Wednesday, March 16, 2011

Έθιμα του χωριού Αλέκου Αγγελίδη

Έθιμα του χωριού
                                                                                           Αλέκου Αγγελίδη

Πολλά και ποικίλα είναι –και προπαντός ήταν- τα ήθη και έθιμα των ελληνικών χωριών, και πάρα πολλά τα ιδιαίτερα σημεία τους, στα οποία θα μπορούσε να σταματήσει κανείς και να αναφερθεί με περισσότερες λεπτομέρειες. Ιδιαίτερα, όμως, ξεχωρίζουν οι συνήθειες που επικρατούσαν στα χωριά της Πιερίας τις μέρες των Μεγάλων Γιορτών και των Πανηγυριών.
Την παραμονή μεγάλης γιορτής, όπως Αποκριά, Πάσχα, Χριστούγεννα ή την παραμονή της μέρας που επρόκειτο να κοινωνήσουμε στην εκκλησία, πηγαίναμε στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων μας και ζητούσαμε συγχώρεση.
Κάναμε τρεις μετάνοιεςς, τους φιλούσαμε το χέρι και περιμέναμε σκυφτοί τη συγχώρεσή τους. Κι εκείνοι, μας χάιδευαν το κεφάλι, μας φιλούσαν στα μαλλιά και, μαζί με τη συγχώρεσή τους, μας έδιναν και καμιά καραμέλα, κανένα πρόχειρο σπιτίσιο γλυκό ή κανένα φρούτο της εποχής, ανάλογα με τον καιρό και την περίπτωση.
Κάπου-κάπου, έπεφτε και καμιά δεκάρα, αλλ’ αυτό ήταν σπάνιο φαινόμενο και κάτι για τους πολύ τυχερούς. Επειδή δε εμείς δεν το περιμέναμε αυτό, μας έκανε, όταν ερχόταν, ξεχωριστή εντύπωση και πολύ χαρούμενους.
Παλιότερα, στις μεγάλες γιορτές και ιδίως τη μέρα του πανηγυριού του χωριού, τότε που γιόρταζε η πρώτη εκκλησία του τόπου, έρχονταν στο χωριό κι άλλοι επισκέπτες, συγγενείς και φίλοι διάφορων οικογενειών.
Υπήρχαν περιπτώσεις που έρχονταν και δυο και τρεις οικογένειες σ’ ένα σπίτι απ’ το ίδιο ή κι από διαφορετικά χωριά. Κατέφθαναν όλοι με μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια, που τα σαμάρια τους ήταν στολισμένα με χρωματιστά μάλλινα χοντρά υφαντά, όπως, κουβέρτες, κιλίμια ή βελεντσιά, που φάνταζαν από μακριά. Τα ζώα είχαν καινούργια καπίστρια, στολισμένα με χρωματιστές χάντρες, και γυαλιστερά διπλά ή τριπλά κουδούνια στο λαιμό τους με καθαρό και διαπεραστικό ήχο, σαν κι εκείνα περίπου που είχαν κι οι καλόγεροι στα μουλάρια τους, όταν κατέβαιναν μετά τ’ αλώνια –καραβάνια ολόκληρα- απ’ τα διάφορα μοναστήρια, κοντινά ή μακρινά, για να μαζέψουν τα ‘’δοσίματα’’ όπως τα έλεγαν για το μοναστήρι τους, πράγμα που οι ίδιοι είχαν απ’ τον πολύ παλιό ακόμα καιρό της τουρκοκρατίας καθιερώσει κι επιβάλλει στους χωρικούς, ή για να περιφέρουν κάποια κάρα ή ένα χέρι ή πόδι κάποιου υποτιθέμενου ‘’αγίου’’ στο χωριό, προς αφαίμαξη των φτωχών κολίγων, πλουτισμό του μοναστηριού και ταπείνωση του δόλιου του Αγίου.
Τώρα, με τους πανηγυριστές ή ‘’παγγυριώτες’’ κατά τη ντόπια διάλεκτο, το χωριό έπαιρνε άλλη όψη.
Οι δρόμοι αχολογούσαν ως αργά τη νύχτα της παραμονής, απ’ τα χαρακτηριστικά κι άγνωστα ως χθες κουδουνίσματα των ζώων των ξένων, που κατέφθαναν και διέσχιζαν τους δρόμους του χωριού.
Μάλιστα, πολλά απ’ τα κουδουνίσματα ήταν τόσο χαρακτηριστικά, που οι γεροντότεροι του χωριού, με την πείρα που είχαν, καθώς τ’ άκουγαν μέσα στ’ απόβραδο ή τη νύχτα, μπορούσαν να πουν ποιος έρχονταν, από ποιο χωριό ήταν και σε ποιανού σπίτι πήγαινε..
Βέβαια, όλη τη νύχτα τα σκυλιά ήταν ανάστατα. Το πέρασμα των ξένων, η οσμή και οι οπλές των ζώων, οι ασυνήθιστοι χτύποι των κουδουνιών, τα ερέθιζαν και τα αναστάτωναν, για να αναστατώσουν κι αυτά με τη σειρά τους και να κρατήσουν με τα γαυγίσματά τους άγρυπνο όλη σχεδόν τη νύχτα το χωριό.
Αλλά και το σκηνικό που παρουσίαζε το χωριό το πρωί της μέρας της γιορτής ήταν τελείως διαφορετικό απ’ το συνηθισμένο. Οι αυλές των σπιτιών με τα ξένα ζώα, που σαμαρωμένα ή ξεσαμάρωτα, δεμένα κάτω από τα δέντρα, έτρωγαν λαίμαργα το ξένο χόρτο, που μπόλικο τους έδιναν οι χωριανοί νοικοκυραίοι, για να ευχαριστήσουν τα φιλοξενούμενα αφεντικά τους και για να δείξουν την εκτίμησή τους, οι ξένοι επισκέπτες, ντυμένοι στα καλά τους, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι και οι σπιτικοί που πάσχιζαν να περιποιηθούν τους μουσαφιραίους τους και ταυτόχρονα να παρατηρήσουν και να διαπιστώσουν ποιος απ’ τους ξένους στη γειτονιά έχει το καλύτερο και το πιο εντυπωσιακό ζώο ή το πιο σκελετωμένο κι άχρηστο, έδιναν μια άλλη, πρωτότυπη, σπάνια και μοναδική εικόνα στο χωριό.
Το όλο σκηνικό γίνονταν εντυπωσιακότερο, όταν οι σπιτικοί και οι ξένοι ξεκινούσαν για την εκκλησία.
Με το χτύπημα συνήθως της δεύτερης καμπάνας, ξεκινούσαν όλοι για την εκκλησία που γιόρταζε. Τότε γέμιζαν οι δρόμοι από μαύρες ή σκούρες μπλε υφαντές βράκες και στενά κοντόπαλτα, ή μακριά κεντητά φουστάνια και ποικιλόχρωμα μεταξωτά τσεμπέρια γεμάτα πούλιες και μικρές χάντρες, που γυάλιζαν στον ήλιο κι εντυπωσίαζαν.
Έπρεπε όλοι να φτάσουν στην εκκλησία πριν χτυπήσει η τρίτη καμπάνα, αν ήθελαν να μην τους πάρουν για καθυστερημένους. Γι’ αυτό, την ώρα αυτή –ανάμεσα δεύτερης και τρίτης καμπάνας- οι δρόμοι του χωριού ήταν γεμάτοι από μικρές ή μεγάλες παρέες, που όλες βάδιζαν για τον ‘’Άγιο’’ που γιόρταζε.
Όπως οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, έτσι κι οι επισκέπτες, ‘’οι παγγυριώτες’’, που προέρχονταν απ’ τα γύρω χωριά, ήταν φτωχοί κολίγοι, σκλάβοι κι είλωτες στον ίδιο τσιφλικά και στερούνταν τα πάντα. Κι επειδή, ακόμα και τα πιο στοιχειώδη τα στερούνταν όλοι, η στέρηση ήταν γενική, γι’ αυτό δεν ήταν και τόσο αισθητή.
Βέβαια, οι τσιφλικάδες τα είχαν όλα, αλλά, όπως έλεγαν κι οι παπάδες ‘’αυτό ήταν από Θεού δοσμένο’’ κι οι φτωχοί κολίγοι έπρεπε να μη ζηλοκοιτάζουν αλλά να περιορίζονται πάντοτε στη φτώχεια τους.
Ένα αρνί για τους πιο ευκατάστατους, μια-δυο κότες για τους άλλους, λίγα πράσα ή πατάτες, λίγο πλιγούρι ή τραχανάς και μαζί με την καθιερωμένη κι απαραίτητη πίτα, έλυναν το πρόβλημα του μεσημεριανού ή και του βραδινού τραπεζιού.
Εκείνο που δεν λύνονταν εύκολα, και που πολλές φορές δημιουργούσε και παρεξηγήσεις, ήταν το πρόβλημα των παπουτσιών.
Τα παπούτσια εκείνη την εποχή κι ιδιαίτερα τα ανδρικά, ήταν σπάνια στο χωριό, καθώς και στα γύρω χωριά, που όλα βρίσκονταν στην ίδια, –σχεδόν μηδενική-,  οικονομική και μορφωτική μοίρα.
Και μιλάμε για μια εποχή πάνω από 100 χρόνια πίσω, τότε που επικρατούσε παντού το τσαρούχι.
Τα παπούτσια ήταν τόσο σπάνια, που θεωρούνταν το πιο ακριβό κι εντυπωσιακό δώρο σ’ ένα γάμο. Μάλιστα, πολλές φορές αναφέρονταν ρητά στα προικοσύμφωνα σε ποιον θα προσφερθεί τη μέρα του γάμου οπωσδήποτε ένα ζευγάρι παπούτσια και τι χρώμα θα έχει.
Οι γεροντότεροι και οι ενήλικες, εκτός απ’ τα καθημερινά τους τσαρούχια, είχαν συνήθως κι ένα ζευγάρι γιορτινά, που τα έφτιαχναν οι ίδιοι –πιο περιποιημένα όμως- από γουρουνίσιο ακατέργαστο δέρμα, και τα κρατούσαν παράμερα σαν γιορτινά, για τις ‘’μεγάλες μέρες’’ και για την εκκλησία.
Κάπου-κάπου, όμως, βρίσκονταν στα σπίτια και κανένα ζευγάρι χοντροπάπουτσα, μεγάλου νούμερου, για να χωρούν σ’ ολωνών τα πόδια.
Αυτά τα μοναδικά για το σπίτι παπούτσια τα φορούσε ο γεροντότερος της οικογένειας ή εκείνος που τύχαινε να γιορτάζει κι έπρεπε κατά τη συνήθεια να πάει τη μέρα εκείνη της γιορτής του στην εκκλησία.
Σε περίπτωση ερχομού επισκεπτών στο σπίτι, όπως τώρα με τους ‘’παγγυριώτες’’, που έρχονταν κι αυτοί κατά το πλείστο με τα τσαρούχια, τα παπούτσια τα φορούσε ή ο γεροντότερος απ’ όλους που βρίσκονταν στο σπίτι, ή ο επισημότερος απ’ τους ξένους.
Κι εδώ έπρεπε να επιλεγεί με προσοχή εκείνος που έπρεπε να φορέσει τα παπούτσια, για να μην δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παρατράγουδα κι από μέρους των φιλοξενουμένων, αλλά κι από μέρους των χωριανών, που προσπαθούσαν να παρατηρήσουν και να κρίνουν το κάθε τι.
Επομένως, μια κακή από μέρους του οικοδεσπότη εκτίμηση της αρχαιότητας ή της σπουδαιότητας των φιλοξενουμένων του, μπορούσε να βάλει τα παπούτσια σε ανάξια κατά την κρίση των άλλων πόδια και να ρίξει μπελάδες στο κεφάλι του. Τότε, ξεσπούσε ανοιχτή παρεξήγηση και οι θιγέντες ξένοι ή μέρος απ’ αυτούς έφευγαν αμέσως απ’ το σπίτι κι απ’ το χωριό, γεγονός που γίνονταν γρήγορα αντιληπτό απ’ όλους, μια που ο προσβληθής διέσχιζε το χωριό με κατεβασμένα μούτρα κι αμίλητος, με κακοσελωμένο απ’ τη βιασύνη και την ταραχή του το ζώο του, χωρίς στρωμένα κιλίμια στο σαμάρι και με βουλωμένο με χόρτα το κουδούνι που είχε το ζώο του στο λαιμό. Άλλοτε πάλι, συγκρατιόταν προσωρινά οι θυμοί για να επωαστούν με τον καιρό, να κοχλάσουν και να ξεσπάσουν αργότερα.
Πάντως, οι τυχεροί, με τα παπούτσια στα πόδια, τραβούσαν μπροστά σε κάθε παρέα καθώς πήγαιναν στην εκκλησιά, ή γύριζαν απ’ αυτή και στο συρτό θόρυβο των τσαρουχιών επικρατούσε και ξεχώριζε ο ξερός και βαρύς κρότος της πρόκας, που ηχηρή κι αγέροχη βαρούσε και τραυμάτιζε χωρίς οίκτο τους κακοτράχαλους δρόμους του χωριού, υπογραμμίζοντας την παρουσία της και τονώνοντας περισσότερο το καμάρι του τιμώμενου κατόχου των παπουτσιών. Ο κρότος αυτός ήταν εντονότερος και πιο διακριτικός, αν τύχαινε τα παπούτσια νά ‘ρχονται μεγάλα σ’ αυτόν που τα φορούσε. Τότε, τα τακούνια τους χτυπούσαν με περισσότερη μανία το γκαλντερίμι ή το χώμα, καθώς μπαινόβγαιναν ασύδωτα στα πόδια του.
Εκτός, όμως, απ’ τα παπούτσια, ο σπιτονοικοκύρης έπρεπε να προσφέρει και ένα-δυο μιτιλίκια (τούρκικα κέρματα μικρής αξίας) στους φιλοξενουμένους του, ή τουλάχιστο στον πρώτο απ’ αυτούς, για ν’ αγοράσει απ’ το παγκάρι το κερί που θα άναβε στον ‘’Άγιο’’ και να ρίξει κάτι και στο δίσκο.
Συνήθως, το μιτιλίκι ρίχνονταν απ’ τους κακοπροαίρετους ιδιαίτερα επιδεικτικά στο δίσκο, για να το δουν κι οι άλλοι και να εκτιμήσουν τη γενναιοδωρία ή την τσιγγουνιά εκείνου που τους φιλοξενούσε. Καμιά φορά, όμως, ο ξένος δεν έριχνε όλο το ποσό που του είχε δώσει ο οικοδεσπότης του κι αυτό, όταν πάλι γίνονταν γνωστό, δημιουργούσε παρεξηγήσεις. Και, η μη παροχή χρημάτων απ’ τον οικοδεσπότη στους φιλοξενουμένους του, ή η μη παροχή επαρκών για την αξιοπρέπειά τους, είχε και πάλι σα συνέπεια τη δημιουργία προστριβών και προβλημάτων.
Συνήθως λοιπόν, έπρεπε ο οικοδεσπότης να μεριμνήσει για φαγητό, ύπνο, παπούτσια και χαρτζιλίκι για τους ξένους του, πράγμα βαρύ και πολλές φορές δυσβάσταχτο για ένα διπλά σκλαβωμένο ραγιά και κολίγο.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, η όλη συνήθεια –έστω και με τις μικροπαρεξηγήσεις της- έδινε έναν άλλο τόνο στη φτωχή, πεζή και ταλαίπωρη καθημερινότητα της ζωής του χωριού.
Το απόγευμα ακολουθούσε χορός στο κέντρο του χωριού, στο ‘’χροστάσι’’, όπου ντόπιοι και ξένοι χόρευαν μαζί, με γκάιντες, κλαρίνα και νταούλια.
Κι εδώ οι ντόπιοι πλήρωναν κάτι στο γκαϊντατζή, κολλώντας του ένα τούρκικο ή ελληνικό αργότερα νόμισμα στο μέτωπο, για να παίξει να χορέψουν οι ξένοι του.
Ο χορός και το γλέντι συνεχίζονταν ως αργά τη νύχτα στο χροστάσι ή στα σπίτια κι όλη τη νύχτα ακούγονταν στα χαγιάτια των σπιτιών που φωτίζονταν με τις γκαζόλαμπες (λάμπες πετρελαίου), γνωστά συνήθως τραγούδια, για τη λεβεντιά, την αγάπη, τα βάσανα της ζωής, τους καημούς και τους πόθους των κολίγων, που δεν είχαν μοίρα στον ήλιο και τόπο στη γη.
Άλλα απ’ αυτά ήταν τραπεζιάτικα κι άλλα χορευτάρικα και τραγουδιόταν με κάποια σειρά. Ένας έμπειρος στις συνήθειες του τόπου μπορούσε απ’ το τραγούδι που άκουγε να καταλάβει σε ποιο σημείο βρίσκονταν το γλέντι. Τελευταία άφηναν τα φαιδρά και τα πειραχτικά τραγούδια, που απευθύνονταν στις πεθερές, στα γεροντοπαλίκαρα, στους παπάδες, στις παπαδιές και στους καλόγερους.
Την άλλη μέρα έφευγαν οι ξένοι επισκέπτες, παίρνονταν μαζί τους και το φανταχτερό σκηνικό που είχαν απλώσει για λίγο στο χωριό κι όλοι ξαναγύριζαν και πάλι στην πεζότητα και στην καθημερινή μιζέρια ως το άλλο πανηγύρι, που θα τους ξαναδίνονταν η ευκαιρία να ξεχάσουν για λίγο και πάλι τα βάσανά τους, ή να ξαναθυμηθούν εντονότερα και να ξανατραγουδήσουν με πολύ καημό και μεγάλη θλίψη, είτε σαν οικοδεσπότες στο χωριό τους, ή σαν φιλοξενούμενοι σε κάποιο άλλο κοντινό χωριό.

No comments:

Post a Comment