματίας, με πρωτοπόρο την Αγγλία, ακόλουθη τη Γαλλία κι αμέσως επόμενη την Αυστρία, κινήθηκε έντονα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων με άμεσο και έκδηλο ενδιαφέρον. Παρενέβαιναν οι ξένοι πρεσβευτές φανερά ή μη, όπως οι περιστάσεις το επέτρεπαν και προσπαθούσαν έτσι να σπρώξουν τις συζητήσεις σε κατεύθυνση η οποία αν δεν ωφελούσε, τουλάχιστο δε θα έβλαπτε τα παρόντα και απώτερα συμφέροντά τους.
Εκτός από τις μυστικοσυμβουλές και τις κάθε είδους διαβουλεύσεις των πρεσβευτών Αγγλίας και Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη και τις ανοιχτές θέσεις τους υπέρ του σουλτάνου, αγγλικός στόλος παραμόνευε στη Μελίτη και γαλλικός στα Αμπελάκια, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε πιθανή ανεπιθύμητη εξέλιξη των διαπραγματεύσεων Μεντζικώφ.
Το τόσο έντονο ενδιαφέρον του τσάρου προς τους ορθόδοξους χριστιανούς που εκδηλώθηκε με την αποστολή Μεντζικώφ ενίσχυσε το φρόνημα των χριστιανών και αναπτέρωσε τις ελπίδες των σκλαβωμένων για γρήγορη απελευθέρωσή τους απ’ την οθωμανική τυραννία. Μάλιστα, ο λαός του ελληνικού βασιλείου ενθουσιάστηκε τόσο πολύ και η επιθυμία του για την απελευθέρωσή και των υπόλοιπων Ελλήνων αδελφών ογκώθηκε τόσο, ώστε ηλεκτρίστηκε το πολεμικό του μένος, ξαναθυμήθηκε τα κατορθώματά του και τους αγώνες του 1821 και με ανυπομονησία περίμενε τη στιγμή για να ξαναριχτεί και πάλι σε καινούργιους απελευθερωτικούς αγώνες και να γράψει ξανά νέες δόξες.
Πολεμικά άσματα, ποιήματα και θούρια γέμιζαν απ’ άκρο σ’ άκρο τους ελληνικούς αιθέρες και μια έντονη πολεμική ζύμωση και αναζωπύρωση της επιθυμίας για λευτεριά όλων των υποδούλων επικρατούσε στις πόλεις και στα χωριά της Ελλάδας. Ένοπλα σώματα ετοιμάζονταν με πρόθεση να περάσουν με την πρώτη ευκαιρία τα σύνορα. Εθελοντές κατατάσσονταν στο στρατό και αξιωματικοί εγκατέλειπαν τις μονάδες τους και περνούσαν κρυφά τα σύνορα, για να ενισχύσουν τις συγκρουόμενες ένοπλες επαναστατικές ομάδες στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Μόνο η ελληνική κυβέρνηση και οι ιθύνοντες του κράτους προσπαθούσαν να συγκρατήσουν την κατάσταση κατά το δυνατόν και να δείξουν στην Τουρκία και στους ξένους διπλωμάτες, ότι η Ελλάδα έμενε αδιάφορη και δεν συγκινούνταν από το εκδηλούμενο ενδιαφέρον της Ρωσίας για τους ορθόδοξους σκλάβους και ούτε καν σκεπτόταν να πάρει θέση στο πλευρό του τσάρου εναντίον του σουλτάνου. Κατ’ επανάληψη η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε, ότι η Ελλάδα ήταν και επιθυμούσε να μείνει ουδέτερη.
Την εποχή περίπου αυτή, κυκλοφόρησε θερμή πατριωτική προκήρυξη του Ιταλού πατριώτη Ιωσήφ Μερεντίνη, με σκοπό να ξεσηκώσει τον ιταλικό λαό για την απόκτηση της ελευθερίας του, το διώξιμο των Αυστριακών και τη συνένωση όλων των ιταλικών κρατιδίων. Ο Μερεντίνη χαρακτήριζε στην προκήρυξή του την Ευρώπη σαν ένα μεγάλο ηφαίστειο από την Ισπανία μέχρι την Ιταλία και την Πολωνία, έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Η Τουρκία και οι φίλοι της Αγγλογάλλοι, επειδή φοβήθηκαν επίδραση της προκήρυξης αυτής και στον ελληνικό λαό, ανησύχησαν και σκέφτηκαν να πάρουν τα μέτρα τους. Επιπλέον, δημοσιεύματα βελγικής εφημερίδας, ότι ο ελληνικός λαός, μέσα και έξω απ’ τα σύνορα του ελληνικού βασιλείου, άσχετα από τη φαινομενική του ηρεμία και τις δηλώσεις της κυβέρνησης, ήταν έτοιμος να σταθεί στο πλευρό της Ρωσίας την κατάλληλη στιγμή και να αγωνιστεί για την απελευθέρωση όλων των σκλαβωμένων ελληνικών τμημάτων, έβαλαν σε ανησυχία την Τουρκία, η οποία φοβόταν δυσάρεστες εξελίξεις στα ελληνικά σύνορα σε περίπτωση περιπλοκής της αποστολής Μεντζικώφ. Για να δικαιολογήσει δε τη λήψη ορισμένων μέτρων, κατηγόρησε την Ελλάδσα για συνοριακά επεισόδια. Έτσι, η Πύλη, στην προσπάθειά της να καταστείλει το φιλελεύθερο φρόνημα των Ελλήνων, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση, να της παραδώσει τρία ελληνικά χωριά στα σύνορα με το δικαιολογητικό, ότι με την κατοχή των χωριών αυτών απ’ τα τουρκικά στρατεύματα, η Τουρκία θα είχε πιο καλά εξασφαλισμένα τα σύνορά της και θα μπορούσε επιπλέον να πατάξει πιο αποτελεσματικά τη ληστεία.
Αμέσως μετά από τις τουρκικές αυτές αξιώσεις, στάλθηκε ελληνικός στρατός στα χωριά αυτά με το συνταγματάρχη Σούτσο. Οι πρεσβευτές, όμως, των ‘’Προστάτιδων Δωνάμεων’’ στην Κωνσταντινούπολη (και εννοούμε τον Άγγλο και το Γάλλο, γιατί ο Ρώσος υπερφαλαγγιζόταν απ’ τους άλλους δύο και αποτελούσε μειονότητα), αποφάσισαν το θέμα των τριών συνοριακών χωριών να εξεταστεί από μικτή επιτροπή Ελλάδας και Τουρκίας, με τη συμμετοχή και των τριών προστάτιδων δυνάμεων. Η επιτροπή αυτή εξέτασε το ζήτημα κι έδωσε τα χωριά στην Τουρκία, όπως ήταν άλλωστε επόμενο και γνωστό μάλλον εκ των προτέρων, γιατί, στα πέντε μέλη της επιτροπής, η Αγγλία, η Γαλλία και η Τουρκία αποτελούσαν την πλειοψηφία.
Πάντοτε, όμως, οι Άγγλοι, όπως αποδεικνύεται απ’ την ιστορία, ήθελαν οι παράνομες και μονομερείς ενέργειές τους να παίρνουν έντεχνα κάποια νομιμοφάνεια κι αυτό επιδίωξαν και με την παραπάνω επιτροπή, η οποία στην ουσία ήταν αγγλικό φερέφωνο και δεν έκανε τίποτα περισσότερο παρά έδωσε φαινομενικά κύρος και έντεχνη νομιμότητα στις ουσιαστικά παράνομες θελήσεις των Άγγλων.
Η ελληνική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να παραμείνει ουδέτερη και να μην ερεθίσει περισσότερο το φρόνημα του λαού με την οπισθοχώρησή της αυτή, απέκρυψε τη λύση που δόθηκε, κρατώντας το λαό σε άγνοια και συνέχισε επιπλέον να παίρνει κάθε μέτρο, το οποίο κατά τη γνώμη της θα συντελούσε, ώστε να προληφθεί οποιαδήποτε πιθανή πρόκληση από ελληνικής πλευράς προς την Τουρκία.
Έτσι, στις 25 Ιουλίου 1853, ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών, με εγκύκλιό του προς τους νομάρχες, συνιστούσε την αποφυγή έκδοσης διαβατηρίων σε Έλληνες για την Τουρκία, για να μη δοθούν αφορμές αιτιάσεως επαναστατικών κινήσεων προς το τουρκικό έδαφος από μέρους της Ελλάδας. Η μόνη πολεμική παρασκευή στην οποία προέβη η κυβέρνηση την εποχή αυτή ήταν η παραγγελία στη Γαλλία μερικών χιλιάδων όπλων, παραγγελία η οποία είχε δραματικό τέλος, όπως θα δούμε και η ίδρυση τον Αύγουστο του 1853 δύο στρατοπέδων, ένα στην ανατολική Στερεά Ελλάδα με το στρατηγό Μαμούρη και ένα στη δυτική Στερεά Ελλάδα με το στρατηγό Γαρδικιώτη Γρίβα.
Στο μεταξύ, όσο οι ρωσοτουρκικές συνομιλίες συνεχίζονταν και η Ρωσία επέμενε στις απόψεις της, τόσο τα πνεύματα εξάπτονταν στην Κωνσταντινούπολη. Οι Δυτικές δυνάμεις, μπροστά στην αγέρωχη και άκαμπτη στάση του Μεντζικώφ, εκδηλώθηκαν περισσότερο υπέρ της Τουρκίας. Η γαλλική διπλωματία έγινε πιο έντονη και αυστηρή προς την Ελλάδα και γαλλικός στόλος κατέφθασε και στάθμευσε στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας, χωρίς φυσικά να ζητηθεί η άδεια της ελληνικής κυβέρνησης. Η ελληνική κυβέρνηση απ’ την άλλη μεριά δεν αρκέστηκε στις κάθε είδους ταπεινωτικές διακηρύξεις της περί απόλυτης ουδετερότητας της Ελλάδας κλπ., οι οποίες μεγάλη δυσαρέσκεια κι αγανάκτηση προξενούσαν στο λαό, αλλά, για να καλοπιάσει περισσότερο τους συμμάχους και να εκδηλώσει εμφανέστερα την πλήρη υποταγή της σ’ αυτούς, αντί να διαμαρτυρηθεί για την αυθαίρετη είσοδο του γαλλικού στόλου στο λιμάνι των Αμπελακίων, παρασημοφόρησε με ανώτερο παράσημο το διοικητή της γαλλικής αυτής ναυτικής μοίρας ναύαρχο Δελασόλ, που μπήκε και ναυλουχούσε στα ελληνικά ύδατα.
Το Σεπτέμβριο του 1853, τοποθετήθηκε υπουργός Δικαιοσύνης ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Σπ. Πήλικας και λίγες μέρες αργότερα έγινε ευρύτερη υπουργική μεταβολή στην ελληνική κυβέρνηση. Ο υπουργός των Οικονομικών Χρηστίδης δυσαρεστήθηκε με τον τρόπο που ήθελαν οι συνάδελφοί του υπουργοί να διεξαχθούν οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές κι έφυγε απ’ την κυβέρνηση. Τη θέση του πήρε ο Κ. Προβελέγγιος.
Επειδή, όμως, ο Χρηστίδης ανήκε στο γαλλικό κόμμα, για να μη δυσαρεστηθούν οι Γάλλοι με την απομάκρυνσή του και για να διατηρηθεί η ισορροπία της αγγλογαλλικής επιρροής στην κυβέρνηση, απολύθηκε και ο ναπίζων υπουργός των στρατιωτικών Σπύρος Μήλιος κι αντικαταστάθηκε από το Σούτσο. Το γεγονός αναφέρεται, για να δοθεί μια ιδέα του βαθμού της εξάρτησης της κυβέρνησης της Ελλάδας από τους Αγγλογάλλους.
Η μόνη σκέψη που απασχολούσε το υπουργικό Συμβούλιο σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας εκείνη την εποχή και για πολύ καιρό πριν απ’ το 1854 ήταν, ποια πρόσωπα θα διοριστούν πρεσβευτές στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Κι αυτό, όμως, το ζήτημα δεν λύθηκε τελικά, λόγω των πολλών διαφωνιών που επικρατούσαν, αφ’ ενός μεταξύ των υπουργών κι αφ’ ετέρου μεταξύ των υπουργών και του Όθωνα, ως προς τα πρόσωπα που έπρεπε να τοποθετηθούν.
Οι ρωσοτουρκικές διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από υστερόβουλες υποδείξεις, μηχανορραφίες και δολοπλοκίες του Άγγλου πρεσβευτή Κάνιγκ, ναυάγησαν και ο Μεντζικώφ, στις 9 Μαΐου 1953, εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη κι επέστρεψε στην Οδησσό. Αμέσως μετά την αναχώρηση του Μεντζικώφ, με προτροπή του Κάνιγκ, η Πύλη δημοσίευσε στις 10 Μαΐου σουλτανικό φιρμάνι, το περίφημο Χάττι-Σερίφ, που είχε συνταχθεί στην αγγλική πρεσβεία εκ των προτέρων και ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί εάν και όταν οι περιστάσεις το επέβαλαν.
Με το διάταγμα αυτό ο σουλτάνος εγγυόταν στους μη μουσουλμάνους υπηκόους του τη διατήρηση και προστασία των δικαιωμάτων τους και προνομίων που είχαν ως τώρα. Επίσης, με τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού δινόταν η εντύπωση , ότι η Πύλη ικανοποιούσε έτσι ένα μεγάλο μέρος των τυπικών αξιώσεων του Μεντζικώφ, όσον αφορά την προστασία των ορθοδόξων και μάλιστα όχι υπό την πίεση της Ρωσίας τώρα, αφού ο Μεντζικώφ είχε εγκαταλείψει ήδη την Κωνσταντινούπολη και οι διαπραγματεύσεις είχαν διακοπεί, αλλά αποκλειστικά από δική της πρωτοβουλία και από καλή πρόθεση και μεγαλοψυχία του σουλτάνου. Με τον τρόπο αυτό έλπιζε η Τουρκία να αφαιρέσει απ’ τη Ρωσία κάθε δικαιολογία για περαιτέρω αξιώσεις της στο μέλλον υπέρ των χριστιανών και των άλλων μειονοτήτων που κατοικούσαν στο τουρκικό έδαφος.
Στο γεγονός αυτό της έκδοσης του σουλτανικού διατάγματος, ο Άγγλος πρεσβευτής έδωσε σκόπιμα ιδιαίτερη σημασία, μια που ήταν μάλιστα και δική του έμπνευση και άρχισε να επισκέπτεται επιδεικτικά τους θρησκευτικούς αρχηγούς των μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη και να τους συγχαίρει για τα σπουδαία δήθεν ωφελήματα που θα απεκόμιζαν τα ποίμνιά τους από το νέο σουλτανικό φιρμάνι, αρχίζοντας χαρακτηριστικά τις επισκέψεις του από τον Εβραίο Αρχιρραββίνο.
Το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, με την ευκαιρία της δημοσίευσης του Χάττι-Σέριφ, έστειλε αναφορά στο σουλτάνο και τον ευχαρίστησε για τη μέριμνα και το ενδιαφέρον που έδειχνε προς τους χριστιανούς υπηκόους του και ανάπεμπε δεήσεις υπέρ του σουλτάνου. Πατριάρχης ήταν ο Γερμανός ο Δ΄.
Παρ’ ότι διακόπηκαν οι ρωσοτουρκικές συνομιλίες με την αναχώρηση του Μεντζικώφ, εντούτοις παρέμεινε ακόμη ένα παραθυράκι ανοιχτό για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Η συνέχιση θα εξαρτιόταν από την τελική απάντηση της Τουρκίας προς τον τσάρο σε τελευταία διακοίνωση που έστειλε ο Μεντζικώφ στην Πύλη από την Οδησσό στις 19/32 Μαΐου, μετά την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από την έκδοση του Χάττι-Σέριφ, ο Ρεσίτ πασάς απάντησε στις 4/15 Ιουνίου στη Ρωσία, οριστικά πλέον, ότι η Πύλη δε θα συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις του τσάρου, όπως τις διατύπωσε ο  Μεντζικώφ, αλλά επιθυμούσε να σταλεί αντιπρόσωπος του σουλτάνου στην Πετρούπολη για τη συνέχιση των συζητήσεων και εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης για αμφότερα τα μέρη.
Ο τσάρος δεν θεώρησε ικανοποιητική την απάντηση της Τουρκίας και στις 14 Ιουνίου 1853 εξέδωσε προκήρυξη προς το ρωσικό λαό, εξηγώντας του τη δημιουργηθείσα κατάσταση και διαταγή προς το ρωσικό στρατό να καταλάβει τις Ηγεμονίες και να τις κρατήσει ως ενέχυρο, ώσπου η Πύλη να συμμορφωθεί με τις ρωσικές αξιώσεις.
Πραγματικά, στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1853, ογδόντα χιλιάδες ρωσικού στρατού, με αρχιστράτηγο τον πρίγκιπα Μιχαήλ Γκορτσάκωφ, πέρασε τον Προύθο και κατέλαβε τις Ηγεμονίες. Ο σκοπός του τσάρου δεν ήταν κατακτητικός αλλά ήθελε, όπως δήλωσε και στην προκήρυξή του, με την κατάληψη των Ηγεμονιών να εξαναγκάσει την Τουρκία να δεχθεί τις αξιώσεις του. Η αλήθεια των προθέσεων αυτών του τσάρου επιβεβαιώνεται κι απ’ το γεγονός ότι, όταν, ύστερα από την κατάληψη των Ηγεμονιών, ο πρίγκιπας Μιχαήλ του ζήτησε να του επιτρέψει να περάσει το Δούναβη και να προελάσει κανονικά, με τη διαβεβαίωση ότι χωρίς διακοπή θα βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ο τσάρος δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του και του απάντησε, ότι η Ρωσία έχει απέραντα εδάφη και δεν επιδιώκει κατάληψη και άλλων εδαφών, αλλά θέλει μόνο να προστατέψει τους ομοθρήσκους της απ’ τις αυθαιρεσίες του σουλτάνου. Έτσι, ο ρωσικός στρατός έμεινε αργός για αρκετό καιρό στην  απέναντι όχθη του Δούναβη, δίνοντας έτσι τον απαιτούμενο χρόνο στην Τουρκία να ενισχύσει τη θέση της πολιτικά και να ετοιμαστεί στρατιωτικά. Αυτό ήταν ένα από τα σφάλματα του τσάρου στην περίοδο αυτή.
Ενώ ο ρωσικός στρατός βρισκόταν στο Δούναβη, οι μεσολαβήσεις των ξένων κρατών συνεχίζονταν πιο έντονες και οι διπλωματικές επαφές για την εξεύρεση λύσης δεν σταματούσαν. Ταυτόχρονα, με την είσοδο του ρωσικού στρατού στις Ηγεμονίες, το θρησκευτικό και πολεμικό μένος των Τούρκων, κατάλληλα υποδαυλισμένο κι από την Πύλη και τις ξένες πρεσβείες, ερεθιζόταν περισσότερο και διαρκώς παρατηρούνταν διαδηλώσεις και οχλαγωγίες στην Κωνσταντινούπολη. Σκόπιμα και παρασκηνιακά οι Άγγλοι εξωθούσαν τους Τούρκους σε θορυβώδεις ταραχές και ερέθιζαν το φυλετικό και θρησκευτικό μένος των ιεροσπουδαστών, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη. Οι ταραχοποιοί εξαγριώνονταν, η τάξη απειλούνταν και φαινόταν πως σοβαρά γεγονότα αναμένονταν.
Ο Ρεσίτ πασάς, δήθεν για την τήρηση της τάξης και την προστασία των μειονοτήτων, ζήτησε τη συνδρομή των Αγγλογάλλων και οι Άγγλοι, με το επιπλέον πρόσχημα της προστασίας των υπηκόων τους στην Τουρκία, έστειλαν τους στόλους τους στην Κωνσταντινούπολη (11/23 Σεπτεμβρίου 1853). Η εμφάνιση αγγλογαλλικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη έριξε στην πλάστιγγα της κρίσης ολόκληρο το βάρος των Δυτικών ξεκάθαρα υπέρ της Τουρκίας. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενθαρρυνθεί η Τουρκία, να επιμείνει στις απόψεις της και να επιταχύνει την κήρυξη του πολέμου κατά της Ρωσίας. Έτσι, στις 24 Σεπτεμβρίου/ 14 Οκτωβρίου 1853, η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και οι εχθροπραξίες άρχισαν στο Δούναβη, χωρίς, όμως, καμιά ουσιαστική πρόοδο από καμία πλευρά.
Η παρουσία των Ρώσων στο Δούναβη και η από μέρα σε μέρα αναμενόμενη διάβαση του ποταμού απ’ το στρατό του τσάτου ηλέκτρισε τον ελληνικό λαό, αναπτέρωσε τις ελπίδες του και σιγούρεψε και σταθεροποίησε την πίστη του για το γενικό πλέον ξεσκλάβωμα. Οι ποιητές Π. Σούτσος και Σοφοκλής Καρύδης, με εμπνευσμένα ποιήματά τους απηύθυναν φλογερές προσκλήσεις στους Έλληνες όλων των κοινωνικών τάξεων για γενικό ξεσηκωμό. Ο καθηγητής της φιλοσοφίας της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Νεόφυτος Βάμβας, ενθυμούμενος τις παλιές δόξες που έζησε στον αγώνα του 1821, έγραψε πύρινα άρθρα υπέρ του νέου αγώνα που ήταν έτοιμος να αρχίσει για εθνική πανελλήνια λευτεριά και πολιτική αποκατάσταση.
Στην Αθήνα, οι σπασμωδικές φωνές ορισμένων οπαδών του γαλλικού κόμματος της Μοσχομάγκας, στην προσπάθειά τους να συνηγορήσουν υπέρ του Ναπολέοντα και της ξεκάθαρης φιλοτουρκικής πολιτικής του, με ψευδολογίες για τις μεγάλες δήθεν προθέσεις του για τους Έλληνες, καταπνίγονταν και θάβονταν μέσα στο γενικό συναγερμό και στην πατριωτική έξαρση του πλήθους.
Στα παραπλανητικά και ψεύτικα κηρύγματα των φίλων της Γαλλίας, ο ελληνικός τύπος απαντούσε με τα λόγια του Βολταίρου: ‘’Αποδώσατε στην Ελλάδα όλες τις απέραντες και ωραίες αυτής χώρες, στις οποίες ο άνθρωπος το πρώτον είδε φως πνευματικόν, στις οποίες οι τέχνες πλησίασαν στο ιδεώδες της τελειότητος και όπου ετέθησαν αι βάσεις της επιστήμης’’.
Στις δεήσεις του Πατριαρχείου υπέρ του σουλτάνου και τις ‘’νουθεσίες’’ του πατριάρχη προς ‘’το ποίμνιο’’, ο λαός επικαλούνταν και πρόβαλε ρήσεις των Γραφών, σχετικές με την επικράτηση των χριστιανών στην Ανατολή και αναφερόταν σε δηλώσεις του ορθοδόξου τσάρου Νικολάου υπέρ των Ελλήνων και γενικότερα των χριστιανών.
Στις ψευδολογίες του Κάνιγκ και της αγγλικής διπλωματίας, για δήθεν εχθρότητα της Ρωσίας προς την Ελλάδα, λαός και τύπος απαντούσαν προβάλλοντας το περίφημο ‘’Ελληνικό Σχέδιο’’ της Αικατερίνης της Β’. Αντίθετα με τον πανελλήνιο αυτό ξεσηκωμό, ο Όθωνας και η κυβέρνηση συνέχιζαν να τηρούν συστηματική και απόλυτη σιγή και προσπαθούσαν να αποφύγουν κάθε προστριβή με την Τουρκία. Επιπλέον, το πατριαρχείο τηρούσε δουλοπρεπή και αχαρακτήριστη στάση, όπως αναφέρει ο ιστορικός Π. Καρολίδης. Με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου έψαλε δεήσεις στις εκκλησίες υπέρ της νίκης των τουρκικών όπλων. Η υποτιθέμενη κεφαλή της Ορθοδοξίας προσπαθούσε να πείσει το σκλαβωμένο ορθόδοξο ποίμνιό της, να καταπνίξει μέσα του κάθε εθνικό συναίσθημα, να ξεχάσει κάθε ελπίδα απελευθέρωσής του και να μην αγωνιστεί για το λυτρωμό του, αλλά να σταθεί εναντίον των ομοθρήσκων του ορθοδόξων Ρώσων, οι οποίο μάχονταν για την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία τη δική του. Και ο πατριάρχης, ως θρησκευτικός αρχηγός και εθνάρχης, προσπαθούσε να κάνει τους ορθοδόξους Έλληνες να συμβάλουν οι ίδιοι στη νίκη του σουλτάνου, του αλλόθρησκου τυράννου και δυνάστη τους και να συντελέσουν οι ίδιοι στη συνέχιση της δικής τους σκλαβιάς και καταπίεσης.
Πατριάρχης τότε ήταν ο Άνθιμος ο Στ’, ο επικαλούμενος Κουταλιανός, γιατί γεννήθηκε σε μια νησίδα της Προποντίδας ονομαζόμενη Κουτάλη, ο οποίος βρισκόταν στον πατριαρχικό θρόνο για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά (1845-1848) παύθηκε με σουλτανικό φιρμάνι, πάρα πολύ ενδιαφέρον ως ιστορικό κείμενο. Στο φιρμάνι αυτό, κατηγορούνταν από το σουλτάνο και από την Ιερά Σύνοδο για φιλοχρηματία, κατάχρηση, απροκάλυπτη δωροδοκία, εγκατάλειψη των φτωχών, τέλεια παραμέληση της εκπαίδευσης του Έθνους κλπ..
Με το ίδιο επίσης φιρμάνι, ο σουλτάνος προσπαθούσε να νουθετήσει τον πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο των αρχιερέων και να τους υποδείξει τα χριστιανικά και εθνικά τους καθήκοντα. Ωραία μαθήματα χριστιανοσύνης στους υποτιθέμενους χριστιανούς από αλλόθρησκο σουλτάνο . . .
Παρά την αλλοπρόσαλλη στάση της κυβέρνησης και την απαράδεκτη θέση του Πατριαρχείου, οι Έλληνες ως σύνολο δεν επηρεάστηκαν ούτε απ’ τη δουλοπρεπή, αμφίρροπη και αναποφάσιστη στάση των αρμοδίων της Αθήνας, ούτε απ’ τη δουλοφροσύνη του πατριάρχη, αλλά επέμεναν στις πατριωτικές τους εκδηλώσεις. Δεν πτοήθηκαν αλλά αναπτέρωσαν το φρόνημά τους. Όσοι μπορούσαν, ιδίως από τους Έλληνες των Ηγεμονιών, κατατάχτηκαν εθελοντές στο στρατό του τσάρου. Έτσι, δημιουργήθηκαν τρεις λεγεώνες με Ρώσους αξιωματικούς. Η μια από Έλληνες μόνο, η άλλη από Έλληνες και Βλάχους και η τρίτη από Έλληνες και Σέρβους. Επίσης, οι απανταχού Έλληνες είχαν τόσο σίγουρη την προέλαση του ρωσικού στρατού και την απελευθέρωση και των υπόλοιπων σκλαβωμένων ελληνικών τμημάτων και αυτής ακόμα της Κωνσταντινούπολης, ώστε ο πολυεκατομμυριούχος ομογενής της Οδησσού Γ. Μαρασλής προσέφερε στον τσάρο 550 χιλιάδες ρούβλια, για να επισκευαστεί ο ναός της Αγίας Σοφίας μόλις ελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη.
Από δηλώσεις του λόρδου Ράσσελ στην αγγλική Βουλή πλοροφορήθηκε ο ελληνικός λαός τη λύση που έδωσε η διεθνής επιτροπή στο συνοριακό ζήτημα των τριών χωρών, που είχε προκύψει νωρίτερα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και ότι τα χωριά αυτά, χωρίς καμιά αντίσταση ή διαμαρτυρία από ελληνικής πλευράς, παραδόθηκαν στους Τούρκους, γεγονός που τον εξόργισε περισσότερο. Το πολεμικό του μένος εξάφθηκε με αποτέλεσμα τα επαναστατικά σώματα μέσα και έξω απ’ τα ελληνικά σύνορα, παρ’ ότι ακόμη αφανή και αδρανή, να πληθύνουν.
Στις 10 Ιανουαρίου 1854 ανακοινώθηκε επίσημα στο υπουργικό Συμβούλιο από τον υπουργό Στρατιωτικών Σούτσο, ότι έγινε κίνημα στην Ηπειροθεσσαλία και ο Όθωνας ζήτησε τη γνώμη των υπουργών του, για τη στάση που έπρεπε να κρατήσει το επίσημο κράτος. Στο υπουργικό συμβούλιο, πρώτος μίλησε ο υπουργός Εξωτερικών Πάικος, ο οποίος χαρακτήρισε μεν την επανάσταση ως ‘’δάκτυλο Θεού’’, συνέστησε, όμως, ‘’ηρεμία και φρόνηση’’, για να μη βρεθεί η Ελλάδα μπλεγμένη ‘’στη μεγάλη τρικυμία που προετοιμάζεται’’, εννοώντας τον επερχόμενο κατά τις διεθνείς εξελίξεις Κριμαϊκό πόλεμο. Αυτό συμβουλεύουν, είπε και οι πρεσβευτές μας στο Λονδίνο, Παρίσι και Κωνσταντινούπολη, Τρικούπης, Μαυροκορδάτος και Μεταξάς. Συνέστησε, επίσης, να σταλούν απεσταλμένοι της κυβέρνησης στις επαναστατημένες περιοχές, για να συνάξουν πληροφορίες γύρω από τις σκέψεις και τη στάση του λαού, ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσο η επανάσταση έχει παλλαϊκό ή τοπικό χαρακτήρα και ανάλογα να πάρει θέση η κυβέρνηση. Άλλοι υπουργοί συνέστησαν να υποστηρίξει την επανάσταση κρυφά, με προσοχή και επιφύλαξη κι εκδήλωσαν τη γνώμη, ότι στο τέλος και οι Δυτικοί, ως χριστιανικά κράτη, θα βοηθήσουν την Ελλάδα, όπως έκαναν και το 1821. Ο υπουργός των Εκκλησιαστικών Βλάχος είπε, ότι και στο Άγιο Όρος και στις γύρω περιοχές συγκεντρώνονταν όπλα και άλλα μέσα προς πόλεμο, γεγονός το οποίο αποδείκνυε ότι όλος ο έξω ελληνισμός ετοιμαζόταν.
Τελικά, πολλοί δέχονταν τη γνώμη του Πάικου. Ο Όθωνας, όμως, δεν συμφωνούσε και είπε ρωτώντας: ‘’Οι έξω ομογενείς δεν επιθυμούν όλοι ανεξαιρέτως την απελευθέρωσή τους; Εμείς δεν επιθυμούμε όλοι ανεξαιρέτως την εθνική ενότητα; Τότε, ποια η ανάγκη άλλων πληροφοριών;’’ Ύστερα απ’ αυτά, ‘’όλοι συμφωνήσαμε να υποθάλψουμε το κίνημα μυστικώς και με φρόνηση’’, μας λέει ο τότε υπουργός Πήλικας ‘’και ο βασιλιάς διέλυσε τη συνεδρίαση’’.
Στις 30 Ιανουαρίου 1854, ο Δ. Καραϊσκάκης κυκλοφόρησε επαναστατική προκήρυξη απ’ το στρατόπεδό του, κάπου κοντά στην Άρτα και η εξέγερση άρχισε εντονότερη. Όμως, την ίδια περίπου εποχή παρουσιάστηκε στο πολιτικό προσκήνιο δραστήριος και θρασύς ο καθολικός κλήρος και έριξε το βάρος του στην πλάστιγγα υπέρ της Τουρκίας. Δύο-τρία χρόνια πριν, ο Γάλλος Ιησουίτης δημοσιογράφος Δυφούρ, όπως προαναφέρθηκε, κυκλοφόρησε ένα δημοσίευμα-λίβελο κατά των ορθοδόξων χριστιανών και ιδιαίτερα των Ελλήνων, τους οποίους ονόμαζε θηρία, κακούργους, ληστές κλπ.. Ταυτόχρονα, έβριζε τους αρχαίους Έλληνες σοφούς και λόγιους και φανερά και με πομπώδεις φράσεις εξυμνούσε τον Ισλαμισμό, τον οποίο μάλιστα, όπως έλεγε, έβρισκε πολύ καλύτερο και ανώτερο σε κάθε άποψη απ’ την Ορθοδοξία. Και άλλος Γάλλος λόγιος, ονομαζόμενος Ευγένιος Βορέ, περιηγήθηκε την ελληνική Ανατολή και ιδιαίτερα την Παλαιστίνη κι έγραψε άλλο λίβελο εναντίον των ορθοδόξων χριστιανών κι ιδιαίτερα εναντίον των ορθοδόξων του Αγίου Τάφου, τους οποίους έβριζε χυδαία και τους χαρακτήριζε με τις χειρότερες λέξεις. Ονόμαζε δε την Αγιοταφική Αδελφότητα κλέφτες και άρπαγες των Ιερών Σεβασμάτων, τα οποία, όπως έλεγε, ανήκαν στους καθολικούς. Το λίβελο αυτό κατέρριψε το 1851 με την εμπεριστατωμένη του πραγματεία ‘’Απάντηση κατά του ζητήματος του Ευγενείου Βορέ περί των εν Ιερουσαλήμ Αγίων Τόπων’’ ο αρχιεπίσκοπος Σιναίου και κατόπιν οικουμενικός πατριάρχης Κωνστάντιος ο Α’.
Τα λιβελογραφήματα αυτά ερέθιζαν τους φανατισμένους καθολικούς, οι οποίοι προσπαθούσαν από καρό, όπως είδαμε, να αποκτήσουν δικαιώματα σε βάρος της Ανατολικής Εκκλησίας επί των Αγίων Τόπων και τους εξήγειραν κατά της Ορθοδοξίας. Αρχές δε του 1854, ο πάπας Πίος ο Θ’, προσφωνώντας τους καρδινάλιους σε ιερό συνέδριο (κονκλάβιο), μεταχειρίστηκε χυδαίες εκφράσεις κατά του π
Πατριαρχείου και με δριμύτητα στράφηκε κατά της ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης, ο επίσκοπος Στρασβούργου και ο αρχιεπίσκοπος του Παρισού καταφέρονταν με πικρία κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με σκοπό να ενισχύσουν τις προσπάθειες της Δυτικής Εκκλησίας, για να πετύχουν ικανοποίηση απ’ το σουλτάνο στις διεκδικήσεις και απαιτήσεις των καθολικών επί των Αγίων Τόπων.
Έντονη εικόνα του έντονου μίσους των καθολικών κατά της ορθοδοξίας και των Ελλήνων δίνει το παρακάτω απόσπασμα του φυλλαδίου του Ιησουίτη Δυφούρ που εκδόθηκε στο Παρίσι:
Η μουσουλμανική θρησκεία είναι πολλώ ανωτέρα της θρησκείας των ορθοδόξων, καθ’ όσον η των μουσουλμάνων θρησκεία πλησιάζει πολλώ περισσότερο προς την αληθή θρησκείαν την καθολικήν παρά η ασεβής ορθοδοξία, το σύμβολον τούτο του δεσποτισμού. Μετ’ ου πολύ ο βάρβαρος Κοζάκος θέλει αποκρουσθεί δια παντός εις τους πάγους αυτού, τότε θα στρέψωμεν εναντίον των αυθάδων Ελλήνων ουχί πλέον τα όπλα, αλλά την μάστιγα ημών. Εδιδάχθημεν αρκούντως πόσον η ελευθέρωσις των αισχνών τούτων ληστών ην έργον ασύμφορον.
Ω, εάν οι Τούρκοι μη είχον την φιλάνθρωπον μεν, αλλά πολιτικώς πλημμελή αρχήν της ανεξιθρησκείας. Σήμερον ήθελεν υπάρχει ομογένεια μείζων εν τω οθωμανικώ κράτει και ήθελεν εκλείψει η ενοχλητική αυτή φυλή των Ελλήνων, ων η ύπαρξις είναι ομοία προς την των σαρκοβόρων και αηδών σκωλήκων.Τι σημαίνει Ελλάς; Οι μωρολογιώτατοι μόνον θαμβούνται είς το όνομα τούτο. Τι ήσαν οι Έλληνες το πάλαι; Λησταί. Τι είναι η ασεβής φιλολογία των αρχαίων Ελλήνων; Καταγώγιον αισχροτήτων. Αφώμεν πλέον τας ανάνδρους συμπαθείας και εμβλέψωμεν εις τα αληθή συμφέροντα του πολιτισμού. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός οφείλει την αναγέννησιν των γραμμάτων εις τους Άραβας, κλάδον ένδοξον του αθανάτου γένους των Οσμανλί (. . .).
Μίαν ορθήν γνώμην απεφήνατο ο Αριστοτέλης, ούτινος τα βιβλία δεν αναγιγνώσκονται πλέον εν Ευρώπη, την περί φύσει ελευθέρων και δούλων. Και η γνώμη αυτή είναι ορθή ουχί μεν απολύτως, αλλά πάντως εν τη Ανατολή. Τις αμφιβάλλει ότι ο υπερήφανος και ευγενής Οθωμανός φέρει επί του προσώπου αυτού εγκεχαραγμένον το σύμβολον της υπεροχής, ο δε Έλλην ραγιάς το στίγμα της αιώνιας δουλείας;’’
Κατάλληλα ωθούμενοι και οι Άγγλοι προτεστάντες συναγωνίζονταν τους καθολικούς Γάλλους και Ιταλούς στο μένος εναντίον της Ορθοδοξίας και των Ελλήνων. Όλες αυτές οι διαμαρτυρίες των δυτικών κληρικών απέβλεπαν στο να διεγερθούν τα πάθη και να εξαφθούν τα μίση, ώστε να οξυνθούν ακόμη περισσότερο οι έριδες μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών, για να τις εκμεταλλευτούν εν συνεχεία διπλωματικά οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας υπέρ της Τουρκίας.
Στο μεταξύ, η επανάσταση έξω από τα σύνορα του ελληνικού βασιλείου φούντωνε και οι επαναστάτες προχωρούσαν από νίκη σε νίκη. Μεγάλες περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας είχαν ελευθερωθεί και ο ελληνικός λαός περίμενε από ώρα σε ώρα γενικό ξεσηκωμό. Με τις επιτυχίες αυτές των επαναστατών, η Τουρκία έγινε πιο αυστηρή απέναντι στην Ελλάδα και επέμενε στην κατάπνιξη του αναρριπιζόμενου ελληνικού φιλελεύθερου φρονήματος. Η Τουρκία ήθελε να επιβληθεί με κάθε τρόπο στην Ελλάδα και να εξασφαλίσει οπωσδήποτε τα νώτα της, ώστε απερίσπαστη να μεταφέρει το στρατό της στο ρωσικό μέτωπο.
Το Φεβρουάριο του 1854, ο Τούρκος πρεσβευτής στην Αθήνα Νεσσέτ Βέης έδωσε διακοίνωση στον υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδας Πάικο, απαιτώντας απ’ την ελληνική κυβέρνηση, να αποκηρύξει και να καταδικάσει επίσημα την επανάσταση. Αντίγραφα της διακοίνωσής του αυτής έστειλε ο Νεσσέτ Βέης και στους πρεσβευτές της Αγγλίας και Γαλλίας (Ουάις και Ρουάν) και ζητούσε κι απ’ αυτούς, να υποστηρίξουν τις τουρκικές αξιώσεις. Η ελληνική κυβέρνηση επίσημα δήλωσε, ότι απέχει από κάθε συμμετοχή και ανάμιξη στην έξω των συνόρων επανάσταση και ότι επιπλέον καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να ηρεμήσει τα πνεύματα και εντός του Βασιλείου. Έτσι, η πιεστική απαιτητικότητα της Τουρκίας αμβλύνθηκε και καθησύχασαν κάπως τα πράγματα. Στην καθησύχαση αυτή ίσως να συντέλεσε και η ελπίδα που είχε η Τουρκία για την καταστολή της επανάστασης με την αποστολή του Φουάτ πασά. Ο Φουάτ πασάς, το Μάρτιο του 1854, πήγε στην Πρέβεζα απ’ όπου προσπάθησε να καταστείλει την επανάσταση με πολιτικά μέσα. Εξέδωσε προκήρυξη προς όλες τις επαναστατημένες περιοχές, υποσχόμενος αμνηστία σ’ όσους επαναστάτες πετάξουν τα όπλα και γυρίσουν στα σπίτια τους. Το μέσο, όμως, αυτό δεν έφερε τελικά τα ποθούμενα αποτελέσματα.
Στις 28/12 Μαρτίου 1854, οι Αγγλογάλλοι υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με τους Τούρκους, με την οποία αναλάμβαναν να υπερασπίσουν την Τουρκία από ξηρά και θάλασσα στην Ευρώπη και στην Ασία και στις 14 του ίδιου μήνα η Αγγλία, με τελεσίγραφό της, ζήτησε από τη Ρωσία, να εγκαταλείψει τις Ηγεμονίες και να φύγει πέραν του Προύθου. Επειδή ο τσάρος, παρά το τελεσίγραφο αυτό, δεν εγκατέλειψε τις Ηγεμονίες, η Αγγλία, στις 15/27 Μαρτίου 1854, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και την επόμενη μέρα έκανε το ίδιο και η Γαλλία.
Στις 7/19 Μαρτίου ο Νεσσέτ Βέης, μετά τη σύναψη της αγγλογαλλικής συμμαχίας με την Τουρκία, απηύθηνε νέα εντονότερη διακοίνωση προς την Ελλάδα με νέες απαιτήσεις και με την αξίωση, να ικανοποιηθούν όλοι οι όροι της προηγούμενης και της τωρινής διακοίνωσής του. Έβαζε δε προθεσμία για τη λήψη της ελληνικής απάντησης μέχρι την 3η απογευματινή ώρα της 9ης/21ης Μαρτίου. Στη νέα του διακοίνωση ο Τούρκος πρεσβευτής ζητούσε επιπλέον απ’ την ελληνική κυβέρνηση να ανακαλέσει και να τιμωρήσει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς που ενώθηκαν με τους επαναστάτες, να περιορίσει το ύφος και τη γλώσσα της φιλοεπαναστατικής και φιλορωσικής εφημερίδας ‘’Αιών’’, να παύσει ορισμένους καθηγητές του Πανεπιστημίου που εκδηλώθηκαν υπέρ της επανάστασης κλπ..
Από τους επαναστάτες στο μεταξύ όλο και νέες ευχάριστες ειδήσεις έφταναν, αλλά και νέα επεισόδια γίνονταν στα σύνορα.
Στις 2 Φεβρουαρίου, Τούρκοι, μαζί με άτακτους Τουρκαλβανούς κυνήγησαν μέσα στα ελληνικά σύνορα τους χριστιανούς κατοίκους των χωριών της Άρτας. Ο ταγματάρχης Σκυλοδήμος του στρατού των συνόρων έτρεξε αμέσως με τα τμήματά του έξω απ’ τα σύνορα και προστάτεψε τους χριστιανούς, τρέποντας σε φυγή τους Τούρκους βαθιά μέσα στο τουρκικό έδαφος.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε νέα τουρκική διαμαρτυρία. Για το θέμα αυτό, που προξενούσε νέο πρόβλημα στις κρίσιμες αυτές μέρες και για το είδος της απάντησης που θα έδινε η ελληνική κυβέρνηση στη νέα τουρκική διακοίνωση του Νεσσέτ, πήγαν στα ανάκτορα για να δουν το βασιλιά και να συσκεφτούν μαζί του οι υπουργοί Πήλικας και Προβελέγγιος. Αντί για το βασιλιά, όμως, είδαν τη βασίλισσα Αμαλία, η οποία τους είπε, ότι ο Γάλλος πρεσβευτής Ρουάν πρότεινε στον Όθωνα, να ενδιαφερθεί και να ενεργήσει υπέρ της Γαλλίας στην παρούσα περίπτωση του ρωσοτουρκικού πολέμου και ότι, αν δίσταζε να πάρει θέση υπέρ της Γαλλίας, γιατί φοβόταν το εθνικό αίσθημα των Ελλήνων, η Γαλλία ήταν πρόθυμη να στείλει γαλλικό στρατό στην Ελλάδα για να τον εξασφαλίσει στο θρόνο του. Ο βασιλιάς αρνήθηκε την πρόταση του Γάλλου πρεσβευτή κι όπως μας λέει ο Πήλικας, η βασίλισσα τελείωσε τα λόγια της προς τους υπουργούς τονίζοντας ότι ‘’επήλθε πλέον η στιγμή να τεθεί ο βασιλεύς επικεφαλής, να βγει έξω στη φωτιά, παντού φωτιά’’. Ξαναπήγαν πάλι στα ανάκτορα την επαύριο οι υπουργοί για να δουν το βασιλιά για την υπόθεση Σκυλοδήμου κι έμαθαν, ότι η απάντηση στη διακοίνωση του Νεσσέτ είχε ήδη ετοιμαστεί περίπου σύμφωνα με το παραπάνω πνεύμα της βασίλισσας.
Το Μάρτιο του 1854, σ’ ένα υπουργικό συμβούλιο υπό της προεδρία του βασιλιά επικράτησε η γνώμη, να δοθεί απάντηση κάπως μετριοπαθής και διαλλακτική στην τουρκική διακοίνωση, ώστε να κερδηθεί χρόνος, ώσπου να προελάσει ο ρωσικός στρατός. Στην απάντησή της αυτή η ελληνική κυβέρνηση εξέταζε και αναιρούσε μία-μία τις τουρκικές αξιώσεις. Έδινε, όμως, υποσχέσεις για την ικανοποίηση κατά το δυνατόν των αξιώσεων αυτών. Μόνο για την περίπτωση τιμωρίας και απόλυσης των καθηγητών του Πανεπιστημίου που ζητούσε η Τουρκία η απάντηση έλεγε, ότι θα προηγηθούν ανακρίσεις και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ανακρίσεων, θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Αλλά στο συμβούλιο αυτό των υπουργών προτάθηκε και κάτι άλλο, το οποίο αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι ήταν βεβιασμένο και αψυχολόγητο.
Ο υπουργός των Εξωτερικών Πάικος και άλλοι υπουργοί (Πήλικας και Προβελέγγιος) ζήτησαν να ρωτηθούν και οι δύο Βουλές για την απάντηση προς την Τουρκία, για να μη φέρει μόνο το υπουργικό Συμβούλιο όλη την ευθύνη. Ταυτόχρονα, οι πρεσβευτές Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Πρωσίας ζητούσαν να δοθεί η πρέπουσα απάντηση στην τουρκική διακοίνωση και εντός ορισμένης προθεσμίας, ώστε να μην επέλθει περαιτέρω περιπλοκή.
Η κυβέρνηση έλπιζε, ότι με την έγκριση της απάντησης και απ’ τις δυο Βουλές, όχι μόνο θα ελάφρυνε η θέση της, αλλά επιπλέον η απάντηση αυτή θα έπαιρνε γενικότερο, πανελλήνιο χαρακτήρα και θα φαινόταν, όχι σαν απόφαση της κυβέρνησης αλλά σαν λόγος του Έθνους. Πίστευε, ότι θα είχε διαφορετική και πολύ μεγαλύτερη πολιτική αξία και διπλωματική βαρύτητα. Η Βουλή, πραγματικά ενέκρινε παμψηφεί και όπως είχε, χωρίς καμιά μεταβολή, την απάντηση της κυβέρνησης. Η Γερουσία, όμως, διχάστηκε και 16 γερουσιαστές, μεταξύ των οποίων και ο ήρωας του αγώνα Κ. Κανάρης, καταψήφισαν την απάντηση. Ο Κανάρης, για να υποστηρίξει την άποψή του στη Γερουσία, άρχισε το λόγο του με το περίφημο: ‘’Τρέμω κύριοι γερουσιαστές . . .’’ Ο δε πρωθυπουργός Κριεζής επενέβη αμέσως λέγοντας: ‘’Εθαύμασα ακούσας τον γενναίον Κανάρην να λέγει τρέμω . . .’’ Ο Κανάρης απάντησε: ‘’Τρέμω τώρα για να μην τρέμω μετά ταύτα . . .’’
Στις συσκέψεις των Βουλών ακούστηκαν και φωνές αντιπροσώπων που έλεγαν: ‘’Μην ενοχοποιείτε το Έθνος ζητούντες από τας Βουλάς την υποστήριξίν των. Αφήσατε εις καιρόν ανάγκης και μίαν άγκυραν σωτηρίας . . .’’ Και η άποψη αυτή ήταν βέβαια μια λύση, γιατί, χωρίς την ανάμιξη των Βουλών, η όλη απάντηση, καλή ή κακή, θα φαινόταν σαν έργο της κυβέρνησης, της εκτελεστικής εξουσίας μόνο, η οποία θα έφερε και την ευθύνη, δίχως να μπλέκεται ολόκληρο αδιακρίτως το έθνος σε μια σπασμωδική και διστακτική ενέργεια της κυβέρνησης, η οποία, με τον τρόπο που γινόταν και με την ατολμία και την αναποφασιστικότητα που την διέκρινε, ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων κι έδινε λαβή για διχασμό του λαού.
Ίσως είχε δίκιο ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Α. Μεταξάς, όταν έλεγε, ότι ‘’το όλον έργον’’, εννοώντας τον επαναστατικό ξεσηκωμό της Ηπειροθεσσαλίας, ‘’είναι και όψιμο και πρώιμο’’. Όψιμο, γιατί γίνεται πολύ αργά. Έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα, με τις πρώτες κινήσεις της Ρωσίας και πριν δοθεί χρόνος στην  ξένη διπλωματία να επέμβει, να προλάβει τα πράγματα και, σταθεροποιώντας τη θέση της, να επιβάλει τις απόψεις της υπέρ της Τουρκίας. Πρώιμο, γιατί γίνεται νωρίς, πριν περάσουν οι Ρώσοι το Δούναβη.
Με τη διχογνωμία της Γερουσίας, η απάντηση της κυβέρνησης στην τουρκική διακοίνωση φάνηκε διχασμένη, μερική και όχι καθολική και εθνική. Επίσης, η όλη εξέλιξη της υπόθεσης με τη διαίρεση των γερουσιαστών σε δύο παρατάξεις, η οποία ήταν αποτέλεσμα των Αγγλογαλλικών δολοπλοκιών, έδωσε λαβή και στους καιροσκόπους Έλληνες κομματάρχες και στις ξένες κυβερνήσεις και σε μερίδα του Τύπου να κατηγορήσουν την κυβέρνηση και το βασιλιά ως υποκινητές όχι εθνικής επανάστασης για τη λύτρωση των υπόλοιπων σκλαβωμένων Ελλήνων, αφού όλο το Έθνος φαινόταν τυπικά ότι δεν την υποστήριζε, αλλά ενός ξενοκίνητου κινήματος υποκινούμενου από τη Ρωσία. Πάνω σ’ αυτό αναφέρονταν και υπονοούμενα και εκδηλώνονταν διάφορες υπόνοιες σχετικά με την πρόσφατη (3 Μαρτίου) επίσκεψη του Ρώσου ναυάρχου και γενικού υπασπιστή του τσάρου Κορνίλωφ στην Αθήνα, ότι δηλαδή ο τσάρος έστειλε μυστικές οδηγίες στον Όθωνα και ότι η όλη στάση του βασιλιά και της κυβέρνησης ήταν έργο κατευθυνόμενο από τη Ρωσία. Πάντως, η επιλογή και η αποστολή του ναυάρχου Κορνίλωφ στην Αθήναα δεν φαίνεται να ήταν τελείως τυχαία περίπτωση, αν ληφθεί υπόψη ότι το όνομα του ναυάρχου ήταν γνωστό και προσφιλές στην Ελλάδα, γιατί παλιότερα, όταν ακόμα ήταν υποπλοίαρχος, πήρε μέρος στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827). Γι’ αυτό και εστάλη ίσως επίτηδες από τον τσάρο και με μεγάλη ακολουθία στον Όθωνα λίγο μετά την άφιξη του Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε στον Πειραιά με το πολεμικό ‘’Βεσσαραβία’’, με το οποίο και είχε λάβει μέρος στη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Η κατ’ αυτόν τον τρόπο αδυνατισμένη απάντηση της κυβέρνησης δόθηκε στο Νεσσέτ Βέη την τελευταία μέρα της ορισμένης προθεσμίας, λίγο πριν από τη δύση του ηλίου. Αλλά ο Τούρκος πρεσβευτής, χωρίς να διαβάσει την ελληνική απάντηση, την οποία βέβαια γνώριζε απ’ τις ανοιχτές συζητήσεις των Βουλών κι από τους ξένους πρεσβευτές, οι οποίοι διαρκώς επενέβαιναν, συνιστούσαν ή πίεζαν κι επομένως γνώριζαν τα πάντα, εγκατέλειψε την τουρκική πρεσβεία των Αθηνών και κατέβηκε στον Πειραιά, διακόπτοντας έτσι τις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας–Τουρκίας. Στη συνέχεια, ανακλήθηκε κι ο Έλληνας πρεσβευτής από την Κωνσταντινούπολη Α. Μεταξάς. Η διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχε ως αποτέλεσμα και την επέλαση πολλών Ελλήνων απ’ την Τουρκία, οι οποίοι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Αθήνα.
Παρά τη στάση, όμως, αυτή του Νεσσέτ, οι Έλληνες υπουργοί επέμεναν στο να τηρήσουν τους όρους της απάντησής τους και έστειλαν εγκυκλίους στους νομάρχες και δημοσίευσαν στις εφημερίδες την απόφαση της κυβέρνησης, να παραμείνει αυστηρά αυδέτερη και συνιστούσαν στο λαό να μείνει μακριά από κάθε επαναστατική αταξία.
Μόνο ο βασιλιάς κι ο υπουργός των Στρατιωτικών Σούτσος εξοργίστηκαν με τη στάση αυτή των υπουργών και ισχυρίστηκαν, ότι, αφού ο Τούρκος πρεσβευτής, παρά την απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης, εγκατέλειψε την Αθήνα, τότε κι εμείς δεν είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να κρατήσουμε το λόγο που δώσαμε με τις απαντήσεις μας.
Τις μέρες αυτές, ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων έστειλε απειλητική επιστολή στον Όθωνα, υπαγορεύοντάς του τη στάση που ήθελαν οι σύμμαχοι να κρατήσει η Ελλάδα στη συγκεκριμένη κρίση.
Ο Πήλικας και ο Προβελέγγιος επισκέφθηκαν τα ανάκτορα για να δουν τον Όθωνα, αλλά, επειδή δεν τον συνάντησαν, του συνέστησαν με τον πρώτο του γραμματέα Σβέτλαντ ‘’ηρεμία και ψυχραιμία’’. Την επόμενη μέρα ξαναπήγαν στο παλάτι και υπέβαλαν την παραίτησή τους, η οποία, όμως, δεν έγινε δεκτή.
Ο Όθωνας, παρά την απειλητική επιστολή που έλαβε από το Ναπολέοντα, επέμενε στις συγκαλυμμένες προετοιμασίες για ενδεχόμενη εξέγερση και στρατός και πολεμοφόδια μεταφέρθηκαν απ’ την Πελοπόννησο στα σύνορα, με την απόφαση να γίνει εξέγερση και με την ελπίδα, ότι και η Ευρώπη στο τέλος θα συγκατετίθετο υπέρ της Ελλάδας. Παραβλεπόταν, βέβαια, εδώ η φιλοτουρκική πολιτική του μισορώσου και μισέλληνα Πάλμερστον και της Αγγλίας και η μισορθόδοξη τακτική της Γαλλίας και των καθολικών.
Τώρα, μετά τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την κήρυξη του πολέμου απ’ τους συμμάχους κατά της Ρωσίας, η φιλοτουρκική στάση των Αγγλογάλλων αποκορυφώθηκε και η εχθρική τους συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα έγινε επιδεικτικά δυσμενής. Η δυσμένεια αυτή εκδηλώθηκε στην αρχή με διάφορα επεισόδια.
Τις μέρες αυτές, γαλλικός στόλος εισπλέοντας στον Πειραιά δε χαιρέτησε την ελληνική σημαία κατά τα συνηθισμένα. Οι πρεσβευτές Αγγλίας και Γαλλίας δεν πήραν μέρος στις εκδηλώσεις της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου (1854), ενώ προσήλθαν οι πρεσβευτές Ρωσίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Βαυαρίας. Και μάλιστα, η ρωσική πρεσβεία φωταγωγήθηκε λαμπρά εκείνο το βράδυ.
Η αγγλική κυβέρνηση, αμέσως μετά τη ρήξη της με τη Ρωσία και στην προσπάθειά της να την διαβάλει με κάθε τρόπο στους διεθνείς κύκλους και περισσότερο στα μάτια της Ευρώπης, με σκοπό να αποκόψει κάθε ελπίδα των Ελλήνων από τον τσάρο και να τραβήξει τον ελληνικό λαό μακριά απ’ τη Ρωσία, δημοσίευσε διαστρεβλωμένες παλιές δηλώσεις του τσάρου Νικολάου, που έκανε στις 29 Δεκεμβρίου 1851/9 Ιανουαρίου 1852 στον Άγγλο πρεσβευτή στην Πετρούπολη, Σύμουρ. Οι αγγλικές εφημερίδες δημοσίευσαν, ότι ο τσάρος είπε δήθεν τότε μεταξύ των άλλων και ότι ‘’ουδέποτε θα δεχθεί να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη από Μεγάλη Δύναμη’’. Και αυτό θέλησαν, κατάλληλα διαστρευλώνοντάς το, να το μεταχειριστούν οι Άγγλοι ως επιχείρημα για να παρουσιάσουν τη Ρωσία σα χώρα ουσιαστικά εχθρική προς την Ελλάδα, αφού ο τσάρος δε θα επέτρεπε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Έλληνες.
Στην πραγματικότητα, τέτοια περικοπή δεν υπήρχε στις δηλώσεις του τσάρου, όπως μας βεβαιώνει ο Βάτεμπεργκ, ο οποίος με τόση λεπτομέρεια διαπραγματεύτηκε, ερεύνησε και μελέτησε τις δηλώσεις εκείνες του τσάρου. Αλλά και αν ακόμη υπήρχε τέτοια περικοπή στις δηλώσεις του τσάρου, τι είναι εκείνο που οπωσδήποτε βεβαιώνει ότι, λέγοντας ‘’Μεγάλη Δύναμη’’, ο τσάρος εννούσε τη μικρότερη Ελλάδα κι όχι μια από τις πραγματικά μεγάλες δυνάμεις, που πάντοτε εποφθαλμιούσαν την Κωνσταντινούπολη και καραδοκούσαν την ευκαιρία για να την καταλάβουν; Ξεκάθαρα, λοιπόν, φαίνεται η χοντροειδέστατη αγγλική διαστρεύλωση και παραποίηση της αλήθειας. Άλλωστε, σύμφωνα με τη γνωστή πολιτική του τσάρου Νικολάου, που ήταν και πολιτική του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης, η Ρωσία, όχι μόνο ευνοούσε αλλά και ήθελε και προσπαθούσε να δημιουργηθεί μια δεύτερη μεγάλη ορθόδοξη αυτοκρατορία υπό την αιγίδα των Ελλήνων, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, η σύνδεση των δύο ορθόδοξων αυτοκρατοριών θα τον έφερνε ανενόχλητα στη Μεσόγειο, πράγμα που τρόμαζε τους Δυτικούς. Γι’ αυτό κι έκαναν το παν να πνίψουν τους πόθους και τα όνειρα των Ελλήνων και να ματαιώσουν τα σχέδια και τις επιδιώξεις του τσάρου.
Στη συνεδρίαση της αγγλικής Βουλής στις 4/16 Αυγούστου, ο γνωστός μισέλληνας και διαβόητος φιλότουρκος λόρδος Λαϋάρδος εξέφρασε το μίσος του κατά της Ελλάδας με τα εξής λόγια: ‘’Μερικοί πολιτικοί πιστεύουν ότι συμφέρει στην Ευρώπη η δημιουργία ανεξάρτητης ελληνικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη . . . αυτό, όμως, είναι πλάνη . . . και σε αντίθεση με το υποτιθέμενο φιλελεύθερο και ευνοϊκό προς τους χριστιανούς πνεύμα των Ελλήνων, οι Τούρκοι επέδειξαν (!) ότι έχουν φιλελευθερότατον πνεύμα (!!) . . . Η ιδέα της παράδοσης του οθωμανικού κράτους στους Έλληνες θα είναι αυτοχειρία για την Αγγλία . . .’’ (εύγε, εύγε φώναζαν οι λόρδοι). Στη συνέχεια, πήρε το λόγο ο Άγγλος υπουργός των Εξωτερικών Πάλμερστον, γνωστός στους Έλληνες κι από τον προηγούμενο αποκλεισμό του 1850, ο οποίος αποκάλεσε τους Έλληνες ‘’ημιβάρβαρους, μάλλον προσηλωμένους στον τσάρο και στην Εκκλησία παρά στη χώρα τους’’. Μόνο ο φιλάνθρωπος και φιλέλληνας λόρδος Κόβδεν μίλησε υπέρ των ορθοδόξων χριστιανών αλλά η φωνή του ήταν μόνη και καταπνίγηκε απ’ τις πικρές ειρωνείες και τους χλευασμούς των άλλων λόρδων.
Οι εχθρικές εκδηλώσεις των Άγγλων κατά της Ελλάδας δεν περιορίστηκαν μόνο σε πικρούς λόγους, αλλά μετατράπηκαν σε πράξεις βίας. Αγγλικά πλοία συνέλαβαν στη Μελίτη ελληνικό μεταφορικό πλοίο, το οποίο μετέφερε στην Ελλάδα 9 χιλιάδες όπλα που είχαν αγοραστεί στη Γαλλία αντί 200 χιλιάδων φράγκων, όπως είδαμε παραπάνω και τα κατέσχεσαν.
Επακολούθησαν χωριστές διακοινώσεις των πρεσβευτών Αγγλίας και Γαλλίας προς την ελληνική κυβέρνηση, με τις οποίες απαιτούσαν απ’ την Ελλάδα, να μη φέρει προσκόμματα στο έργο των συμμάχων, που προσπαθούσαν να παράσχουν κάθε βοήθεια στην Τουρκία και ως λύση οι σύμμαχοι υπαινίσσονταν την παραίτηση της κυβέρνησης και τοποθέτηση άλλης πιο φιλικής προς αυτούς. Ακολούθησε αγγλική εντολή προς τους διοικητές του αγγλικού στόλου, που τους διέταξε ‘’να παρέχουν στην Τουρκία όλες τις υπηρεσίες τις οποίες το κράτος αυτό προσδοκά από την αγγλική σημαία’’.
Ύστερα από τις διακοινώσεις αυτές, συνήλθε το υπουργικό Συμβούλιο για να συσκεφθεί για την παραίτηση του Υπουργείου, αλλά κανένας από τους υπουργούς δεν ήθελε να παραιτηθεί εκτός απ’ τον Πήλικα και τον Προβελέγγιο. Ο βασιλιάς δεν δέχτηκε τις παραιτήσεις των δύο αυτών υπουργών κι έτσι η κυβέρνηση διατηρήθηκε η ίδια. Δικαιολογώντας δε ο Όθωνας την άρνησή του αυτή να δεχτεί τις παραιτήσεις είπε: ‘’παραιτούμενο Υπουργείο δε θα πικράνει και θα απογοητεύσει τους έξω, οι οποίοι μάχονται για την απόκτηση της ελευθερίας τους;’’ Στους δε Πήλικα και Προβελέγγιο είπε: ‘’Παραιτούμενοι θα φονεύσετε το κίνημα, γιατί ο κόσμος σας υπολήπτεται και θα νομίσει ότι κάτι γνωρίζεται και παραιτείσθε, γεγονός το οποίο θα ελαττώσει το ζήλο των επαναστατών και του λαού και θα διαιρέσει τις γνώμες τους για μας’’. Την ώρα εκείνη η βασίλισσα φώναξε: ‘’Μην εγκαταλείπετε τον βασιλέα σας. Να οι Ρώσοι, πέρασαν το Δούναβη’’.
Η επιμονή του παλατιού να ενισχύσει τους επαναστάτες και ο ενθουσιασμός και η απόφαση του Όθωνα να ‘’εξέλθει’’ των συνόρων και να ηγηθεί της επανάστασης και επιπλέον η γνώση της Αμαλίας πριν από κάθε άλλο για τη διάβαση του Δούναβη απ’ τους Ρώσους, καθώς και η έγκαιρη και επίκαιρη ανακοίνωση του γεγονότος από αυτή στους υπουργούς, αφήνει να υποψιαστούμε με βεβαιότητα, ότι ο Όθωνας κάτι γνώριζε προκαταβολικώς από τα ρωσικά σχέδια. Ίσως, μάλιστα, στις διαθέσεις του αυτές πραγματικά να προτρεπόταν και να ενισχυόταν και από την επίσημη Ρωσία.
Το γεγονός, ότι όλοι σχεδόν οι υπουργοί ήταν εναντίον της άμεσου δράσης και η εμμονή τους σε σκέψεις αμφιβολίας και αναβολών, εμπόδισε τον Όθωνα να πάρει πρωτοβουλία και να κινηθεί έγκαιρα. Αυτό συντέλεσε, όπως μας λέει ο ιστορικός Καρολίδης, στο μαρασμό του αρχικού ενθουσιασμού του και, συν τω χρόνω, εγκατάλειψη των σχεδίων της εξόδου του από τα σύνορα. Πιθανόν, αν η κυβέρνηση ενεργούσε εντονότερα και έγκαιρα και η στάση των πρεσβευτών να ήταν διαφορετική. Το ισχνό αυτό ‘’πιθανόν’’ εκφράζεται με μεγάλη επιφύλαξη και στηρίζεται μόνο στα κατόπι λεγόμενα απ’ το Θ. Αφεντούλη, όταν, κατά το 1886, για να ενθαρρύνει την τότε κυβέρνηση Θ. Δεληγιάννη, η οποία αντιμετώπιζε τον τρίτο αγγλογαλλικό αποκλεισμό και να την κάνει να κινηθεί αμέσως, έλεγε ότι ο Ρουάν, ο οποίος ήταν και αντιπρόσωπος της Γαλλίας επί Καποδίστρια, δεν ήταν μισέλληνας, γιατί και το 1854 ως Γάλλος πρεσβευτής, παρά τις επίσημες κατά της ελληνικής κυβέρνησης διακοινώσεις του, κατ’ ιδίαν έλεγε σε κύκλους εμπιστευτικούς: ‘’Πότε επιτέλους θα κινηθούν αυτοί οι άνθρωποι;’’ εννοώντας την κυβέρνηση και τους επαναστάτες.
Αγγλογαλλικά πολεμικά πλοία στάθμευσαν τις μέρες αυτές στα λιμάνια Σπέτσες, Χαλκίδα, Ναύπλιο και Πάτρα και τα πληρώματά τους εξερχόμενα στη στεριά προκαλούσαν, ύβριζαν και ερέθιζαν το λαό. Όλα δε τα ελληνικά πλοία συλλαμβάνονταν κι ερευνούνταν και ό,τι πολεμικά, φαρμακευτικά και άλλα εφόδια βρίσκονταν σ’ αυτά κατάσχονταν και ρίχνονταν στη θάλασσα. ‘’Η θάλασσα είχε καλυφθεί εκ κυβωτίων και βαρελίων’’ μας λέει ο ιστορικός.
Ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών διαμαρτυρήθηκε στο Γάλλο πρεσβευτή για όλες αυτές τις πρωτάκουστες παρανομίες και βαρβαρότητες, αλλά ο Ρουάν προσποιήθηκε ότι τίποτα δεν γνώριζε. Αντί δε να πάρει οποιαδήποτε μέτρα, για να σταματήσει και να μειωθεί το κακό, κατηγόρησε επιπλέον την κυβέρνηση, ότι υποθάλπει την ίδρυση εταιρείας ‘’της κοινής ασφαλείας’’ κατά το πρότυπο της γαλλικής επιτροπής που είχε ιδρυθεί από τη Γαλλική Επαναστατική Συνέλευση του 1793, για τη θανάτωση όλων των Γάλλων εχθρών της επανάστασης και κατέστησε υπεύθυνη την κυβέρνηση για τη ζωή του, η οποία έλεγε πως κινδύνευε.
Τα αγγλικά πολεμικά περιπολούσαν στο Ιόνιο και απέκοπταν κάθε θαλάσσια επαφή των επαναστατών με την Ελλάδα. Αποβίβαζαν αγήματα και ιδίως Αγγλογάλλους πυροβολητές με κανόνια, οι οποίοι και έπαιρναν μέρος μαζί με τον τουρκικό στρατό σε μάχες κατά των επαναστατών. Έτσι, διαλύθηκε στις 12 Απριλίου 1854 το στρατόπεδο του Πέτα κι όλα σχεδόν τα έγγραφα του Κ. Τζαβέλα έπεσαν στα χέρια των Τούρκων και φάνηκε απ’ αυτά η ανάμιξη του βασιλιά στην επανάσταση. Σε λίγο, διαλύθηκε και η πολιορκία του Δομοκού. Παρά τις ατυχίες όμως αυτές, η επανάσταση προχώρησε ακμάζουσα στη Θεσσαλία, επεκτάθηκε και μέχρι τη Χαλκιδική και στη Νότια Μακεδονία, όπου ο οπλαρχηγός Καρατάσος είχε σπουδαίες επιτυχίες εναντίον του οθωμανικού στρατού. Επίσης, ο Μαμούρης κυκλοφόρησε προκήρυξη για τη συνέχιση και υποστήριξη της επανάστασης και ο Όθωνας έστειλε στο Σπύρο Μίλιο, το Γαρδικιώτη και το Βλαχόπουλο για να εμψυχώσουν τους επαναστάτες.
Στις 29 Απριλίου, οι πρεσβευτές Αγγλίας και Γαλλίας έδωσαν διακοίνωση στον Όθωνα και στην κυβέρνηση και ζητούσαν, εντός τακτής προθεσμίας, να κατασταλεί η επανάσταση και βασιλιάς και κυβέρνηση να δηλώσουν εγγράφως, ότι την αποκηρύσσουν και την καταδικάζουν. Ταυτόχρονα, ανακοίνωσαν στην ελληνική κυβέρνηση την υπογραφή απ’ τις μεγάλες Δυνάμεις του Πρωτοκόλλου της 1ης Απριλίου, με το οποίο προνοούσαν για τη βελτίωση της τύχης των χριστιανών της Τουρκίας. Με το πρωτόκολλο αυτό, το οποίο ήταν αγγλικό παρασκεύασμα, οι σύμμαχοι προσπάθησαν να διαβρώσουν τη συνοχή των κατεχόμενων απ’ τους Τούρκους λαών και να αμβλύνουν την έντονη επιθυμία τους για λευτεριά και αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Κατά τους συμμάχους, οι Έλληνες και όλοι οι χριστιανοί και μη μουσουλμάνοι υπήκοοι του σουλτάνου θα έπρεπε να επαναπαυθούν στο πρωτόκολλο αυτό και να παραιτηθούν από κάθε περαιτέρω προσπάθεια για απελευθέρωσή τους απ’ την οθωμανική τυραννία.
Ο παλιός Γάλλος πρεσβευτής στην Ελλάδα Θουβενέλ, σε επιστολή του  προς τον Όθωνα, έγραφε: ‘’Να εγκαταλείψουν οι Έλληνες κάθε ιδέα διεκδίκησης εδαφών εις βάρος της Τουρκίας και οι χριστιανοί να περιμένουν την καλυτέρευση της τύχης του απ’ τη μεγαλοψυχία του κυρίαρχού τους σουλτάνου’’. Έτσι σκέφτονταν τότε, όπως σκέφτονται και σήμερα και πάντοτε οι δυτικοί μας ‘’σύμμαχοι’’.
Στη διακοίνωσή του προς την ελληνική κυβέρνηση, στις 29 Απριλίου, ο Γάλλος πρεσβευτής Ρουάν φαινόταν διαλλακτικότερος και ζητούσε αλλαγή του Υπουργείου, ενώ ο Άγγλος Ουάις ήταν αυστηρός και στρεφόταν κατά του Όθωνα και τον απειλούσε με καθαίρεση, αν δεν αποκήρυσσε την επανάσταση, μιλώντας καθαρά και για ‘’κυβέρνηση άλλου είδους’’.
Η κάπως διχασμένη στο σημείο αυτό τακτική των Αγγλογάλλων γίνεται περισσότερο αντιληπτή, αν ληφθεί υπόψη, ότι η μεν απώτερη επιθυμία των Άγγλων ήταν να διώξουν τον Όθωνα και να τον αντικαταστήσουν με πρίγκιπα άλλης δυναστείας πιο φιλικής προς αυτούς, η δε επιδίωξη των Γάλλων ήταν να ανεβάσουν στην κυβέρνηση το γαλλικό κόμμα της λεγόμενης Μοσχομάγκας.
Η ελληνική κυβέρνηση και ο Όθωνας δεν δέχονταν να αποκηρύξουν την επανάσταση, ενώ οι Άγγλοι ήταν αδιάλλακτοι στην αξίωσή τους αυτή. Οι πρεσβευτές Πρωσίας, Βαυαρίας και Αυστρίας προσπάθησαν να βοηθήσουν την ελληνική κυβέρνηση, μεσολαβώντας για την εξεύρεση λύσης, αλλά ο Άγγλος πρεσβευτής ήταν ανένδοτος και επέμενε στην αξίωσή του, ο βασιλιάς της Ελλάδας να δηλώσει εγγράφως ότι αποκηρύσσει την επανάσταση, προσπαθώντας έτσι να αναγκάσει τον Όθωνα να παραιτηθεί ή να τον παρουσιάσει στο λαό ως υπεύθυνο της όλης ανωμαλίας, γιατί, με την άρνησή του να υπακούσει στις αξιώσεις των συμμάχων, θα φαίνονταν ότι γινόταν αιτία της κακοδαιμονίας των Ελλήνων. Έτσι, έλπιζε ο Ουάις, ότι ο λαός θα τον εκθρόνιζε, οπότε οι Άγγλοι θα ανέβαζαν στο θρόνο της Ελλάδας δικό τους ή ευνοούμενό τους πρίγκιπα.
Οι επιδράσεις, όμως, της τακτικής αυτής των συμμάχων είχαν τελείως αντίθετα αποτελέσματα στον ελληνικό λαό απ’ ότι αυτοί περίμεναν, γιατί οι αυθαιρεσίες και οι βιαιότητές τους συσπείρωσαν τους Έλληνες γύρω στο βασιλιά και τους ερέθιζαν και τους εξόργιζαν περισσότερο κατά των Αγγλογάλλων. Βέβαια, σε τελική ανάλυση, η όλη εξέλιξη πάλι ευνοούσε τα σχέδια της αγγλικής διπλωματίας, γιατί η συσπείρωση του λαού γύρω απ’ το βασιλιά ενίσχυε και παρέτεινε το θεσμό της μοναρχίας στην Ελλάδα, πράγμα που με κάθε τρόπο προσπαθούσε να συνδράμει και να διατηρήσει η Αγγλία. Η αγγλική εχθρότητα ήταν προσωπική και στρεφόταν εναντίον του προσώπου του Όθωνα και όχι εναντίον του θεσμού της μοναρχίας.
Ιδιαίτερα για την αγγλική διπλωματία της Ελλάδας υπήρχε και προσωπική έχθρα ανάμεσα στο βασιλιά Όθωνα και στον πρεσβευτή Ουάις και της στιγμής εκείνης, αλλά και παλιότερη από τον παρκερικό αποκλεισμό του 1850. Τότε, ανάμεσα στα συλληφθέντα από τους Άγγλους ελληνικά πλοία, υπήρχε και ένα που έφερε διάφορα φυτά και άλλα δενδρύλλια από την Αίγυπτο για το βασιλικό κήπο. Στο πλοίο αυτό οι Άγγλοι απαγόρεψαν να συνεχίσει την περαιτέρω πορεία του, όπως έκαναν και σ’ όλα τα άλλα ελληνικά πλοία, πράγμα το οποίο συντέλεσε, ώστε όλα τα φυτά να καταστραφούν, όπως μας πληροφορεί ο Α. Ραγκαβής. Το γεγονός έθιξε και εξόργισε τη βασίλισσα και την Αυλή και η πίκρα διατηρήθηκε για πολύ καιρό, ώστε, όταν αργότερα, μετά τον αποκλεισμό, προσκλήθηκε η μεγάλη κυρία της Αυλής από τον Άγγλο πρεσβευτή σε επίσημο δείπνο, πήγε μεν με διασταγμούς στο δείπνο, αλλά δεν πήγε σε ευχαριστήρια εν συνεχεία επίσκεψη, όπως συνηθιζόταν να γίνεται κατόπιν, με την πρόφαση ότι ο πρεσβευτής δεν είχε σύζυγο οικοδέσποινα, αλλά ρόλο οικοδέσποινας εκτελούσε η παρεπιδημούσα εκείνες τις μέρες στην Αθήνα γυναίκα του αδερφού του. Απ’ αυτό θίχτηκε ο Ουάις κι όταν κλίθηκε κι αυτός στο παλάτι αργότερα σε δείπνο δεν πήγε και η δυσαρέσκεια διαιωνίστηκε για αρκετό καιρό. Βέβαια, όλες αυτές οι μικροδυσαρέσκειες που εκδηλώνονταν κατά καιρούς στηρίζονταν πάνω στο μεγάλος μίσος που υπήρχε μεταξύ Αγγλίας (Πάλμερστον) και Όθωνα, του οποίου μια από τις σπουδαιότερες αιτίες ήταν και η εκδίωξη απ’ τον Όθωνα του ευνοούμενου του Πάλμερστον Άρμασμπεργκ απ’ την Ελλάδα το 1836.
Πολλά υπουργικά και άλλα υψηλού επιπέδου συμβούλια συγκροτούνταν από ελληνικής πλευράς για την εξέταση της κατάστασης και την εξεύρεση λύσης και απάντησης στις συμμαχικές διακοινώσεις. Αλλά παραδόδως, όλα συγκροτούσαν τη γνώμη του Όθωνα και κανένα δεν αποφάσιζε την παραίτηση των υπουργών. Στο μεταξύ, επειδή η προθεσμία που είχαν δώσει οι Αγγλογάλλοι για την αλλαγή της κυβέρνησης παρήλθε χωρίς αποτέλεσμα, ο Άγγλος στόλαρχος την ειδοποίησε, ότι στο εξής δε θα επιτρεπόταν στα ελληνικά πολεμικά να κινηθούν και να εγκαταλείψουν τους όρμους τους. Όλα μαρτυρούσαν επικείμενο αποκλεισμό και οι σύμμαχοι απειλούσαν με κατάλυψη του Πειραιά.
Ο Χρηστίδης, ιθύνων του γαλλικού κόμματος, πρότεινε στους συμμάχους να μην καταλάβουν τον Πειραιά και τα άλλα λιμάνια, γιατί θα έκαναν κακή εντύπωση στο λαό, αλλά να καταλάβουν τα σύνορα, ένδειξη ότι ο Χρηστίδης συμφωνούσε κατ’ ουσία με το σκοπό και τις διαθέσεις των Αγγλογάλλων, διαφωνούσε, όμως δήθεν, ως προς τα μέσα και τον τρόπο για την πραγμάτωση των σκοπών τους αυτών. Η στάση αυτή του Χρηστίδη απέβλεπε στην προσπάθειά του να υπουργοποιηθεί από τους συμμάχους. Εδώ, όμως, έπεσε έξω, γιατί υπερσκελίστηκε σε λίγο απ’ τον Καλλέργη.
Μπροστά στις αβάσταχτες αυτές πιέσεις των συμμάχων, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, προτρεπόμενοι κι από τους πρεσβευτές Πρωσίας, Βαυαρίας και Αυστρίας κι από αυτόν ακόμα τον πρεσβευτή της Ρωσίας Περσιάνυ, όπως μας λέει ο Καρολίδης, άρχισαν σιγά-σιγά να κάμπτονται.
Τις μέρες αυτές, γύρισε απ’ την Κωνσταντινούπολη και ο από εκεί ανακληθείς πρεσβευτής Α. Μεταξάς και ίσως κι αυτός συνέβαλε, ώστε να χαμηλώσει τους τόνους κάπως ο βασιλιάς και ν΄ αρχίσει να συζητά πιο σοβαρά για την αλλαγή της κυβέρνησης. Δεν ήθελε, όμως, με κανένα τρόπο να πάρει υπουργούς του απ’ τους 16 γερουσιαστές που καταψήφισαν την κυβερνητική απάντηση προς το Νεσσέτ. Στις 4 Μαΐου συγκλήθηκε και πάλι συμβούλιο, το οποίο αποφάσισε τελικά την παραίτηση της κυβέρνησης. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Όθωνας, ταπεινωμένος και μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, αποκήρυξε προφορικά την επανάσταση μπροστά στους δύο πρεσβευτές Αγγλίας και Γαλλίας και συγκατατέθηκε στην αλλαγή της κυβέρνησης. Την ίδια ώρα, οι πρεσβευτές έδωσαν στο βασιλιά και τον κατάλογο με τα ονόματα των νέων υπουργών.
Με την αποκήρυξη της επανάστασης από τον Όθωνα και την προετοιμαζόμενη αλλαγή της κυβέρνησης, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις που είχαν ψυχραθεί θεωρήθηκαν κι απ’ τους ξένους πρεσβευτές και από την Ελλάδα αλλά και από την Πύλη ότι αποκαταστάθηκαν και στη συνέχεια θα έπρεπε να επιστρέψουν στις παλιές τους εστίες όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της Τουρκίας που διώχτηκαν με τη διακοπή των σχέσεων. Ο Άγγλος πρεσβευτής, όμως, στην Κωνσταντινούπολη Κάνιγκ είχε αντιρρήσεις και με επιμονή δήλωσε, ότι θα δεχθεί αποκατάσταση των σχέσεων των δύο κρατών μόνο με την ολοσχερή κατάπαυση και διάλυση της Ηπειροθεσσαλικής επανάστασης. Γι’ αυτό και μήνες μετά την άνοδο στην κυβέρνηση του ‘’ξενοκρατικού Υπουργείου’’ η ελληνοτουρκική διαφορά έμεινε εκκρεμής και μόνο το Σεπτέμβριο του 1854 εστάλη στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας διπλωματικός υπάλληλος Βαρότσης με επιστολή του πρωθυπουργού Μαυροκορδάτου προς το Ρεσίτ πασά, στην οποία δηλωνόταν η από ελληνικής πλευράς επιθυμία για επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων. Με την επέμβαση των ξένων πρεσβευτών άρχισε η προσέγγιση των δύο κρατών, με πρώτο αποτέλεσμα την έκδοση φιρμανιού από μέρους της Πύλης, με το οποίο αφήνονταν ελεύθερα όλα τα ελληνικά πλοία που είχαν αποκλειστεί στα τουρκικά λιμάνια με τη διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων. Αργότερα, τον Απρίλιο του 1855, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Ανδρέας Κουντουριώτης, ο οποίος, ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και συσκέψεις με τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών Φουάτ πασά υπέγραψε στις 9 Ιουλίου 1855 τη συνθήκη του Κακλιτζά, η οποία αποτελούνταν από 50 άρθρα και η οποία αποτελούσε μέχρι το 1897 το χάρτη του Δημοσίου δικαίου και των διεθνών σχέσεων των δύο κρατών.
Έτσι, αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες και έγιναν θερμότερες επί κυβερνήσεως Δ. Βούλγαρη και υπουργού των Εξωτερικών Α. Ραγκαβή.
Παρά την επίσημη πλέον αποκήρυξη της επανάστασης απ’ τον Όθωνα, ο Ουάις δεν δεχόταν απλή παραίτηση της κυβέρνησης και συνέχιζε τις πιέσεις του. Επέμενε, το απερχόμενο υπουργείο, πριν από την πτώση του, να καταδικάσει κι αυτό το κίνημα εγγράφως.
Και ενώ μέχρι τώρα όλα έδειχναν ότι οδηγούσαν πλέον σε ύφεση και γρήγορη λύση της κρίσης, ξαφνικά οι Αγγλογάλλοι ειδοποίησαν απαιτητικά την ελληνική κυβέρνηση, να ετοιμάσει καταλύματα και αποθήκες για τον προσερχόμενο αγγλογαλλικό στρατό. Πράγματι, στις 13 Μαΐου 1854, στις 5 μ.μ., με μουσικές μπήκαν στον Πειραιά 12 αγγλικά και γαλλικά πλοία. Τώρα, οι Αγγλογάλλοι γίνονταν πιο επίμονοι και βάναυσοι κι εντονότερα αξίωναν την άμεση ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Μπαίνοντας ο γαλλικός στόλος στον Πειραιά συνέλαβε τα ελληνικά πολεμικά, από τα οποία έδιωξε τα ελληνικά πληρώματα και τα επάνδρωσε με αγγλογαλλικά και ύψωσε στα ελληνικά πλοία αγγλικές και γαλλικές σημαίες.
Η σιωπηρή άρνηση της κυβέρνησης στην άμεση παραδοχή και εκτέλεση στο ακέραιο των αγγλογαλλικών αξιώσεων, που εκδηλώνονταν με αργοπορίες, αναβολές και καθυστερήσεις, εξόργιζε τους Άγγλους και τους έκανε πιο βίαιους.
Ακόμα και μετά τη σύλληψη των ελληνικών πολεμικών πλοίων, ο Ουάις επέμενε στην αρχική του απαίτηση, να αποκηρύξει εγγράφως το απερχόμενο Υπουργείο την επανάσταση πριν παραδώσει την αρχή. Με την επιμονή αυτή του Ουάις καινούριες διαμάχες προέκυψαν. Έτσι, ταυτόχρονα δόθηκε δικαιολογία και χρόνος για την απόβαση αγγλογαλλικού στόλου και την κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά, πράγμα το οποίο ήταν και ο απώτερος σκοπός των συμμάχων. Ύστερα από την ολοκλήρωση των αγγλικών επιδιώξεων, μεσολάβησαν ο Άγγλος ιστορικός και κάτοικος των Αθηνών Φίνλεϋ, ο Άγγλος φιλέλληνας στρατηγός Ροχάρδος Τσωρτς και ο Πρώσος πρεσβευτής Θιέλ, ενώ υποχώρησε δήθεν ο Ουάις και το Υπουργείο αποχώρησε χωρίς άλλη διατύπωση, δίνοντας τη θέση του στους χειροτονημένους από τους Αγγλογάλλους υπουργούς. Οι φίλοι της ξενοκρατίας Μαυροκορδάτος-Καλλέργης σχημάτισαν υπουργείο, γνωστό στην ιστορία ως ‘’Υπουργείο της Ξενοκρατίας’’. Το νέο υπουργείο σχηματίστηκε στις 16 Μαΐου 1854 και ανέλαβε να διαμαρτυρηθεί στους πρεσβευτές για την προσέλευση του αγγλογαλικού στρατού, που είχε στο μεταξύ αποβιβαστεί στον Πειραιά. Αλλ’ αντί διαμαρτυρίας, εξέδωσε προκήρυξη στις 16 Μαΐου, δηλαδή την ίδια μέρα που έλαβε την εξουσία, στην οποία και έλεγε ότι, η Ελλάδα (οι φρεσκοβγαλμένοι απ’ τους Αγγλογάλλους  ‘’υπουργοί’’ έγιναν αμέσως Ελλάδα) συνομολόγησε προς τις ναυτικές δυνάμεις Αγγλίας και Γαλλίας παντελή ουδετερότητα και ότι το μέλλον του ελληνικού Έθνους εναπόκειται εξ ολοκλήρου πλέον στα χέρια της Θείας Πρόνοιας. Αλλά και αν ποτέ έγινε καμιά διαμαρτυρία, έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, γιατί η κατοχή συνεχίστηκε και διήρκεσε για αρκετό καιρό, μέχρι ένα χρόνο μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου.
Τις μέρες της πτώσης του ενός Υπουργείου και της συγκρότησης του άλλου, συνέβησαν και διάφορα γεγονότα, τα οποία δείχνουν τρανότατα τη μικρότητα των ηρώων τους, όπως μας πληροφορεί ο τότε υπουργός Πήλικας. Ο απερχόμενος υπουργός των Εξωτερικών Πάικος παρακαλούσε τον Όθωνα να τον συμπεριλάβει κι αυτόν στη νέα κυβέρνηση, δίνοντάς του οποιοδήποτε υπουργείο, έστω και το πιο ασήμαντο κι ακίνδυνο για τους συμμάχους και κατ’ ανάγκη μόνο για τέσσερις μήνες, όσο του υπολείπονταν για να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος υπουργίας, για να μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να διοριστεί γερουσιαστής. ‘’Εάν’’, έλεγε, ‘’Δεν με θέλουν οι σύμμαχοι, μετά το διορισμό μου, αμέσως δώστε μου τετράμηνη άδεια, να πάω όπου θέλουν αυτοί. Έτσι, μένει αντικαταστάτης μου και διοικεί το υπουργείο άνθρωπος αμέσως μετά τη λήξη του τετραμήνου’’.
Ο πρωθυπουργός Κριεζής δεν ήθελε να παραιτηθεί της πρωθυπουργίας, ισχυριζόμενος ότι, αφού ο Σπ. Μήλιος και ο Γαρδικιώτης δεν παραδίνουν τα χρήματα που πήραν για την επανάσταση, μια και δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν πλέον για το σκοπό αυτό και τα κρατούν στις τσέπες τους, δεν παραιτούμαι κι εγώ απ’ την κυβέρνηση. Τα ίδια περίπου συνέβαιναν και στο αντίθετο στρατόπεδο, το οποίο συγκροτούσε τη νέα κυβέρνηση. Φιλόδοξοι πολιτικοί πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους των πρεσβειών και ο καθένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλο σε δουλικότητα και κολακείες προς τους πρεσβευτές. Όπως μας πληροφορεί ο Φίνλεϋ, οι πρεσβευτές, βλέποντας τα συμβαίνοντα, ρωτούσαν με απορία, αν εξέλειπε κάθε φιλοπατρία από τους Έλληνες υπουργούς. Γιατί, οι μεν μέσα στην κυβέρνηση, την ώρα της παραίτησής τους και σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, εμφορούνταν από ευτελείς ιδιοτέλειες και σκέφτονταν για την απώλεια προσωπικών τους συμφερόντων, οι δε έξω απ’ την κυβέρνηση ήταν έτοιμοι να κάνουν το κάθε τι για να γίνουν υπουργοί, άσχετα αν αυτό ήταν σε βάρος της πατρίδας τους. Εξαίρεση στην όλη τραγωδία αποτελούσε ο Κανάρης, ο οποίος, ως αγράμματος και άπειρος σε βρόμικα πολιτικά παιχνίδια, είχε έντεχνα εμπλακεί στην ομάδα του ξενοκρατικού υπουργείου από πεπειραμένους σε τέτοια καιροσκόπους πολιτικάντηδες, απλώς και μόνο για να δώσουν με την παρουσία του και το ένδοξο όνομά του κύρος και κάποια βαρύτητα στην καθ’ όλα αστήριχτη και χωρίς κανένα υπόβαθρο κατοχική κυβέρνηση.
Ύστερα από την έναρξη της ξένης κατοχής, η Ρωσία θεώρησε την Ελλάδα κράτος ανελεύθερο και όχι αυτοτελές και διέκοψε τις επίσημες πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις μαζί της. Τις αποκατέστησε μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και ύστερα από την υπογραφή της συνθήκης του Παρισιού στις 18/30 Μαρτίου 1856. Και μετά τη διακοπή, όμως, των επίσημων ελληνορωσικών σχέσεων, η Ρωσία δεν εγκατέλειψε την Ελλάδα και οι σχέσεις της με τον ελληνικό λαό, όχι μόνο παρέμειναν αδιάβλητες και ακμαίες αλλά και προήχθησαν ακόμα περισσότερο καθ’ όλη τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου και της ξένης κατοχής.
Στις 2/14 Μαΐου 1854 ο υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας κόμης Νεσελρώδε εξέδωσε ευμενέστατη εγκύκλιο διακοίνωση υπέρ των αγωνιζόμενων Ελλήνων, η οποία έδωσε νέο θάρρος κι επέφερε νέα αναπτέρωση του ηθικού των επαναστατών.
Σε απάντηση της ρωσικής διακοίνωσης, ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Κάνιγκ κυκλοφόρησε εγκύκλιο προς τους Άγγλους προξένους στην Τουρκία (συμπεριλαμβανόμενης και της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας) με δριμύτατο περιεχόμενο και ύφος κατά των Ελλήνων, διακηρύττοντας, ότι το παρόν κίνημα των Ελλήνων δεν είναι εθνικό και αυθόρμητο και ότι δε θα φέρει στους προσχωρήσαντες σ’ αυτό τίποτε άλλο παρά μόνο την καταστροφή τους. Νωρίτερα δε κι ο κόμης Ράσσελ της αγγλικής Βουλής, στις 27 Μαρτίου/6 Απριλίου, ψευδόμενος έλεγε μ’ ευχαρίστηση ότι, ‘’ουδεμία υπεγράφη συνθήκη μεταξύ Τουρκίας και Αγγλίας, παραχωρούσασα δικαιώματα, προνόμια και ισοπολιτεία στους χριστιανούς της Τουρκίας’’, εννοώντας το πρωτόκολλο της 1ης Απριλίου. Η επιθυμία του Ράσσελ ήταν, απ’ τα λεγόμενά του, να μην ισχύει ούτε και το πρωτόκολλο αυτό για τους Έλληνες. Η δήλωσή του αυτή δείχνει καθαρά το μισελληνισμό του.
Και ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη κυκλοφόρησε διακοίνωση στις 18/30 Μαρτίου καταδικάζοντας την επανάσταση και διακήρυττε ότι, ‘’η ζωή και η περιουσία των επαναστατών εγκαταλείπονται πλέον στα επακόλουθα του πολέμου, που αυτοί (οι επαναστάτες) προκαλούν, για τον οποίο πόλεμο τα μέγιστα ευθύνεται η ελληνική κυβέρνηση’’.
Τελικά, το ξενοκίνητο Υπουργείο Μαυροκορδάτου-Καλλέργη έπραξε το παν για την κατάπνιξη της επανάστασης και την τέλεια διάλυση των επαναστατών. Εκπρόσωποι των Άγγλων, ακολουθούμενοι κι από Έλληνες αξιωματικούς του Καλλέργη, περιφέρονταν στις επαρχίες δυσφημίζοντας την επανάσταση και καλούσαν το λαό να καταθέσει τα όπλα και να υποταχτεί στους Τούρκους. Έτσι, με τη βίαιη επέμβαση των Άγγλων και των Γάλλων, όλα τα απελευθερωμένα τμήματα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας επιστράφηκαν και πάλι στους Τούρκους.
Επίσης, λόγω ξενοκρατίας, ‘’ενήλθαν εις την κοινωνικήν επιφάνειαν εκ του βορβορώδους υποκόσμου φαύλα στοιχεία’’, μας λέει ο ιστορικός κι απ’ τις κολακευτικές, δουλικές και φαύλες υπηρεσίες τους προς τους ξένους δυνάστες και τους ντόπιους ισχυρούς της ημέρας, απέκτησαν δύναμη, με την οποία κατόρθωσαν να επιβάλουν στη ζωή των Αθηνών και της Ελλάδας τη φαυλοκρατία και την πολιτική διαφθορά. Παρέλυσε ο νόμος και εξαρθρώθηκε η διοίκηση, αυξήθηκε η ληστεία και η παρανομία οργίασε.
Σα να μην έφταναν όλα τα άλλα κακά της κατοχής, οι Αγγλογάλλοι έφεραν και μετέδωσαν στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στον Πειραιά και στην Αθήνα και φοβερή επιδημία χολέρας. Πολύ παραστατικά ο Δραγούμης μας δίνει τη φρικιαστική εικόνα αυτής της ‘’καλοσύνης’’ που μας έφερε η αγγλική κατοχή. Στα απομνημονεύματά του γράφει: ‘’Ενέσκηψε δε κατ’ αρχάς εις Πειραιά νόσος, απαραλλάκτως όπως ο επί Περικλέους λοιμός, αψαμένη πρώτων των ξένων στρατιωτών και τινών άλλων, ύστερον δε αναβάσα και εις το άστυ. Βεβαίως αν οι ξένοι επέτρεπον την υγειονομικήν κάθαρσιν, θ’ αποκρούετο το νόσημα, διότι πρότερον δις ή τρις μετακομισθέν εις τινας λιμένας της Ελλάδος απεσοβήθη δια του τρόπου τούτου. Σήμερον, όμως, ενέπεσεν ακολύτως μέγα και φοβερόν και ανεπτύχθη εν Αθήναις, . . . εμάστησε δε την πρωτεύουσαν επί πέντε μήνας, ων ολεθριότερος υπήρξεν ο Νοέμβριος, ως αποθανόντων εντός αυτού οκτακοσίων τουλάχιστον και απέστειλεν εις Άδου τρεις χιλιάδας. . .’’ Και παρακάτω γράφει: ‘’επανήλθε δε και πάλιν ραγδαία (νόσος) εις το τέταρτον διαμέρισμα (των Αθηνών) εις ο περιέφερεν ανηλεώς το δρέπανον, θερίσασα προ πάντων το πλήθος των εκεί συσσωρευμένων ενδεών προσφύγων, των νεωστί διωχθέντων από της Τουρκίας δια την διακοπήν των σχέσεων. Οικτρόν δε θέαμα παρίστα τας ημέρας εκείνας η πόλις των Αθηνών . . . η οποία απ’ άκρου εις άκρον εσίγησεν. . . Πάντα φρικαλέα και η σιωπή και ο κρότος των ποδών σου ηνώρθουν τας τρίχας σου’’. Και συνεχίζει ο Δραγούμης: ‘’Την πρωίαν μόνον ενίοτε δε και την εσπέραν προσέβαλλεν εις τα ακοάς ως γόος βαθύς ο πένθιμος τριγμός των φορείων, άτινα βαρέως και βραδέως ελαυνόμενα μετεκόμιζον σωρούς ασαβάνωτων, πολλάκις δε και ολόγυμνων νεκρών προς λάκκους, εις ους ρίπτοντες τα σώματα οι νεκροθάπται ως λίθους αργούς κατεκάλυπτον δι’ ασβέστου ως δια σινδόνης νεκρικής. Ενίοτε δε έβλεπες και ρακένδυτον γέροντα ιερέα, όστις κρατών σταυρόν και μόλις κινών τα χείλη επορεύετο μακράν προ του φορείου. Τους νόμους, την αστυνομίαν, τα νοσοκομεία, τους ιατρούς, τα πάντα και τους πάντες είχε παραλύσει ο φόβος και ο θάνατος. Υπουργοί και ο Νομάρχης και πολλοί των δημοσίων λειτουργών καταλείποντες αυτογνωμόνως τας θέσεις των κατέφυγον εις τα όρη και νήσους, αμειφθέντες μάλιστα επί τη παραβάσει του καθήκοντος δια παρασήμου υπό προσωληπτούσης εξουσίας. . .’’
Έγινε πρόταση στους συμμάχους να εφαρμοστεί υγειονομικός έλεγχος και να οριστεί υγειονομική γραμμή μεταξύ Αθήνας και Πειραιά, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους του Καποδίστρια, οι οποίοι είχαν αποδειχτεί αποτελεσματικοί σε παλιότερες μεμονομένες εμφανίσεις της επιδημίας σε διάφορα λιμάνια από επισκέψεις ξένων ναυτικών, αλλά οι Γάλλοι δεν δέχτηκαν τη λήψη υγειονομικών μέτρων κι έτσι η επάρατος ασθένεια ελεύθερα θέριζε κι αποδεκάτιζε την Αθήνα, ερημώνοντας τις φτωχογειτονιές.
‘’Ενίοτε δε έβλεπες και ρακένδυτον γέροντα ιερέα. . .’’ μας λέει ο Δραγούμης. Πολύ δικαιολογημένα θα αναρωτηθεί ίσως κάθε Έλληνας: Γιατί στις δυστυχίες και στις δύσκολες στιγμές διαφόρων αγώνων και δοκιμασιών βλέπουμε μόνο ‘’ρακένδυτον ιερέα’’, να συμπαραστέκεται τους δυστυχείς, να αναμιγνύεται με τους πάσχοντες και τους αδυνάτους, να προσπαθεί παρ’ όλη την αγραμματοσύνη του να γίνει, έστω και με μόνη την παρουσία του, αρωγός και παρηγορητής των δυστυχούντων και των κατατρεγμένων; Γιατί δεν βλέπουμε δεσπότη ή άλλον ανώτερο κληρικό; Μήπως τα μεταξωτά ράσα δεν αρμόζει να εμφανίζονται σε καταστάσεις δυστυχίας, κόπων και ταλαιπωριών και θεωρείται απρεπές το να αναμιγνύεται με το ‘’ποίμνιόν’’ τους ως συμπάσχοντες προστάτες του και πρωτοπόροι στα μαρτύριά του. Ή μήπως, για να εμφανιστούν οι άρχοντες του ιερατείου απαιτούνται και προϋποτίθενται περιστάσεις φαιδρότητας και επιδείξεων;
Επιπλέον, την εποχή της ξένης κατοχής, όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Πανεπιστημίου, ακαδημαϊκός και τότε υπουργός των Εξωτερικών Α. Ραγκαβής, οι Γάλλοι στρατιώτες στον Πειραιά έκαναν με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς την άδεια καμιάς ελληνικής αρχής ανασκαφές ιδιωτικής φύσεως και τα πλούσια αρχαία ευρήματά τους τα έστειλαν στις οικογένειές τους στη Γαλλία. Ο τότε υπουργός της Παιδείας, παρ’ ότι ειδοποιήθηκε σχετικά και υποκινήθηκε απ’ το Ραγκαβή, να διαμαρτυρηθεί για να σταματήσει το ιδιωτικό αυτό συστηματικό ξεπούλημα των ελληνικών αρχαιοτήτων, απέφυγε να επέμβει για να μην ερεθίσει τους τότε παντοδύναμους Γάλλους. Με τις ανασκαφές αυτές, εκτός των άλλων πολύτιμων ευρημάτων που φυγαδεύτηκαν στη Γαλλία, αφαιρέθηκαν και οι Καρυάτιδες του ανακαλυφθέντος τάφου της Πυθονίκης, φίλης του Δημητρίου του Πολιορκητού. Επίσης, ανακαλύφτηκε και λεηλατήθηκε αρχαιότατος ναός της Βενδιδίας Αρτέμιδος.
Κατά το έτος 1856, με εισήγηση των ξένων πρεσβευτών, ίσως και με επιδίωξη και της ίδιας της ελληνικής κυβέρνησης, όπως μας λέει ο Α. Ραγκαβής, έγινε απόπειρα διακανονισμού των χρεών της Ελλάδας προς τις τρεις ‘’Προστάτιδες Δυνάμεις’’, που αφορούσαν τα μέχρι τότε συναφθέντα δάνεια. Οι πρεσβευτές αποφάσισαν, ο διακανονισμός αυτός να γίνει ύστερα από εξέταση των οικονομικών της Ελλάδας από ξένη επιτροπή, διορισμένη απ’ τις τρεις Δυνάμεις για το σκοπό αυτό. Οι ίδιοι πρεσβευτές συγκρότησαν επιτροπή με πρόεδρο τον Άγγλο πρεσβευτή Ουάις και με τη βοήθεια και της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ευχαρίστως έθεσε στη διάθεσή τους κάθε στοιχείο και πληροφορία, άρχισαν τη συστηματική εξέταση των οικονομικών της χώρας.
Έτσι, μπήκε επίσημα ο ξένος έλεγχος και ιδιαίτερα ο αγγλικός στην Ελλάδα, με τη μορφή του γνωστού Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.), απομυζώντας τις πλουσιότερες προσόδους του κράτους, στραγγάλισε την Ελλάδα και δένοντάς την χειροπόδαρα την παρέδωσε στις απόλυτες διαθέσεις του αγγλικού κεφαλαίου. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο απώτερος σκοπός των Άγγλων, γιατί μόνο ύστερα από την επίσημη και μόνιμη οικονομική τους επιβολή και τακτοποίηση των Άγγλων μετόχων δέχτηκαν να λύσουν τον αποκλεισμό. Η γαλλική ‘’Εφημερίδα των συζητήσεων’’ έγραφε τότε, ότι ‘’η επιβολή του οικονομικού ελέγχου (στην Ελλάδα) συνέβαλε στην προλείανση του εδάφους για τη λύση του αποκλεισμού’’.
Έτσι, με την κατοχή και την πολιτική και οικονομική καταρράκωση της Ελλάδας, η Αγγλία πέτυχε να κρατήσει τον ελληνικό λαό, με κάθε αθέμιτο μέσο, μακριά από κάθε απελευθερωτική κίνηση, να διασφαλίσει την καταδυνάστευση της Τουρκίας επί των Ελλήνων και των άλλων χριστιανικών λαών και ταυτόχρονα να επιβάλει τον οικονομικό έλεγχο και να εξασφαλίσει κατά τον καλύτερο τρόπο τις βδελλορουφήχτρες, τους τοκογλύφους και αχόρταγους Άγγλους μετόχους.
Μια σύντομη αναδρομή και σε αδρές γραμμές ανάλυση του δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων που δόθηκε στην Ελλάδα το 1833 μας δίνει μια γενική εικόνα του μεγέθους της ‘’ωφέλειας’’ που είχε η Ελλάδα από τέτοιου είδους ‘’εξωτερικές βοήθειες’’. Ταυτόχρονα σκιαγραφεί τη λήστευση των δημοσίων πόρων από τους ξένους ‘’προστάτες’’ και την άνευ προηγουμένου διασπάθιση και ιδιοποίηση των εσόδων του κράτους απ’ τους ντόπιους αετονύχηδες.
Το 1833, με την άφιξη του Όθωνα και της αντιβασιλείας στην Ελλάδα, οι μεγάλοι ξένοι τραπεζίτες, κυρίως του Λονδίνου, με την εγγύηση των τριών Δυνάμεων, έδωσαν στην Ελλάδα δάνειο 60 εκατομμυρίων φράγκων. Το ποσό αυτό ήταν κολοσιαίο για κείνη την εποχή που η Ελλάδα είχε συνολικά 800 χιλιάδες κατοίκους και αν χρησιμοποιούνταν σωστά και μόνο για τον ελληνικό λαό, θα άλλαζε από τότε ακόμα η όψη της χώρας. Η βαυαρέζικη, όμως, αντιβασιλεία, μαζί με τους κάθε είδους ντόπιους ‘’προστατευόμενους των Δυνάμεων’’, καταλήστεψαν και κατασπατάλησαν τα χρήματα αυτά, αγνοώντας τελείως την Πατρίδα, τους φτωχούς αγωνιστές και το λαό γενικότερα.
Το ονομαστικό ποσό του δανείου ήταν 60 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα. Το πραγματικό, όμως, που έπρεπε να παραδοθεί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κατέβαινε στα 57 εκατομμύρια. Οι δανειστές χρέωναν 60 εκατομμύρια και παρέδιναν 57 εκατομμύρια, γιατί κρατούσαν 3 εκατομμύρια φράγκα για έξοδα του δανείου κλπ.. Δηλαδή, αμέσως-αμέσως οι δανειστές ωφελούνταν 3 εκατομμύρια. Από τα 57 εκατομμύρια πήραν πάλι οι δανειστές μέχρι το 1843, οπότε και εξαντλήθηκε το δάνειο, για τόκους και χρεολύσια 33 εκατομμύρια φράγκων. Κράτησαν πάλι οι δανειστές 2,5 εκατομμύρια για δόσεις και προκαταβολές που είχαν δώσει στον Καποδίστρια.
Πλήρωσαν στους Τούρκους 12,5 εκατομμύρια φράγκα για να αδειάσουν την Αττική και την Εύβοια, γιατί, παρ’ ότι τα μέρη αυτά είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα με παλαιότερες συνθήκες, η Τουρκία δεν τα περέδινε και η Αγγλία εμπόδιζε την κατάληψή τους από τους Έλληνες, για να δείξει έτσι τη στοργική φροντίδα και τη φιλία της προς το σουλτάνο. Τα υπόλοιπα 9 εκατομμύρια τα έφαγαν οι Βαυαροί και ιδίως η κλίκα του Άρμασμπεργκ, τα χαϊδεμένα παιδιά του Πάλμερστον και της Αγγλίας, που πήραν και φυγάδεψαν πολλά περισσότερα (συνολικά 19 εκατομμύρια φράγκα περίπου) κατά το διάστημα που κυβέρνησαν την Ελλάδα.
Στο μεταξύ, ο ελληνικός λαός πλήρωνε και ουδέποτε έπαψε να πληρώνει γι’ αυτά και τα άλλα σαν κι αυτά ξένα δάνεια, τα οποία πήρε μάλλον μόνο στα χαρτιά. Το 1878 το κεφάλαιο του περιβόητου αυτού δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων είχε γίνει 100 εκατομμύρια φράγκα και η Ελλάδα πλήρωνε 900 χιλιάδες φράγκα το χρόνο για έξοδα ενός δανείου που ποτέ δεν έλαβε.
Η γαλλική ‘’Εφημερίδα των συζητήσεων’’ έγραφε τότε, σύμφωνα με ό,τι είχε γίνει γνωστό από τις πρώτες έρευνες της επιτροπής του Δ.Ο.Ε. ότι, από το περίφημο δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων η Ελλάδα ωφελήθηκε μόνο 12.277.671 φράγκα, έμεινε δε οφειλέτης προς τις δυνάμεις, από το 1833 μέχρι το 1857, 36.124.672 φράγκων.
Ακόμα κι αυτά τα στοιχεία που μας δίνει η γαλλική εφημερίδα, αν τα παραδεχτούμε και αν τα θεωρήσουμε ακριβή και πραγματικά και προσπαθήσουμε να παραβλέψουμε την καθ’ όλα λογικότατη και επιβεβλημένη προσπάθεια της γαλλικής εφημερίδας να παρουσιάσει την εποχή εκείνη στις στήλες της ό,τι συμφερότερο θα μπορούσε για τους συμμάχους, προσπαθώντας έτσι να προστατέψει κατά το δυνατόν τα αγγλογαλλικά συμφέροντα και ταυτόχρονα να μετριάσει ή να καλύψει τον αντίκτυπο της επιβολής του Δ.Ο.Ε. στην Ελλάδα, προβάλλοντας όσο μπορούσε περισσότερο το δήθεν μεγαλόψυχο κι ανυστερόβουλο αγγλογαλλικό ενδιαφέρον προς τους Έλληνες, πάλι βλέπουμε ξεκάθαρα το μέγεθος της στυγνής οικονομικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας από τις μεγαλόθυμες τάχα ‘’Προστάτιδες Δυνάμεις’’.
Η ξένη κατοχή συνεχίστηκε ανενόχλητα, ώσπου τελείωσε ο Κριμαϊκός πόλεμος και υπογράφτηκε και η συνθήκη του Παρισιού. Η συνθήκη αυτή υπογράφτηκε στις 18/30 Μαρτίου 1856, την Κυριακή του Θωμά. Οι Άγγλοι, σκόπιμα και με πολλή υποκρισία, διάλεξαν τη μέρα αυτή για την υπογραφή της ειρήνης, επειδή στο Ευαγγέλιο και των δύο Εκκλησιών, Ορθόδοξης και  Καθολικής, τη μέρα αυτή αναγράφεται το ‘’Ειρήνη υμίν’’. Οι Άγγλοι υπολόγιζαν, εκμεταλλευόμενοι τη ρήση αυτή του Ευαγγελίου, να προβληθούν στα μάτια των λαών σαν φιλειρηνικοί, δίκαιοι και προστάτες της αγαθής συμφιλίωσης των κρατών. Προσεχτικοί στους τύπους οι Άγγλοι αλλά αδιάφοροι στην ουσία, ξεχνούσαν την αδικία που έδειξαν και έδειχναν προς τους μικρούς λαούς και ιδιαίτερα στους σκλαβωμένους στην Τουρκία και ξεχνούσαν τη βαρβαρότητα που ακόμα εξασκούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Τη συνθήκη αυτή υπέγραψαν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Σαρδηνία και η Τουρκία. Επίσης, υπογράφτηκε και χωριστή ρωσοτουρκική συνθήκη στο Παρίσι, με την οποία ρυθμιζόταν το καθεστώς του Εύξεινου Πόντου και οι σχέσεις των δύο χωρών στην περιοχή αυτή.
Υπογράφτηκε και τρίτη συνθήκη στο Παρίσι, ύστερα από λίγες μέρες (15 Απριλίου 1856) μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Αυστρίας, με την οποία οι τρεις Δυνάμεις, όχι μόνο εγγυούνταν την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, αλλά δήλωναν, ότι θα θεωρούσαν άμεσο και κατευθείαν πολέμιό τους όποιον επιτεθεί κατά της Τουρκίας ή θελήσει να αφαιρέσει εδάφη της ή απλώς απειλήσει την εδαφική της ακεραιότητα. Η συνθήκη αυτή ξαναζωντάνευε την περιβόητη ‘Ιερή Συμμαχία’’ και δολοφονούσε τα ελληνικά όνειρα και τις ελπίδες για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων τουρκοκρατούμενων ελληνικών περιοχών. Έτσι, από τη μια μεριά οι Άγγλοι φαρισαϊκά και υποκριτικότατα διαλέγουν την Κυριακή του Θωμά για την υπογραφή της ειρήνης και δημοκοπικά επικαλούνται το ‘’Ειρήνη υμίν’’ του Ευαγγελίου κι απ’ την άλλη μεριά αγνοούν, δολοφονούν, τορπιλίζουν και σβήνουν κάθε ελπίδα απελευθέρωσης των σκλαβωμένων λαών.
Ύστερα από τη συνθήκη αυτή, η μόνη ελπίδα που απομένει στους σκλαβωμένους λαούς για την καλυτέρεψη της μαύρης ζωής τους είναι η ‘’μεγαλοψυχία’’ του σουλτάνου. Με αγγλική υπόδειξη και προτροπή, η Πύλη εξέδωσε σουλτανικό διάταγμα (1856), το περίφημο Χάτι-Χουμαγιούν. Μ’ αυτό καθιερώνονταν, θεωρητικά και στα χαρτιά μόνο, ισότητα πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων σ’ όλους τους υπηκόους του σουλτάνου. Στην πραγματικότητα, το Χάτι-Χουμαγιούν έγινε αιτία, ώστε να προκύψουν στον πολιτικό ορίζοντα της Ανατολής, όπως διορατικότατα προέβλεψαν και μαεστρικά προσχεδίασαν οι Άγγλοι, διάφορες φυλετικές διαρέσεις και ιδιαίτερα ανάμεσα στους κατεχόμενους απ’ την Τουρκία λαούς, οι οποίες εξελίχτηκαν με τον καιρό σε φυλετικές διεκδικήσεις και αξιώσεις πολέμιες προς τον ελληνισμό και οι οποίες έβλαψαν τη συνοχή και εμπόδισαν την πρόοδο των Βαλκανίων και καθυστέρησαν την απελευθέρωση των χριστιανικών λαών του Αίμου. Σιγά-σιγά, το μέχρι τώρα επιδεικνυόμενο ζωηρό και μονολιθικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για τους ορθοδόξους γενικά χριστιανούς κι ιδιαίτερα για τους  υπόδουλους, μοιραζόταν και κομματιαζόταν, επηρεαζόμενο από φυλετικές διακρίσεις, μια που ο διαβρωτικός σπόρος των αγγλικών θεωριών του ‘’διαίρει και βασίλευε’’, ο οποίος ξεπετάχτηκε έντεχνα απ’ τα σουλτανικά διατάγματα, βρήκε έδαφος και βλάστησε και διαίρεσε τους σκλάβους και τους ελεύθερους Βαλκάνιους. Έτσι, με το πέρασμα των χρόνων, η Ρωσία, ο μέγιχτος αυτός υπερασπιστής των ελληνικών δικαίων, αδιαφόρησε ή έγινε υπέρμαχος ανθελληνικών ενεργειών και τάχτηκε υπέρ των νέων ορθόδοξων γειτονικών εθνοτήτων.
Αλλά η υπουλότητα και η δολοπλοκία των Άγγλων δεν σταμάτησε εδώ. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι (Πάλμερστον και Ναπολέων ο Γ’), αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης στο Παρίσι, ζήτησαν από το Συνέδριο να πάρει αποφάσεις αόριστες για τη διασφάλιση των μελλοντικών συμφερόντων των συμμάχων στα Βαλκάνια. Προτείνοντας αυτό οι Αγγλογάλλοι στο Συνέδριο είχαν υπόψη τους, οι μεν Γάλλοι τη συνέχιση της ανάμιξής τους στα εσωτερικά της Ιταλίας, οι δε Άγγλοι την ανάμιξή τους στα εσωτερικά της Ελλάδας. Επιδίωκαν με αοριστίες, να ληφθεί κάποια απόφαση από το Συνέδριο ή να εκφραστεί κάποια ευχή απ’ τους συνέδρους, ώστε να δημιουργηθεί ένα ευρύ κι ελαστικό προηγούμενο, βάσει του οποίου με κάποια νομιμοφάνεια και κάπως επίσημα να μπορούν να επεμβαίνουν οι Αγγλογάλλοι στα εσωτερικά και των άλλων χωρών.
Καταστρώνεται, λοιπόν, από τους Άγγλους ένα σατανικό και καλά  μελετημένο σχέδιο απάτης των άλλων συνέδρων. Ο Καβούρ της Σαρδηνίας προσπαθούσε να διώξει τον πρίγκιπα Καρινιάν απ’ το θρόνο της Σαβοΐας και να φέρει τον πρίγκιπα Βίκτωρα Εμμανουήλ. Πλησίασαν, λοιπόν, οι Αγγλογάλλοι τον Καβούρ και του πρότειναν, ότι θα υποστήριζαν τις επιδιώξεις του, αν αυτός εισηγούνταν κάπως στο Συνέδριο, για να ληφθεί απόφαση ή να εκδηλωθεί η επιθυμία των Δυνάμεων, ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να ενδιαφέρονται και να προσπαθούν για τη λύση διαφόρων ζητημάτων των μικρών κρατών και να επιτραπεί σ’ αυτές να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους αυτό και εμπράκτως όταν αυτές το θεωρούν σκόπιμο. Ο Καβούρ θα προέβαινε σε μια τέτοια εισήγηση, ορμώμενος δήθεν απ’ την κακή κατάσταση των εσωτερικών του κράτους της Νεάπολης και των ιταλικών κρατηδίων γενικότερα. Πίσω απ’ αυτό, βέβαια, θα κρυβόταν και η επιθυμία των Ιταλών για την εκκένωση των παπικών εδαφών απ’ τους Αυστριακούς. Μια τέτοια εισήγηση, αόριστη φαινομενικά, θα ανάγκαζε τα άλλα κράτη να πάρουν, χωρίς να το θέλουν, κάποια θέση και να εκδηλώσουν απονήρευτα κάποιο ενδιαφέρον για εσωτερικό θέμα μικρού κράτους, πράγμα το οποίο θα άνοιγε το δρόμο στην παραδοχή του αξιώματος, ότι οι Μεγάλες δυνάμεις θα πρέπει να μην παραβλέπουν τα μικρά κράτη και να παίρνουν κάποια θέση για την τάχα καλύτερη λύση των εσωτερικών τους προβλημάτων. Όταν το θέμα αυτό θα ετίθετο στο Συνέδριο για συζήτηση, οι Άγγλοι έντεχνα θα εισηγούνταν το γάμο της χήρας του δούκα Καρόλου του Γ’ της Πάρμας, Μαρίας Θηρεσίας, με τον πρίγκιπα της Σαβοΐας Καρινιάν και θα πρότειναν τον Καρινιάν για βασιλιά της Ελλάδας, διώχνοντας έτσι τον Όθωνα. Τότε, η Μαρία Θηρεσία, ως γυναίκα του Καρινιάν, θα γινόταν βασίλισσα της Ελλάδας και θα παραιτούνταν κι αυτή και ο γιος της Ροβέρτος ο Α’, ο οποίος θα γινόταν διάδοχος της Ελλάδας, απ’ όλα τους τα δικαιώματα επί του θρόνου της Σαβοΐας. Με τον τρόπο αυτό, θα έμενε κενός ο θρόνος της Σαβοΐας και οι Αγγλογάλοι θα έφερναν στη Σαβοΐα βασιλιά το Βίκτωρα Εμμανουήλ, όπως ήθελε ο Καβούρ. ‘Ετσι, θα διώχνονταν ο Όθωνας από την Ελλάδα, η Μαρία Θηρεσία απ΄ την Πάρμα, ο Καρινιάν και ο Ροβέρτος απ’ τη Σαβοΐα και θα γινόταν βασιλιάς της, κατά την επιθυμία του Καβούρ, ο Βίκτωρ Εμμανουήλ.
Επιπλέον, οι Άγγλοι πρότειναν στον Καβούρ ότι, αν θιγόταν στο Συνέδριο το θέμα της συνεχιζόμενης ακόμα κατοχής της Ελλάδας από τους Άγγλους, να θίξει αυτός αμέσως το θέμα της  κατοχής των εδαφών του παπικού κράτους απ’ τους Αυστριακούς. Τότε, οι Άγγλοι θα εξαρτούσαν τον τερματισμό της κατοχής της Ελλάδας από τον τερματισμό της κατοχής των ιταλικών εδαφών από τους Αυστριακούς. Υποσχέθηκαν δε στον Καβούρ ότι, αν η όλη υπόθεση εξελισσόταν αισίως και οι σκοποί τους πετύχαιναν, τότε δε θα είχαν αντίρρηση (οι Άγγλοι) όλα τα παπικά εδάφη που θα εκκενώνονταν από τους Αυστριακούς να δοθούν στη Σαρδηνία.
Πραγματικά, αφού όλη η πλεκτάνη καταστρώθηκε καλά, ο πρόεδρος του Συνεδρίου και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Βελένσκυ (νόθος γιος του Ναοπολέοντα με κάποια Πολωνέζα) κάλεσε έκτακτα στις 27 Μαρτίου/8 Απριλίου 1856, δέκα μέρες μετά την υπογραφή της ειρήνης και τη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου, τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων σε συνεδρίαση και πονηρά προσπάθησε να αποσπάσει κάποια αόριστη απόφαση ή γενικότερη ευχή του Συνεδρίου, η οποία να επιτρέπει έντεχνα και κεκαλυμμένα μελλοντικές επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά των μικρών κρατών, όταν αυτές, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, θα το έκριναν επιβεβλημένο και σκόπιμο.
Οι Άγγλοι, επιπλέον, χωρίς να αναφέρονται καθόλου στη συνεχιζόμενη κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά, παρουσίαζαν την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας ως οικτρή και άθλια και ζητούσαν από το Συνέδριο εξουσιοδότηση, για να επιφέρουν ‘’την ενδεδειγμένη ριζική θεραπεία’’, όπως τόνιζαν οι αντιπρόσωποί τους στο Συνέδριο. Οι προθέσεις τους, όμως, αυτές ματαιώθηκαν, γιατί, εκτός από τους Ρώσους και οι Βαυαροί, Πρώσοι και Αυστριακοί αντιπρόσωποι αντιλήφθηκαν την αγγλική πλεκτάνη και αρνήθηκαν να πάρουν θέση στη συζήτηση του θέματος. Αυτό ματαίωσε τα αγγλικά σχέδια και η συνεδρίαση λύθηκε χωρίς αποτέλεσμα.
Στο μεταξύ, τα αγγλογαλλικά στρατεύματα συνέχιζαν να κατέχουν την Ελλάδα και μόνο ύστερα από έντονη διαμαρτυρία του Ρώσου υπουργού των Εξωτερικών Γκορτσάκωφ, ο οποίος διαδέχτηκε το γέροντα πια Νεσελρώδε, οι Αγγλογάλλοι έφυγαν απ’ την Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1857 κι έληξε η ξένη κατοχή, η οποία κράτησε περίπου τρία χρόνια και επισώρευσε τόσα δεινά στη χώρα μας.

No comments:

Post a Comment