Wednesday, March 30, 2011

Μακεδονικό Πρόβλημα


Μακεδονικό Πρόβλημα
Εισήγηση του Αλέκου Αγγελίδη σε Συνέδριο
Απόδημων Πιεριέων στην Κατρίνη το 1991.

Μια Θέση και μια Άρνηση δημιουργούν βάση και αρχή
μεγάλου προβλήματος στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα

Το Μακεδονικό ζήτημα, όπως είναι γνωστό στις μέρες μας, είναι ένα παρακλάδι ή παράγωγο, κατάλοιπο του μεγάλου Ανατολικού Ζητήματος, του οποίου η αρχή ή καλύτερα η διπλωματική του διατύπωση πάει 140 χρόνια πίσω.
Οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Αυστραία εποφθαλμιούν τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία αρχίζει να καταρρέει και κάθε μια απ’ αυτές ετοιμάζεται και προσπαθεί, με την  πτώση του σουλτάνου, να ιδιοποιηθεί, όχι μόνο το πιο μεγάλο αλλά και το πιο ζωτικό τμήμα της καταρρέουσας αυτοκρατορίας. Το ζωτικότερο φυσικά τμήμα της και το άμεσα εποφθαλμιούμενο απ’ όλους είναι το Βαλκανικό και ιδιαίτερα το κομμάτι που βρέχεται απ’ το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο, ως τη Μαύρη Θάλασσα, γιατί και στρατηγικό είναι και εύφορο.
Όλους και ειδικότερα τους Αυστριακούς και τους Ρώσους τους ενδιαφέρει η έξοδος προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το διαμελισμό και το μοίρασμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας το πρωτοαναφέρουν σε επίσημο επίπεδο αλλά σε ανεπίσημη συζήτηση ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλας με τον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Πετρούπολη Χάμιλτον Σέυμουρ, σ’ ένα δείπνο στο παλάτι της μεγάλης δούκισας Ελένης Παυλόβνας, το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου 1852.
Εκεί, ο Νικόλαος, απευθυνόμενος στο Σέυμουρ, χαρακτήρισε την οθωμανική αυτοκρατορία σαν ‘’μεγάλο ασθενή’’. Αργότερα, ο Αυστριακός καγγελάριος Μέττερνιχ ισχυρίστηκε, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είχε γίνει νωρίτερα απ’ τον τσάρο σ’ αυτόν στη Βιέννη. Ο Μέττερνιχ λέει, ότι ο τσάρος Νικόλαος τον ρώτησε τότε: ‘’Πρίγκιψ, τι φρονείς περί Τουρκίας, δεν είναι ασθενής’’; Και ο Μέττερνιχ απάντησε: ‘’Ως ιατρόν με ερωτά η υμετέρα μεγαλειότης ή ως κληρονόμον’’;
Κι απ’ τις τρεις, λοιπόν, Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης η Τουρκία θεωρούνταν και επίσημα πια σαν ο μεγάλος ασθενής και απόβλεπαν και οι τρεις στο πώς να σφετεριστούν το μεγαλύτερο μέρος της άνομης περιουσίας του ετοιμοθάνατου αρρώστου. Για το σκοπό αυτό, η κάθε μια μεταχειρίστηκε δικές της μεθόδους και τακτικές, που βασικά δεν διέφεραν πολύ μεταξύ τους. Προσπάθησαν και οι τρεις να οικειοποιηθούν τους κατοικούντες στους χώρους αυτούς πληθυσμούς, να τους εξευμενίσουν, να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους στρέψουν κατά της Τουρκίας. Για το σκοπό αυτό, κινήθηκαν εντονότερα η Ρωσία και η Αγγλία, χωρίς φυσικά να μείνει πίσω και η Αυστρία. Η Ρωσία προσπάθησε να πραγματοποιήσει το παλιό της σχέδιο δημιουργίας νέας Ορθόδοξης αυτοκρατορίας στο χώρο των Βαλκανίων, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και κύριο στοιχείο το ελληνικό και πρόσφερε ανάλογες ευκαιρίες στο μικρό ελληνικό βασίλειο. Η Αγγλία αντέδρασε φυσικά, όπως και η Αυστρία και η αγγλική διπλωματία και επιρροή στην Ελλάδα κατάφερε να αδρανοποιήσει κάθε ελληνική πρόθεση και προσπάθεια συνεργασίας με τη Ρωσία και να αποδυναμώσει κάθε επίσημη κίνηση των Αθηνών.
Ύστερα απ’ την αποτυχία της αποστολής Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη και Κορνίλωφ στην Αθήνα, η Ρωσία κι αφού συνήλθε απ’ τον Κριμαϊκό πόλερμο, επιμένοντας στην έξοδό της στη Μεσόγειο και επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της τα Στενά του Ελλησπόντου, κήρυξε το 1877 τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και προσπάθησε να πάρει με το μέρος της τους Σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων και ιδιαίτερα τους Βουλγάρους, που βρίσκονταν και πιο κοντά στα Στενά. Με τη συνθήκη δε του Αγίου Στεφάνου το 1878 (3 Μαρτίου) δημιουργεί μεγάλη Βουλγαρία, παραχωρόντας σ’ αυτήν ολόκληρη τη Θράκη, ώστε μέσω αυτής να βγει και η ίδια στο Αιγαίο.
Κατά των όρων της Συνθήκης αυτής αντιδρά η Αγγλία και συγκεντρώνει αποικιακό στρατό στην Αίγυπτο, με την απειλή του οποίου αναγκάζει τη Ρωσία να προσέλθει στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου 1878), το οποίο και ανατρέπει τους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και περιορίζει τη Βουλγαρία στα παλιά της σύνορα. Για να ανατρέψει τους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου η Αγγλία, μεταξύ των άλλων λόγων, προβάλλει και τον ισχυρισμό, ότι, κατά την παραχώρηση των τουρκικών εδαφών στη Βουλγαρία, δεν λήφθηκαν υπόψη τα ελληνικά δίκαια, γιατί ο παραχωρηθείς χώρος κατοικούνταν, όπως η ίδια έλεγε, κυρίως από Έλληνες. Στο συνέδριο, όμως, του Βερολίνου, οι Άγγλοι ξέχασαν τελείως την Ελλάδα και ενώ της είχαν υποσχεθεί πως, αν δεν πάρει μέρος στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877, η Αγγλία θα υποστήριζε τα ελληνικά δίκαια στην τράπεζα της ειρήνης, τώρα στο συνέδριο του Βερολίνου, που ελέγχονταν κατά κυριολεξία απ’ τους Άγγλους, αγνόησε τελείως τους Έλληνες και ούτε καν δέχτηκε να πάρουν μέρος στις εργασίες του οι δυο Έλληνες αντιπρόσωποι Θ. Δεληγιάννης και Α. Ραγκαβής. Μάλιστα, ο πρόεδρος του συνεδρίου Βίσμαρκ υποχρέωσε τους δυο Έλληνες αντιπροσώπους να υπογράψουν επίσημη αναγνώριση της Ελλάδας χρέους 2,6 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων προς τον πατέρα του Όθωνα, Λουδοβίκο της Βαβαρίας, αν ήθελαν να περάσουν την πόρτα του Συνεδρίου.
Οι Δεληγιάννης και Ραγκαβής υπέγραψαν αναγκαστικά και μπήκαν στην αίθουσα, για να παρακολουθήσουν για μια μόνο μέρα, την 17η Ιουνίου, τη συνεδρίαση του σώματος, σαν απλοί ακροατές. Έτσι η Ελλάδα πλήρωσε το ακριβότερο εισητήριο που κατέβαλε ποτέ θεατής, για να παρακολουθήσει ένα συνέδριο, που φαινομενικά έγινε κατά κύριο λόγο για να εξετάσει τα δικά της δίκαια. Στην ουσία όμως, ούτε καν ασχολήθηκε μ’ αυτά και μόνο περιθωριακά στις μετασυνεδριακές συζητήσεις και με το 14ο πρωτόκολλο και, ύστερα από επιμονή του Γάλλου πρωθυπουργού, καταδέχτηκε να ασχοληθεί με τη ρύθμιση των ελληνοτουρκικών συνόρων, τη γραμμή των οποίων καθόρισε πάνω στον άξονα Θεσσαλικής πεδιάδας Πηνειού με Ηπειρωτική κοιλάδα Καλαμά. Η τελική συνοριακή γραμμή καθορίστηκε σε μια συνάντηση που έγινε και πάλι στο Βερολίνο, το Μάρτιο του 1881.
Των τουρκικών θέσεων υπεραμύνθηκε σθεναρά στο Συνέδριο ο αντιπρόσωπος του σουλτάνου Φαναριώτης Αλέξανδρος Καραθοδωρής πασάς, ενώ οι Άγγλοι ‘’καταπολέμησαν έντονα τις ελληνικές διεκδικήσεις’’, όπως λέει ο Παπαρρηγόπουλος, πήραν για τον εαυτό τους την Κύπρο και δημιούργησαν το υποτελές στο σουλτάνο κρατίδιο της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Η διοργάνωση του βουλγαρικού κράτους ανατέθηκε στη Ρωσία και ηγεμόνας του εκλέχτηκε ο Αλέξανδρος Βάτεμπεργκ, ανεψιός του τσάρου. Την άνοιξη, όμως, του 1885 ο Βάτεμπεργκ επισκέφτηκε την Αγγλία και δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τον τότε Άγγλο πρωθυπουργό Σάλτζμπουρυ, πως η Αγγλία έχει συμφέρον να βοηθήσει τη δημιουργία  μεγάλης Βουλγαρίας, αν η επέκταση γίνονταν με υποστήριξη της Αγγλίας και όχι της Ρωσίας. Έτσι, ο Βάτεμπεργκ, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Αγγλίας, διοργάνωσε με τον πρωθυπουργό του Καραβέλωφ το πραξικόπημα της Φιλιππούπολης, το οποίο πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1885. Οι Βούλγαροι πραξικοπηματίες έδιωξαν τον Τούρκο διοικητή Γαβριήλ πασά κι έγιναν κύριοι του κρατιδίου. Οι πρώτοι που αναγνώρισαν το πραξικόπημα του Βάτεμπεργκ ήταν οι Άγγλοι. Ο Σάλτζμπουρυ, που, μετά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και στο συνέδριο του Βερολίνου, είχε δώσει σκληρή μάχη για να κρατήσει τη Βουλγαρία μικρή και χωρισμένη απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, με βασικό επιχείρημα, πως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της περιοχής αυτής ήταν μη βουλγαρικό –το πλείστο ελληνικό- και πως η ένωσή του με τη Βουλγαρία θα ήταν γι’ αυτό το λόγο ακατανόητη, τώρα, αμέσως μετά το πραξικόπημα και χωρίς καμιά ενόχληση, δήλωνε δημόσια πως η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία ήταν ένα φυσιολογικό και αναπόφευκτο γεγονός, γιατί το κίνημα της Φιλιππούπολης εξέφραζε την πραγματική θέληση του λαού της περιοχής.
Η στάση αυτή της Αγγλίας και οι δηλώσεις των ηγητόρων της υποδαύλισαν τον εθνισμό της μειονότητας των κατοίκων της Ανατολικής Ρωμυλίας, που, σε συνεργασία με την παλιά Βουλγαρία, πάσχισαν και κατάφεραν σύντομα να εκβουλγαρίσουν ως ένα αξιόλογο βαθμό την περιοχή.
Από τότε και εντεύθεν άρχισε η αναζωπύρωση της εθνικής συνείδησης των μειονοτήτων στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στις κατοικημένες από μεικτούς πληθυσμούς περιοχές, άρχισαν οι αντεγκλήσεις, οι προστριβές και οι έντονες διαμάχες των μέχρι χθες ειρηνικά διαβιούντων ραγιάδων, οι οποίες δημιούργησαν προβλήματα έντονα και σοβαρά, που, με τις ίδιες περίπου μορφές, είτε με κάποιες παραλλαγές, έφτασαν και ως τις μέρες μας.
Η θέση λοιπόν εκείνη της Αγγλίας ήταν η απαρχή της έντασης στα Βαλκάνια και η δημιουργία προβλημάτων, ένα απ’ τα οποία εξελίχτηκε, με την πάροδο του χρόνου, στο γνωστό σήμεραν σε μας Μακεδονικό Πρόβλημα, το οποίο κατ’ αρχή φάνηκε σαν κατευθυνόμενο απ’ τη Βουλγαρία, τουλάχιστο σε ότι αφορά την εξέλιξή του στο εξωτερικό.
Είπαμε, όμως, ότι το θέμα αυτό δημιουργήθηκε αρχικά από μια θέση και μια άρνηση. Τη θέση, που ήταν κάτι που έγινε, ενώ δεν έπρεπε να είχε γίνει, την είδαμε. Ας δούμε τώρα και την άρνηση.
Η άρνηση ήταν κάτι που δεν έγινε, ενώ έπρεπε να είχε γίνει.
Έπρεπε να είχε εξελληνιστεί ολόκληρος ο ελληνικός χώρος της Βαλκανικής στη μακραίωνη περίοδο της σκλαβιάς, τότε που οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότατες και το κλίμα κατάλληλο. Τότε που ο πληθυσμός το αποζητούσε και που υπήρχαν όλες οι απαραίτητες γι’ αυτό δυνατότητες. Η μακραίωνη περίοδος της τουρκικής κατάκτησης πρόσφερε το πρόσφορο έδαφος και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις στην Εκκλησία, για να εξελληνίσει πληθυσμούς των όμορων τουλάχιστο με την Ελλάδα περιοχών αλλά εκείνη δεν τις επωφελήθηκε και δεν έκανε τίποτα. Τους πατριάρχες τότε τους απασχολούσαν κατά κανόνα αλλαξοπατριαρχίες και η κατάληψη και διατήρηση του οικουμενικού θρόνου, οι σιμωνίες και η εξυπηρέτηση των τουρκικών συμφερόντων.
Ο Παπαρρρηγόπουλος, στην Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελίδα 410, λέει: ‘’Δεν είχε κανένα ανυπέρβλητο εμπόδιο να συναντήσει το Πατριαρχείο στον εξελληνισμό των βορειότερων επαρχιών του Οθωμανικού κράτους δια της εκκλησίας και της παιδείας. Το πράγμα ήτο όχι μόνον απαραίτητον αλλά και εύκολον, η δε ευκολία αυτή διήρκησε 400 περίπου χρόνια’’. (Εμείς θα λέγαμε 500 χρόνια . . .). ‘’Τούτο ακριβώς είναι ο μεγαλύτερος έλεγχος, τον οποίο δικαιούμεθα να απευθύνομεν κατά του Πατριαρχείου, από της αλώσεως μέχρι των τελευταίων χρόνων’’. Είναι γνωστό πως ο πατριάρχης ήταν ο εκκλησιαστικός και εν μέρει ο πολιτικός άρχοντας όλων εν γένει των Ορθοδόξων Χριστιανών του Οθωμανικού κράτους, Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων και Αλβανών, των οποίων την ένταση των άλλοτε ανθουσών ιδιαίτερων φυλετικών διαφορών είχε τώρα, όχι μόνο αμβλύνει αλλά και κατά πολύ ισοπεδώσει η κοινή πολιτική δουλεία και τους συνένωνε πια όλους η κοινή μοίρα του ραγιά και η κοινή πίστη στην Ορθοδοξία. Είχε, λοιπόν, έτοιμο και πρόσφορο έδαφος, για να σπείρει εύκολα και να θερίσει άφθονα το πατριαρχείο αλλά δεν το έκανε. Έσπειρε τότε αδιαφορία και θερίζουμε εμείς σήμερα αγκάθια.
‘’Ως προς ημάς’’, συνεχίζει ο Παπαρρηγόπουςλος, ‘’ηθέλομεν ανεχθεί όλα τα άλλα σφάλματα αυτού, την θυσίαν των προνομίων, τον εξευτελισμόν της Εκκλησίας, την φιλοχρηματίαν των ιεραρχών και του κλήρου, εάν εφρόντιζεν να υπηρετήσει το μέγιστον εκ των συμφερόντων εκείνων του Ελληνισμού, αφού είχε και δύναμιν και καιρόν δια τον σκοπόν τούτον’’.
Έτσι λοιπόν, η άρνηση πρώτα της Εκκλησίας προετοίμασε το εδαφος και οι ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας έσπειραν και αναζωογόνησαν τα φυλετικά πάθη και τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς, οι οποίοι καλλιεργήθηκαν έντονα, ύστερα απ’ την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το συνέδριο του Βερολίνου και το κίνημα της Φιλιππούπολης, για να κορυφωθούν στη συνέχεια με τα κομιτάτα και τους κομιτατζήδες στην αρχή του αιώνα μας και με τον ακράτητο ανταγωνισμό κατάληψης και κατοχής τουρκοκρατούμενων εδαφών με τους βαλκανικούς πολέμους. Κυριότερος διεκδικητής και εντονότερος αντίπαλος στους αγώνες εκείνους δρόμου για την κατάκτηση εδαφών με ελληνικό πληθυσμό στα Βαλκάνια ήταν η Βουλγαρία, γι’ αυτό και παράλληλα με την ένοπλη δραστηριότητα η πολιτική προπαγάνδα δεν είχε σλαβικό γενικότερα αλλά βουλγαρικό ειδικότερα χαρακτήρα.
Παρ’ όλο που, με την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε αργότερα, η ένταση των διεκδικήσεων αυτού του είδους αμβλύνθηκε, οι σκέψεις κατά των ελληνικών εδαφών δεν έλειψαν τελείως, αλλά, χαμηλώνοντας τον τόνο, παρέμειναν άλλοτε αφανείς και υποβόσκουσες κι άλλοτε αναθερμαινόμενες και αναζωοπυρούμενες μέχρι το Βο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε, με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατάληψη της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας απ’ τους συμμάχους τους Βουλγάρους, πήραν αλματώδεις και πάλι διαστάσεις.
 Το προπολεμικό αυτό επεκτατικό πνεύμα μεταλαμπαδεύτηκε από τότε ακόμα και στις βουλγαρόφωνες παροικίες του εξωτερικού και ιδιαίτερα της Αμερικής, οι οποίες, καλυμένες κάτω από ποικιλώνυμες αδελφότητες ή αθλητικές οραγνώσεις, δρούσαν και εργάζονταν υπέρ επεκτατικών βουλγαρικών βλέψεων της εποχής εκείνης. Στην Αυστραλία, η πρώτη οργάνωση του είδους αυτού ιδρύθηκε στο Περθ το 1926, από άτομα γεννημένα στη Βουλγαρία ή στα χωριά της Φλώρινας κυρίως και της Καστοριάς. Την περίοδο εκείνη, οι ισχνές ελληνικές παροικίες του εξωτερικού προσπαθούσαν να διαχωρίσουν τα λιγοστά ελληνικά κάφες σε βενιζελικά και κωνσταντινικά.
Με την πάροδο του χρόνου και ιδίως την περίοδο 1941 – 1947 εμφανίζονται παρόμοιες οργανώσεις και σε άλλες μεγαλουπόλεις της μακρινής Ηπείρου, οι οποίες εύκολα αγκαλιάζουν ένα υπολογίσιμο αριθμό νεοαφικνούμενων σλαβόφωνων Ελλήνων, που προέρχονται κυρίως απ’ τις προαναφερθείσες περιοχές και οι οποίες οργανώσεις με κάθε τρόπο και μέσο προπαγανδίζουν υπέρ της βουλγαροποίησης ολόκληρου του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Ο προπαγανδισμός αυτός γίνεται εντονότερος στα κατοπινά χρόνια με την αύξηση των κυμάτων μετανάστευσης στους Αντίποδες, οπότε τα μέλη των οργανώσεων πληθαίνουν και οι δραστηριότητές τους εντείνονται.
Αργότερα, με την αλλαγή των διακρατικών σχέσεων στα Βαλκάνια και την ίδρυση του αυτόνομου μακεδονικού κρατιδίου των Σκοπίων (2 Αυγούστου 1944) μέσα στη γιουγκοσλαβική κοινοπολιτεία, η όλη σλαβική προπαγάνδα μεταπιδά απ’ τη Σόφια στα Σκόπια, απ’ τα οποία στο εξής χρηματοδοτείται, ελέγχεται και κατευθύνεται. Οι παλιές βουλγαρικές εκκλησίες στην Αυστραλία γίνονται ‘’μακεδονικές’’ και το 1960 ιδρύεται στη Μελβούρνη η ‘’μακεδονική’’ εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Από ελληνικής πλευράς, το ζήτημα θεωρείται, στη μεν προπολεμική περίοδο σαν ανύπαρκτο ή ανάξιο κάθε προσοχής, στη δε μεταπολεμική σαν κομουνιστική προπαγάνδα κι αντιμετωπίζεται υπεροπτικά, επιφανειακά και γραφειοκρατικά, με φακελλώματα στις αστυνομίες και στα προξενεία, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και χωρίς να γίνεται καμιά ουσιαστική προσπάθεια, αφού, έτσι κι αλλιώς, κατά την ελληνική άποψη, τα χρησιμοποιούμενα απ’ τους Σλάβους επιχειρήματα περί Μακεδονίας δεν στέκουν ιστορικά.
Οι σλαβόφωνοι, όμως, εκμεταλλεύονται την αδιαφορία μας αυτή, όπως εκμεταλλεύονται και μάλιστα με κάθε υπερβολή τη μεροληπτική μεταχείριση της Βόρειας Ελλάδας απ’ τη Νότια σε μεταγενέστερες εποχές, τις ακρότητες που εφάρμοσε η δικτατορία του Μεταξά στους ακριτικούς ιδιαίτερα πληθυσμούς της Βόρειας Ελλάδας, καθώς και τους μεταπολεμικούς διωγμούς των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αυτών ιδιαίτερα των περιοχών, μετά το 1944, τις ομαδικές εξορίες στα ξερονήσια, τα στρατοδικεία και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, τα δεινά και τα επακόλουθα του ξενοκίνητου εμφυλίου πολέμου, καθώς και τους διωγμούς της επταετούς δικτατορίας, που κατά ένα μεγάλο ποσοστό εκδηλώθηκαν κατά των ακριτικών βορειοελλαδίτικων πληθυσμών, όπως, κατασχέσεις περιουσιών, αφαιρέσεις ελληνικής ιθαγένειας, απαγορεύσεις εισόδου βορειοελλαδιτών μεταναστών στο ελληνικό έδαφος κλπ..
Όλες αυτές οι αψυχολόγητες συμφορές που εξαπέλυσαν κατά καιρούς οι Έλληνες κατά των Ελλήνων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εξακολουθούν, δυστυχώς, να φέρονται οι Νότιοι προς τους Βόρειους και τα επίθετα που συνεχίζουν πολλές φορές να χρησιμοποιούν οι πρώτοι για να χαρακτηρίζουν τους δεύτερους, ιδιαίτερα σε δημόσιες συναντήσεις ποδοσφαίρου για παράδειγμα, τις εκμεταλλεύονται στο έπακρο οι Μακεδονοσλάβοι και γύρω απ’ αυτές στοιχειοθετούν και υφαίνουν μια προπαγάνδα με διαστρεβλωμένα ή εξογκωμένα αληθινά ή ημιαληθινά ή και τελείως ψεύτικα στοιχεία, η οποία γίνεται εύκολα παραδεκτή απ’ τους αφελείς ομοϊδεάτες τους και απ’ τους δυσαρεστημένους με την ως τώρα τηρηθείσα τακτική της Ελλάδας και φυσικά απ’ τους ανίδεους και τους μη γνώστες της ιστορίας και της αλήθειας. Έτσι, οι μεμονομένες περιπτώσεις γενικεύονται και, συνδεόμενες κατάλληλα, προβάλλουν τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα των Μακεδόνων στον έξω μη ελληνόφωνο κόσμο και ταυτόχρονα εγείρεται σαν λύτρωση και η αξίωση δημιουργίας κράτους ανεξάρτητου απ’ τους ‘’βασανιστές’’, δημιουργώντας έτσι μια νόθα μεν, πιστευτή όμως απ’ τον έξω κόσμο απαίτηση ταλαιπωρημένων ανθρώπων, οι οποίοι ζητούν τη διεθνή συμπαράσταση για την απαλλαγή τους απ’ το άδικο και το παράνομο.
Κι εδώ, ο ρόλος των σλαβόφωνων Ελλήνων, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και ήρθαν στην Αυστραλία με ελληνικά διαβατήρια κι αρνούνται τώρα την πατρίδα τους, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Όλα αυτά είναι εκείνα που, προβαλλόμενα κατάλληλα, συγκινούν ως ένα βαθμό τη διεθνή κοινή γνώμη, η οποία και θα πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο. Το όνομα δε Μακεδονία, Μακεδόνες κλπ., φέρνει ακόμα στη μνήμη του πολύ κόσμου του εξωτερικού, που δεν γνωρίζει ιστορικές λεπτομέρειες και αρχαιολογικές, εθνολογικές και γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες, το Μέγα Αλέξανδρο, τον Αριστοτέλη, τους αρχαίους πολέμους Μακεδόνων και ΝοτιοΕλλαδιτών και άλλα παρόμοια ιστορικά γεγονότα και, σχετίζοντάς τα χοντρικά και αβασάνιστα, δεν δυσκολεύεται να παραδεχτεί την έντεχνα προβαλλόμενη σλαβική προπαγάνδα.
Η τακτική αυτή, που ασκείται από χρόνια, προχώρησε τόσο πολύ, ώστε να προωθηθούν ιστορικές διαστρευλώσεις των Σκοπίων σε ξενόγλωσσες εγκυκλοπαίδειες, σε ιστορικά βιβλία, σε χάρτες και σε πανεπιστήμια πολλών χωρών του εξωτερικού.
Αλλά, γιατί να μην τις πιστέψουν αδίσταχτα και χωρίς κανένα ενδοιασμό οι ανίδεοι ιδιαίτερα ξένοι όλες αυτές τις ιστορικές διαστρευλώσεις;
Μήπως αντικρούστηκαν όταν έπρεπε και όσο έπρεπε από ελληνικής πλευράς;
Στις παραπάνω τουλάχιστον εποχές, το επίσημο κράτος, με τις κατά τόπους υπηρεσίες του, είχε ασχοληθεί με άλλα, δικά του, κομματικά καθεστωτικά θέματα. Είχε να παρακολουθεί τους Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό, να καταγράφει τις κινήσεις τους και να δημιουργεί φακέλλους ή να παχαίνει τους υπάρχοντες. Ποτέ δεν αντιμετώπισε το Μακεδονικό θέμα σαν θέμα Εθνικό και σε Εθνικό επίπεδο αλλά, όσες φορές αποφάσισε σπασμωδικά να στραφεί προς αυτό, το είδε με κομματικά γυαλιά, το τοποθέτησε σε κάποιο κομματικό πλαίσιο κι ανέθεσε την αντιμετώπισή του σε κομματικά κατά το πλείστο στελέχη του.
Το θέμα αυτό χρειάζεται Εθνική Πανελλαδική αντιμετώπιση. Τα όργανα και οι οργανώσεις, που παλιότερα καταπιάστηκαν μ’ αυτό, είχαν κομματικό παρά Εθνικό χαρακτήρα. Και η τακτική αυτή έδωσε άλλο ένα όπλο στα χέρια των Μακεδονοσλάβων προπαγανδιστών και νέα ώθηση στα προγράμματά τους, ώστε να ενεργοποιηθούν πιο δραστήρια και να υψώσουν εντονότερα τη φωνή τους, παρουσιάζοντας τη μερική αντίδραση των Ελλήνων σαν κομματική-ιδεολογική διαφορά και όχι σαν πανελλήνια εθνική-υπερκομματική διαμαρτυρία.
Αλλά και στα τελευταία χρόνια, που ο Ελληνισμός της Αυστραλίας άρχισε να εργάζεται κάπως συντονισμένα και εντονότερα για την αντιμετώπιση του Σκοπιανού κύματος ψευδολογιών και αποκαταστώντας την ιστορική αλήθεια να διαφωτίσει, έστω και καθυστερημένα, την κοινή γνώμη και ιδιαίτερα τον επιστημονικό κλάδο των πανεπιστημιακών χώρων της Αυστραλίας, με διεθνή επιστημονικά συνέδρια, διαλέξεις και αρχαιολογικές εκθέσεις, βρήκε αντί συμπαράστασης αδιαφορία και αντίδραση απ’ τη διαιρεμένη ελληνική παροικία.
Για τη διαίρεση αυτή και το γεφύρωμα του χάσματος, πολλές φορές απευθυνθήκαμε στο Εθνικό Κέντρο και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς όμως δυστυχώς κανένα αποτέλεσμα.
Με μεγάλη λύπη και πόνο ψυχής φέρνω στο νου μου τούτη τη στιγμή την αχαρακτήριστη στάση της επίσημης Εκκλησίας μας στην Αυστραλία και την  άρνησή της να πάρει μέρος στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τη Μακεδονία, που οργάνωσε το Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών Μελβούρνης στο Πανεπιστήμιο του La Trobe το Φεβρουάριο του 1988. Στο συνέδριο εκείνο, ο επίσκοπος Μελβούρνης αρνήθηκε να παραβρεθεί και σαν Έλληνας και σαν αντιπρόσωπος της επίσημης Εκκλησίας μας και, παρά τις παρακλήσεις όλων μας και ιδιαίτερα των προσκεκλημένων Ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών και άλλων επιστημόνων απ’ την Ελλάδα, όπως του κ. Τσοπανάκη, του κ. Χασιώτη, του κ. Παπαδόπουλου, του κ. Αγγελόπουλου. του κ. Παπαθεμελή και άλλων, αρνήθηκε να πάρει θέση στην αίθουσα κι έφυγε απ’ αυτή οργισμένος, παίρνοντας μαζί του και τον ακόλουθό του ιερέα, γιατί ήδη βρίσκονταν στο Συνέδριο κάποιος αρχιμανδρίτης. με τον οποίο η Αρχιεπισκοπή δεν τα πήγαινε καλά. ‘’Ή αυτός ή εγώ’’, είπε ο επίσκοπος και έκανε στροφή προς την έξοδο της αίθουσας.
Έτσι, παρά τις παρακλήσεις των συνέδρων και τις φωνασκίες των έξω απ’ το κτίριο διαμαρτυρόμενων για το Συνέδριο και για την ‘’παράνομη κατοχή της Μακεδονίας απ’ τους Έλληνες’’, όπως έλεγαν, Σλάβων, ο επίσκοπος και μαζί του και η επίσημη Εκκλησία, θυσίασε το Εθνικό συμφέρον μπροστά στην πεισματική διαμάχη που είχε με τον αρχιμανδρίτη. Το Συνέδριο δέχτηκε εκείνη τη μέρα δυο χαστούκια, όπως είπε κάποιος σύνεδρος. Ένα απ’ τους Σλάβους απέξω και ένα απ’ την Εκκλησία από μέσα. Και, όπως πολύ σωστά είπε ο κ. Τσοπανάκης: ‘’ηχηρότερον ήταν το μέσα’’. Και πρόσθεσε. ‘’Το έξω θα το παλαίψουμε. Το μέσα τι να το κάνουμε’’;
Την  ίδια τακτική κράτησε η Εκκλησία και στην επίσκεψη του τότε προέδρου της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη, όταν εγκαινίασε στη Μελβούρνη την έκθεση των αρχαιολογικών ευρυμάτων Μακεδονίας. Έλαμψε με την απουσία της.
Αλλά, μη νομίσει κανείς ότι ο κλήρος μας στην Αυστραλία και η ηγεσία του μεταμελλήθηκαν για τη στάση τους εκείνη και συνετίστηκαν απ’ τις ασχήμιες των Σκοπιανών, όπως τον απαγχονισμό και την πυρπόληση ομοιώματος Έλληνα τσολιά μέσα στο χώρο του Πανεπιστημίο κατά το πρώτο Συνέδριο του 1988. Κάθε άλλο.
Πριν από λίγες μέρες (8 με 13 Ιουλίου) έγινε στην Αυστραλία το δεύτερο Συνέδριο Μακεδονικών Σπουδών, στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης αυτή τη φορά, με πρωτοβουλία του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών και του Τμήματος Κλασσικών Σπουδών και Μελετών Εγγύς Ανατολής του ίδιου πανεπιστημίου, στο οποίο συνέδριο πήραν μέρος και πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές και άλλοι επιστήμονες απ’ την Ελλάδα και από άλλα μέρη του κόσμου. Και πάλι η Εκκλησία έλαμψε με την απουσία της.
Στο πρώτο συνέδριο ήρθε ως την πόρτα και έφυγε. Στο δεύτερο δεν πάτησε καθόλου.
Κι όλες αυτές οι αρνητικές στάσεις των επίμονα αυτοπροβαλλόμενων σαν πανηγητόρων  του Ελληνισμού στους Αντίποδες, καθώς και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις αδιαφορίας, τις εκμεταλλεύτηκε και τις εκμεταλλεύεται η προπαγάνδα των Σκοπίων.
Επιπλέον, η ανάμειξη πολιτικών αποκλίσεων με την εθνική επιδίωξη και οι προσωπικοί ανταγωνισμοί στενόμυαλων και ισχυρόγνωμων μερίδων στην Αυστραλία και στην Ελλάδα στο πέρασμα του χρόνου έφεραν το δυσάρεστο αποτέλεσμά τους.
Επίσης, εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως και οι πρώτες ελληνικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν, για να αντιμετωπίσουν τη σλαβική προπαγάνδα, έγιναν πάνω σε λανθασμένες βάσεις, δεν στηρίχτηκαν σ’ όλο τον Ελληνισμό, έστω και σ’ όλο το Μακεδονικό Ελληνισμό και οι απώτεροι κι ενδόμυχοι σκοποί διαφόρων ιδρυτών τους ήταν τελείως διαφορετικοί απ’ τους φαινομενικούς. Γι’ αυτό και εκδηλώνονται απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή φατριασμοί και διασπάσεις, προστριβές και αντεγκλήσεις, τις οποίες ενισχύει μεροληπτικά και η Αθήνα, ανάλογα με την εποχή και τις περιστάσεις. Μέσα στις διοικήσεις, καθώς και σε κάθε ενέργεια και απόφαση των οργανισμών αυτών, επικρατούν οι χαρακτηρισμοί: βασιλόφρονες και αριστεροί, αρχιεπισκοπικοί και κοινοτικοί, ‘’εθνικώς σκεπτόμενοι’’ και συνεργαζόμενοι με τους δημοκρατικούς κλπ. κλπ..
Η Αθήνα προωθεί με τις μακεδονικές οργανώσεις τα κομματικά της συμφέροντα και η Εκκλησία της Αυστραλίας προωθεί μέσα σ’ αυτές τους ανθρώπους του τότε αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ, οι οποίοι θα προωθήσουν με τη σειρά τους τη διαιρετική του πολιτική και την επικράτηση των σχεδίων του στην Αυστραλία.
Έτσι, η προπαγάνδα των Σκοπιανών εκμεταλλεύτηκε και εκμεταλλεύεται κάθε έλλειψη από μέρους μας, από μέρους όλου του Ελληνισμού, ενιαίας και συντονισμένης προσπάθειας αντιμετώπισης του ζητήματος.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική από πλευράς Ελλάδας. Και σήμερα ακόμα, η ελληνική ηγεσία των Αθηνών τα έχει τελείως μπερδεμένα τα πράγματα. Για παράδειγμα: Προ πολλού καιρού αλλά και πρόσφατα ο κ. Μάρτης, όπως και πάρα πολλοί άλλοι, εισηγήθηκε και συνεχίζει να επιμένει, ότι πρέπει με όλα τα μέσα και με κάθε τρόπο να διαφωτίσουμε την κοινή γνώμη στο εξωτερικό για την ιστορική πραγματικότητα της Μακεδονίας, αντικρούοντας τις ψευδολογίες των Σλάβων κι αποκαθιστώντας την αλήθεια σ’ όλο το φάσμα που συγκροτεί το Μακεδονικό πρόβλημα. Κι αναφέρομαι σε ορισμένα μόνο ονόματα, για να δείτε πως η ηγεσία μιας και μόνο κατάστασης, της σημερινής, η οποία υποτίθεται πως έχει όλη την εμπειρία του παρελθόντος πάνω στο ζήτημα αυτό, δεν συμφωνεί μεταξύ της.
Αντίθετα, ο κ. Ζαΐμης, γενικός γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού, που επισκέφτηκε πρόσφατα την Αυστραλία, αναφερόμενος στο Μακεδονικό ζήτημα και, έχοντας υπόψη του κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας, μας είπε δημόσια πως δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα παραπάνω παρά ‘’να μαζευτούμε καναδυό χιλιάδες μπρατσωμένοι και να τους δείρουμε’’.
Ο κ. Τζανετάκης δε, που ήρθε σεδόν αμέσως μετά τον κ. Ζαΐμη, μας είπε ότι δεν υπάρχει καθόλου Μακεδονικό πρόβλημα, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ασχολούμεθα με κάτι που δεν υπάρχει. Ποια, λοιπόν, τακτική θα πρέπει εμείς να ακολουθήσουμε; Με ποια απ’ τις παραπάνω απόψεις θα συντονίσουμε τις ενέργειές μας; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, ποιους και για τι να διαφωτίσουμε: Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, με ποιους να αντιπαραβάλουμε τα μπράτσα μας; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, προς τι τα επιστημονικά συνέδρια και γιατί συζητούμε σήμερα; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί έγινε μια συζήτηση γι’ αυτό προ ετών εδώ στην ελληνική τηλεόραση από αντιπροσώπους των ελληνικών κομμάτων (αν δεν κάνω λάθος) και με παντελή απουσία δική μας, των μεταναστών, επέρριψαν όλοι εύκολα και αστενοχώρητα την ευθύνη της εξάπλωσης του προβλήματος σε μας, στη μάζα των μεταναστών κι όχι σ’ αυτούς τους ίδιους και σε κείνους που αυτοί αντιπροσώπευαν σε κείνη τη συζήτηση ή τουλάχιστο στις ελληνικές ηγεσίες Αθηνών και Αυστραλίας;
Δεν ζητούμε σήμερα το λόγο από κανένα γι’ αυτό. Υπογραμμίζουμε τις περιπτώσεις, για να δούμε όλοι πού βρίσκονταν και πού συνεχίζει να βρίσκεται το πρόβλημα.
Προσωπικά συμφωνώ με την άποψη του κυρίου Μάρτη, ότι υπάρχει πρόβλημα και προς την κατεύθυνση αυτή εργάζομαι και προσπαθώ, όσο μου επιτρέπουν οι μικρές μου δυνάμεις. Το πρόβλημα, όμως, είναι μεγάλο και έντονο και απαιτεί τη συντονισμένη αντιμετώπιση από μέρους όλων των Ελλήνων ανεξάρτητα κι όχι μόνο των Μακεδόνων. Και επιπλέον, η αντιμετώπιση αυτή δεν πρέπει να γίνεται μόνο σε επιστημονικό επίπεδο, που είναι αλήθεια πως τα συνέδρια αυτά προσφέρουν πάρα πολλά στο ζήτημα αυτό, αλλά παράλληλα μ’ αυτά επιβάλλεται να κατεβούμε και σε χαμηλότερο επίπεδο. Να κατεβούμε κάτω στα λαϊκά στρώματα, σ’ αυτά που δέχονται τη μεγαλύτερη επίδραση και τα οποία τροφοδοτούν τον όγκο των διαδηλώσεων και των παρεμφερών ενεργειών, που εντυπωσιάζουν την κοινή γνώμη των χωρών όπου εμείς οι ξενιτεμένοι ζούμε. Στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς, οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τις διαστρευλωμένες απόψεις, ιστορικές ιδιαίτερα, με τις οποίες οι σλαβικές οργανώσες οπλίζουν τους οπαδούς τους και τους εξαπολύουν κατά των Ελλήνων συναδέλφων τους, τις οποίες οι δικοί μας, απληροφόρητοι καθώς είναι, δεν μπορούν να αντικρούσουν κι έτσι, αντί να τους αποστομώσουμε εμείς, μας αποστομώνουν εκείνοι και κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Εκεί, λοιπόν, στα εργοστάσια, στις γειτονιές, στο λαό, πρέπει να εκδηλώσουμε το ενδιαφέρον και την προσπάθειά μας, χωρίς θορύβους και τυμπανοκρουσίες.
Και η ενέργειά μας αυτή, για να τελεσφορήσει, πρέπει να γίνει σε τρία στάδια. Συλλογή πληροφοριών. Κατάρτιση των Ελλήνων. Αποκάλυψη της διαστρεύλωσης κι αποκατάσταση της αλήθειας. Επειδή οι απροετοίμαστοι και ακατατόπιστοι Έλληνες αντιμετωπίζουν κάθε είδους προκλήσεις και δέχονται ποικίλες και εκ των προτέρων προετοιμασμένες ερωτήσεις, στις οποίες δεν μπορούν να απαντήσουν, θα πρέπει σαν πρώτο στάδιο των ενεργειών μας να είναι η συγκέντρωση και καταγραφή, μέσω αυτών των συμπατριωτών μας, των ποικιλόμορφων ερωτήσεων που τους απευθύνουν οι Σλάβοι συνάδελφοί τους στην ώρα της δουλειάς ή στις συναναστροφές μαζί τους και η επεξεργασία τους από, αν όχι ειδικούς, τουλάχιστον κατατοπισμένους Έλληνες πάνω στα θέματα αυτά. Στη συνέχεια να γίνεται ανάλογη κατάρτιση των συμπατριωτών μας και θωράκιση με ιστορικά όσο γίνεται ντοκουμέντα, τα οποία θα τους μεταδίδονται με διαλέξεις, σεμινάρια, συναντήσεις συλλόγων και με άλλες παρεμφερείς συγκεντρώσεις, χωρίς θόρυβο και έμφαση. Με βάση δε τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς των Σλάβων, θα γράφονται καταληπτά απ’ τους απλούς ανθρώπους άρθρα, ιστορικές αναφορές και ντοκουμενταρισμένα κατατοπιστικά σημειώματα σε πληροφοριακά δελτία ή σε υπάρχοντα έντυπα των Συλλόγων, Αδελφοτήτων και Κοινοτήτων, ελληνικά και αγγλικά αν είναι δυνατόν, τα οποία θα διανέμονται δωρεάν στα μέλη και στο κοινό, για την πληροφόρησή τους. Έτσι, θα κερδιθεί χρόνος στο θέμα πληροφόρησης, γιατί δε θα ασχοληθούμε με τη συγγραφή άρθρων γενικού περιεχομένου στις εφημερίδες, που συνήθως δεν διαβάζονται, αλλά θα δώσουμε απλά, λίγα και συγκεκριμένα στοιχεία πάνω σε  συγκεκριμένα θέματα ή καλύτερα σε συγκεκριμένα ερωτήματα, που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι Έλληνες μετανάστες στους χώρους δουλειάς απ’ τους Σλαβομακεδόνες συναδέλφους τους, ώστε να μην φεύγουν εκείνοι ικανοποιημένοι απ’ την άγνοιά μας αλλά να πείθονται απ’ τη συγκεκριμένη, σαφή και αδιαφιλονίκητη κατά το δυνατόν απάντησή μας. Έτσι κι εκείνους θα αποστομώσουμε και το δικό μας ηθικό θα αναπτερώσουμε, αποκτώντας εμπιστοσύνη στις γνώσεις μας και στην ικανότητά μας να τις εξωτερικεύουμε, για να περάσουμε έτσι στην επίθεση, ώστε να τους αποδυναμώνουμε με την πειθώ και να τους αφοπλίζουμε με την αλήθεια.
Ταυτόχρονα όμως, να τους απλώνουμε φιλικά και με θέρμη το χέρι κι αντί να τους απωθούμε να τους προσελκύουμε. Ας μην ξεχνούμε, πως εκείνο που καθορίζει την Εθνική συνείδηση δεν είναι μόνο η γλώσσα. Αυτή είναι ένα φαινομενικό γνώρισμα μόνο. Στα Ψαρά σκοτώθηκαν 1500 Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες. Στα Δερβενάκια πολέμησαν αντάμα με τον Κολοκοτρώνη Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες. Εφτά στρατηγοί του γέρου του Μοριά ήταν Μακεδόνες. Ο καπετάν Κότας δεν μιλούσε ελληνικά. Έλληνες της Μικρασίας και του Πόντου δεν μιλούσαν ελληνικά. Ήταν, όμως, Έλληνες, γιατί κατά βάθος ένιωθαν Έλληνες.
Σήμερα, πρέπει να παραδεχτούμε πως οι παραπλανημένοι Σκοπιανοί ρωτούν κι εμείς δεν απαντούμε. Γιατί οι ερωτήσεις τους είναι επιλεγμένες κι εμείς είμαστε ακατατόπιστοι. Κι όταν σιωπούμε μπροστά σε άλλους, οι άλλοι αυτοί τάσσονται με το μέρος εκείνου που έχει την απάντηση, άσχετα πόσο σωστή και ιστορικά βεβαιωμένη είναι.
Βέβαια, εδώ θα απαιτηθούν και κάποια χρήματα, τουλάχιστον για την έκδοση και κυκλοφόρηση των πληροφοριακών αυτών εντύπων. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να συμβάλει το Εθνικό κέντρο αλλά να συνεισφέρουν και οι κάθε είδους Σύλλογοι των μεταναστών απ’ τα ταμεία τους, γιατί πρόκειται για Εθνικό θέμα υψίστης σημασίας, σπουδαιότερο κι απ’ τον έρανο για την αγορά κάποιου πολεμικού καραβιού. Για το σκοπό αυτό, όμως, θα πρέπει να υπάρξει στενή και απόλυτη συνεργασία όλων των πραγματικά ενδιαφερόμενων μερών και οι κοινές προσπάθειες να συντονίζονται από ένα κοινό συντονιστικό για κάθε χώρα όργανο κι ίσως κι ένα κοινό για όλες μαζί, που θα αποτελεστεί από μετανάστες της χώρας αυτής, που ζουν από κοντά και γνωρίζουν τα πράγματα.
Αν η πρόταση αυτή υιοθετηθεί, είμεθα σε θέση να εισηγηθούμε, αν μας ζητηθεί, περισσότερες επ’ αυτού οργανωτικές λεπτομέρειες και τρόπους εφαρμογής και δράσης.
Ελπίζω πως οι Παμπιερείς δε θα συνθέσουν άρνηση με τη στάση τους αλλά θα πάρουν θέση και θα αποτελέσουν πρωτοπορεία στην ουσιαστική αντιμετώπιση του σπουδαίου αυτού Εθνικού προβλήματος.

Καλοκαίρι 1991                                                 Ευχαριστώ
                                                                             Αλέκος Αγγελίδης



No comments:

Post a Comment