Wednesday, March 16, 2011

Τα σπίτια των προέδρων της Αμερικής του Αλέκου Αγγελίδη

Τα σπίτια των προέδρων της Αμερικής
του Αλέκου Αγγελίδη

Έντονο και συνεχές είναι το ενδιαφέρον των Αμερικανών για τις ιδιωτικές κατοικίες των προέδρων τους.
‘’Η κατοικία είναι το κέντρο όπου ανήκει η καρδιά του καθενός’’, λέει η φιλοσοφία τους.
Κι απ’ το σπίτι του προέδρου ξεκινούν κι ανάλογα εξελίσσονται οι απόψεις και οι πεποιθήσεις του λαού, για τον πλούτο, τη δύναμη, τα κοινωνικά αγαθά και τα συνταγματικά του προνόμια.
 . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η εκλογή του Αμερικανού προέδρου είναι ένα γεγονός άρρηκτα συνδεμένο με την αμερικάνικη θεώρηση του παράγοντα ‘’κατοικία’’.
Κάθε τέσσερα χρόνια, οι υποψήφιοι για την προεδρία, άσχετα με το πόσο δεμένοι είναι με την υπηρεσιακή τους κατοικία, επιστρέφουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στην ιδιωτική τους κατοικία, στο ‘’σπίτι’’ τους, για να ψηφίσουν.
Αλλά και πέρα απ’ το τυπικό γεγονός, τα νήματα με τα οποία οι πρόεδροι της Αμερικής συνδέονται με το σπίτι τους, οι τρόποι με τους οποίους ζουν και κινούνται μέσα σ’ αυτό και γύρω απ’ αυτό, θεωρούνται, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, σαν ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς τους, λεπτομερειακό γνώρισμα του χαρακτήρα τους και χαρακτηριστικό και μέτρο των πολιτικών τους ‘’πιστεύω’’. Και τούτο, γιατί η αμερικάνικη νοοτροπία παραδέχεται, ότι ο καθένας είναι αυτός που είναι, ανάλογα με το πώς και πού ζει. Το κάθε άτομο είναι, δηλαδή, γέννημα και προέκταση των ιδιαίτερων συνθηκών της ιδιωτικής του κατοικίας.
Η νοοτροπία αυτή επικράτησε και καθιερώθηκε ακόμα απ’ τις πρώτες μέρες της ίδρυσης της Αμερικανικής Δημοκρατίας.
Ο Θωμάς Τζέφφερσον (1743-1826), συντάκτης της Προκήρυξης της Ανεξαρτησίας και ο μόνος αρχιτέκτονας πρόεδρος της Αμερικής, σκιαγράφησε, κατά τον πιο παραστατικό τους τρόπο, τις βάσεις της νεαρής Δημοκρατίας κι ονόμασε ξεκάθαρα, ότι θεωρούσε βασικά κι αναπαλλοτρίωτα για κάθε Αμερικανό αγαθά ‘’τη ζωή, την ελευθερία, την επιδίωξη της ευτυχίας και την ιδιοκτησία κατοικίας . . .’’
Ο Τζέφφερσον οραματίστηκε μια Αμερική στηριγμένη στο μικρό αγρόκτημα και στην ιδιωτική κατοικία. Αυτά ήταν γι’ αυτόν τα βασικά υλικά οικοδόμησης της Αμερικάνικης Δημοκρατίας του μέλλοντος κι αυτά θα ήταν τα ύψιστα αγαθά που θα απολάμβαναν εξίσου κι αδιάκριτα όλοι οι Αμερικανοί.
Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία στο ότι ο Τζέφφερσον διέκρινε από τότε δυσκολίες, που σύντομα θα ξεπρόβαλαν στον ορίζοντα σ’ ότι αφορά την πραγμάτωση των οραμάτων του αυτών.
Και πραγματικά, αντί της δημιουργίας απλών και περίπου ομοίων για όλους σπιτιών, δεν άργησε να πάρει ανησυχητικές διαστάσεις η τάση ανέγερσης και κατοχής από λίγους τεράστιων και πολυτελών κατοικιών. Κι αυτό, σε καιρούς που η συντριπτική πλειοψηφία ζούσε κάτω από καταθληπτικές κι ανεκδιήγητες συνθήκες διαβίωσης. Είναι δε σίγουρο, πως ο Τζέφφερσον διέκρινε από τότε ακόμα τα ανησυχητικά συμπτώματα μιας κοινωνικής διάβρωσης στο εγγύς σχετικά μέλλον.
Αλλά, ούτε ο Τζέφφερσον, ούτε και οι άλλοι πατέρες και θεμελιωτές της αμερικάνικης κοινωνίας, παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις τους, αισθάνθηκαν την υποχρέωση να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα της λιτότητας και να ζήσουν και οι ίδιοι κάτω από τέτοιες συνθήκες απλότητας και ισότητας, που τόσο ένθερμα συνιστούσαν μεγαλόφωνα στο λαό τους.
Όλοι τους διατηρούσαν τεράστια κτήματα με πολυτελείς κατοικίες, που έμοιαζαν περισσότερο με τους πύργους των Άγγλων ευγενών, παρά με τα ταπεινά σπίτια των απλών και ανώνυμων ανθρώπων, τα οποία χτίστηκαν με απλά υλικά μέσα στις απεραντοσύνες των πεδιάδων και στις ερημιές των αχανών δασοκοιλάδων απ’ τους πρωτοπόρους οικιστές πατεράδες και παππούδες τους.
Η χτυπητή αυτή αντίφαση λαού και ηγετών μας φέρνει μπροστά σε μια απ’ τις βασικές αλήθειες γύρω απ’ την ιδιοκτησία της γης στη χώρα των ΗΠΑ. Μας αποκαλύπτει μια πραγματικότητα που ξεπήδησε μέσα από σκέψεις, νοοτροπίες και πράξεις των πρώτων, των κατοπινών και των τελευταίων προέδρων της.
Πριν από εκατόν πενήντα χρόνια περίπου ο Alexis de Tocqueville, Γάλλος ερευνητής και μελετητής της ως τότε ζωής της Αμερικής έγραφε: ‘’Η τάση και η ροπή προς την καλή ζωή εκδηλώνεται σαν ένα επίμονο κι αποκλειστικό πάθος στη χώρα αυτή. Η κλιμάκωση, όμως, της ζωής εδώ ποικίλει, καθώς προχωρεί ο χρόνος . . . Άλλοι προσπαθούν να προσθέσουν ακόμα μερικές γυάρδες στο χωράφι τους, άλλοι να δημιουργήσουν ένα περιβόλι κι άλλοι να επεκτείνουν λίγο το σπίτι τους. Ενώ άλλοι συγκροτούν ράντσα και χτίζουν πύργους . . . Πάντως, όλοι προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους πιο άνετη και πιο βολική . . .’’
Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο προσπάθησαν, λαός και αρχηγοί, για να πετύχουν τη βελτίωση αυτή, παρουσιάζει βασικές παραλλαγές και ουσιώδεις διακυμάνσεις μέσα στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώνων.
Ο Αμερικανός Martin Filler, εκδότης του περιοδικού ‘’ House and Garden’’ γράφει ότι, καθώς, με το πέρασμα των χρόνων, άλλαζαν οι κοινωνικές συνθήκες, μετατοπίζονταν και οι στόχοι των αρχικών επιδιώξεων των Αμερικανών και μεταβάλλονταν ανάλογα και τα πιστεύω της αμερικάνικης κοινωνίας.
Στο σχετικά μικρό διάστημα ζωής του αμερικάνικου έθνους, μεγαλογαιοκτήμονες, τραπεζίτες, μεγαλοεπιχειρηματίες και κινηματογραφικοί αστέρες ακόμα, πέρασαν απ’ το Λευκό Οίκο και κυβέρνησαν την Αμερική, γράφοντας ο καθένας τους και μια ξεχωριστή δική του σελίδα στην ιστορία της χώρας του.
Την ατομική, όμως, ιστορία του κάθε προέδρου τη λέει πιο εύγλωττα κατά τους Αμερικανούς το ιδιωτικό του σπίτι. Η κατοικία της οικογένειάς του.
Το πατρικό σπίτι του προέδρου επιδρά –κατά την αμερικάνικη πάντοτε νοοτροπία- στο χαρακτήρα του, στις ιδέες του, στην πολιτική του καριέρα και κατ’ επέκταση και στην  πολιτική και κοινωνική ζωή της Αμερικής. Στο μέλλον, δηλαδή, ολόκληρης της χώρας.
Έτσι, η καταγωγή, οι συνθήκες, ο τρόπος ζωής, η οικογενειακή κατάσταση και συνοχή της φαμίλιας του υποψήφιου προέδρου, έχουν ιδιαίτερη επίδραση στην εκλογική του επιτυχία και στην ευρύτερη σταδιοδρομία του σαν αρχηγού του κράτους.
Για τους Αμερικανούς, όπως είπαμε, απαρχή και επίκεντρο της αξιολόγησης της όλης οντότητας του προέδρου τους είναι το σπίτι του. Από κει ξεκινά η προέλευσή του κι απ’ αυτό αρχίζει η σταδιοδρομία του. Το είδος του σπιτιού, ο όγκος του, η θέση του, η διαρρύθμισή του και η επίπλωσή του, η λιτότητα ή η χλιδή του, έχουν μεγάλη σημασία για τους ψηφοφόρους και βαρύτητα για το μέλλοντα πρόεδρό τους.
Γι’ αυτό κι από την εποχή του Ουάσιγκτων και μέχρι σήμερα, η προεκλογική προβολή του σπιτιού του κάθε υποψήφιου προέδρου έπαιζε και παίζει μεγάλο ρόλο στην εκλογική του επιτυχία.
Οι έμπειροι οργανωτές των προεκλογικών αγώνων, γνωρίζοντας καλά την ιδιότυπη αυτή νοοτροπία των συμπατριωτών τους, έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στον παράγοντα ‘’σπίτι’’, γι’ αυτό και στις προεκλογικές τους καμπάνιες ή πρόβαλαν το σπίτι και την γύρω απ’ αυτό ζωή του υποψήφιου που υποστήριζαν με θέρμη και πάθος ή κατέκριναν με τον ίδιο ζήλο το σπίτι κι ό,τι συνδέονταν μ’ αυτό του αντιπάλου υποψήφιου που καταπολεμούσαν.
Μια λοιπόν και το σπίτι του προέδρου της Αμερικής παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στην προσωπικότητα του αρχηγού του Κράτους κι έχει τόσο μεγάλη σημασία κι επίδραση σ’ όλη τη ζωή της χώρας, θα αναφερθούμε από σήμερα και σε σειρά δημοσιεύσεων στα σπίτια των σημαντικότερων Αμερικανών προέδρων.
Στο επόμενο δημοσίευμά μας θα ασχοληθούμε με την κατοικία του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, του Ρόναλντ Ρήγκαν. Στη συνέχεια η αναφορά μας θα ακολουθήσει χρονική σειρά, αρχίζοντας απ’ το George Wasington.


* * * * * * *


Τα σπίτια των προέδρων της Αμερικής

Το σπίτι-μύθος δεν συνέβαλε και τόσο στην πολιτική επικράτηση του Ρήγκαν, όσο συνέβαλε το σπίτι-πράγμα στην οικονομική του ενδυνάμωση. Η ιδέα, δηλαδή, του σπιτιού δεν ωφέλησε τόσο τον πολιτικό του χαρτοφύλακα όσο η εμπορεύσιμη αξία του τον τραπεζιτικό του λογαριασμό.
Ο Ρόναλντ Ρήγκαν (Ρ.Ρ.), όπως και ο Νίξον, είχε μια κερδοσκοπική ροπή προς τις αγοραπωλησίες της γης, γι’ αυτό κι έκανε σημαντικές τοποθετήσεις σε ακίνητα.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, ο Ρ.Ρ. έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον προς τις αξιοπρόσεχτες και ιδιαίτερα ανατιμώμενες γαίες της Νότιας Καλιφόρνιας. Ύστερα απ’ το γάμο του με τη Νάνση Ντέιβις το 1952, αγόρασε ένα συγκριτικά μικρό μεν αλλά σε στυλ Χόλυγουντ σπίτι στο προάστιο Pacific Palisades του Λος Άντζελες, για 100 χιλιάδες δολάρια. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, η καριέρα του στον κινηματογράφο έχασε την παχυλή της αποδοτικότητα και ο κάου-μπόυ των ταινιών έγινε αντιπρόσωπος της General Electrics (G.E.). Έτσι, η κουζίνα του στο Λος Άντζελες εκσυγχρονίστηκε δωρεάν απ’ την G.E., με μόνο αντάλλαγμα την υποχρέωση του Ρήγκαν, να επιδεικνύουν το καθ’ όλα ηλεκτρικό σπίτι της G. E., για λόγους εμπορικής διαφήμισης της εταιρίας.
Το 1951, ο Ρ.Ρ. είχε βρει μια πολύ πλούσια φλέβα εμπορεύσιμης γης, όταν αγόρασε αντί 85 χιλιάδων δολαρίων το αγρόκτημα Malibu, που απλώνονταν πάνω σε 236 εκτάρια γης. Το κτήμα αυτό το πούλησε το 1966 στην κινηματογραφική εταιρία ‘’20th Century Fox’’ για 1,9 εκατομμύρια δολάρια.
Επιτυχία είχε και με το σπίτι του στο Λος Άντζελες. Το πούλησε κι αυτό το 1980, ύστερα απ’ την εκλογική του νίκη για 1 εκατομμύριο δολάρια.
Όμως, ο ιδιωτικός ‘’Λευκός Οίκος’’ των Ρήγκαν ήταν το ράντζο Ντε Σιέλο στα βουνά της Σάντα Μπάρμπαρα. Το κτήμα αυτό αποτελείται από 688 εκτάρια και αγοράστηκε το 1981 αντί του ποσού των 526 χιλιάδων δολαρίων. Εδώ, ο τέως κάου-μπόυ πρόεδρος της Αμερικής, όταν έρχεται κάπου-κάπου για ξεκούραση, ιππεύει τα δειλινά ή τριγυρίζει με το μπαλτά στο χέρι, όπως τον συλλαμβάνουν από μακριά οι τηλεφακοί των περίεργων ρεπόρτερς, καθώς η ζωή του και η καριέρα του συνεχίζουν να μιμούνται την τέχνη του.
Ίσως, λοιπόν, δεν έχουν άδικο οι Αμερικανοί, που συνδέουν το χαρακτήρα του προέδρου τους με το σπίτι του. Τυχοδιωκτικές οι ενέργειες του Ρήγκαν σ’ ότι αφορά το ‘’σπίτι’’, τυχοδιωκτικές και σ’ ότι αφορά την πολιτική.


* * * * * * *


Η νεογέννητη αμερικάνικη δημοκρατία ίσως να μην επιζούσε, αν δεν είχε μια προσωπικότητα, έναν ήρωα του ύψους του Ουάσιγκτων, στον οποίο να δώσει την προεδρική δύναμη και να εναποθέσει στα χέρια του τις τύχες της.
Ο Ουάσιγκτων κυβέρνησε ταπεινόφρονα αλλά έζησε σαν αριστοκράτης στην πολυτελέστατη κατοικία του στο Μάουντ Βέρνον. Το σπίτι του ήταν ένα ευρύχωρο και πολυτελές οικοδόμημα, τη μεγαλοπρέπεια του οποίου θαύμασε κι ένας άλλος επαναστάτης της εποχής εκείνης ο Λαφαγιέτ, τον οποίο κάποτε φιλοξένησε ο Ουάσιγκτων σ’ αυτό.
Τα πολυτελή σπίτια των πρώτων προέδρων και ιδίως το Μάουντ Βέρνον του Ουάσιγκτων, το Μοντισέλλο του Τόμας Τζέφφερσον και το Ερμιτάζ του Άντριου Τζάκσον, αποτέλεσαν την αφετηρία της σκέψης και το έναυσμα της επιθυμίας για την κατασκευή ενός ονειρώδους δημόσιου ‘’σπιτιού’’, που θα γίνονταν το κέντρο και η καρδιά της μεγάλης Αμερικής.
Τα σπίτια των τριών αυτών προέδρων υπήρξαν η βάση και η απαρχή της κατασκευής του ονομαστού σήμερα και επιβλητικού Λευκού Οίκου.
Είναι αλήθεια, ότι οι τρεις παραπάνω, περήφανοι για τα σπίτια τους, πρόεδροι έπαιξαν βασικό ρόλο στο σχεδιασμό και στη διαμόρφωση του λευκοκίονου μεγάρου, του πασίγνωστου σήμερα Κυβερνείου της Αμερικής.
Ο Ουάσιγκτων ενέκρινε το 1792 τα αρχικά σχέδια του αρχιτέκτονα Τζέιμς Χόμπαν.
Ο Τζέφφερσον έκανε στις μέρες του μια σειρά από αρχιτεκτονικές τελειοποιήσεις, ενώ ο Τζάκσον πρόσθεσε το 1829 τη μεγαλόπρεπη βόρεια προβολή πάνω απ’ την κεντρική είσοδο.
Ο Τζέφφερσον δε θα μπορούσε ίσως να φανταστεί πετυχημένη δημοκρατία σε μια αγροτική κοινωνία, χωρίς την ύπαρξη ελεύθερων ιδιοκτητών γης, των οποίων ‘’η αγροτική ζωή θα μπορούσε να ενσταλάξει μέσα τους αυτοδυναμία και αρετή’’, όπως έλεγε.
Ο Τζάκσον (1767-1845) ήταν ο έβδομος πρόεδρος της Αμερικής και ο πρώτος που είχε άμεση σχέση με την επέκταση των δυτικών συνόρων της χώρας. Όλοι σχεδόν οι διάδοχοί του ήταν ιδιοκτήτες κτημάτων στη Βιρτζίνια. Αυτός ήταν εγκατεστημένος δυτικότερα στο Νάσβηλ του Τενεσί κι εκεί έχτισε το σπίτι του, το ονομαστό ’’Ερμιτάζ’’. Ήταν, επίσης, ο πρώτος που ανακήρυξε τον εαυτό του ‘’λαϊκό άνδρα’’. Άνθρωπο δηλαδή, που αγωνίζεται για το λαό. Αλλά, παρ’ ότι ο Τζάκσον ήταν, όπως έλεγε, ο πρώτος λαϊκός πρόεδρος της Αμερικής, δεν δίστασε καθόλου να επεκτείνει και να μεγαλώσει το Ερμιτάζ όσο μπορούσε, καθώς τα πλούτη αυξάνονταν και να ζει με τουπέ και στυλ στη μεγαλοπρεπή κατοικία του. Επίσης, μετά την εκλογή του σαν πρόεδρος, διακόσμησε το Λευκό Οίκο κατά τέτοιο πλούσιο και πολυέξοδο τρόπο, που θα τον ζήλευε ακόμα κι αυτός ο τόσο φίλος της χλιδής Τζέφφερσον.
Παρ’ όλα αυτά, η πρωτοποριακή φυσιογνωμία του Τζάκσον συνέθεσε και καθιέρωσε νέα μυθολογική εικόνα προέδρου, την οποία ασπάστηκαν και οι επακολουθήσαντες πρόεδροι, οι οποίοι, παρά τις μοντέρνες τους σχετικά ιδέες και την πολυδάπανη ζωή τους, δεν δίσταζαν να διακηρύττουν πως έχουν ταπεινή τάχα καταγωγή και λαϊκή συνείδηση.
Ο Τζάκσον, όμως, με τη δημοφιλή του φήμη, σαν ένας ευθύς και απλός πρωτοπόρος, δεν κατηγορήθηκε καθόλου για την υπέρμετρη σπατάλη των δημόσιων χρημάτων. Αντίθετα, κατηγορήθηκε για το λόγο αυτό ο ατυχής διάδοχός του Βαν Μπούρεν, ο οποίος φορτώθηκε τον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που δημιούργησε ο Τζάκσον με τις δαπανηρές προτιμήσεις του.
Ο Βαν Μπούρεν ήταν γιος μετανάστη κι ήταν αυτοδημιούργητος, όπως και ο Άντριου Τζάκσον. Η ξένη προέλευσή του και η Νεοϋορκέζικη καταγωγή του, χωρίς να αναφέρουμε και την οικονομική κρίση του 1837, τον έκαναν εύκολο στόχο των αντιπάλων του. Ένας απ’ αυτούς και ίσως ο δεινότερος ήταν ο Τσαρλς Ογκλ. Ο Ογκλ, στο μνημειώδη λόγο του προς το Κογκρέσο, που εκφώνησε στις εκλογές του 1840, στο λόγο του ‘’χρυσού κουταλιού’’, όπως ονομάστηκε, απευθυνόμενος στο Μπούρεν είπε: ‘’Το σπίτι του αστράφτει μέσα σε φανταστική χλιδή και είναι γεμάτο από ακριβά στολίδια . . . Και ερωτώ τους ελεύθερους πολίτες αυτής της χώρας . . . νιώθουν, άραγε, την επιθυμία να υποστηρίξουν για πρόεδρό τους αύριο και να έχουν σαν κορυφαίο υπηρέτη τους στο μέλλον έναν άνθρωπο που ζει μέσα σ’ ένα πραγματικό παλάτι σαν Καίσαρας και που το σπίτι του είναι ακριβοστολισμένο σαν ονειρώδες ασιατικό ανάκτορο;’’
Η απάντηση στα λόγια αυτά του Ογκλ ήρθε στις κάλπες. Ο Μπούρεν έχασε τις εκλογές και πρόεδρος ψηφίστηκε ο αντίπαλός του Ουίλλιαμ Χένρυ Χάρρισον, ο ιδιοκτήτης του ‘’Λογκ Κάμπιν’’. Έτσι ονομάζονταν το σπίτι του.
Στην προεκλογική αυτή αναμέτρηση, σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο τρόπος ζωής των υποψήφιων και ο χειρισμός της όλης καμπάνιας απ’ τον τύπο, η οποία είχε σα βασικά επιχειρήματα τα σπίτια των ανταγωνιζόμενων. Έτσι, η εκλογή του Χάρρισον θεωρήθηκε σαν η πρώτη οργανωμένη και κατευθυνόμενη απ’ τον τύπο προεκλογική προπαγάνδα στην ιστορία της Αμερικής.
Στην πραγματικότητα, ο Χάρρισον, γιος ενός από κείνους που υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ελευθερίας της Αμερικής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπέρκελυ, σε μια απ’ τις μεγαλύτερες φυτείες του ποταμού Τζέιμς στη Βιρτζίνια. Αλλά οι πολιτικοί του σύμβουλοι πήραν μια ειρωνική φράση απ’ τα λεγόμενα κάποιου υποστηριχτή του Μπούρεν, ο οποίος υποδείκνυε πώς να αντιμετωπίσουν το γερο-Χάρρισον: ‘’Δώστε του ένα βαρέλι ξηρού κρασιού και μια σύνταξη από 2 χιλιάδες δολάρια το χρόνο και θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα ξυλοκάλυβο’’ (Λογκ Κάμπιν).
Αμέσως ο Χάρρισον ονομάστηκε απ’ τους οργανωτές του προεκλογικού του αγώνα ο ‘’υποψήφιος του Ξυλοκάλυβου’’, δηλαδή ο άνθρωπος της φτωχολογιάς, ενώ ο Βαν Μπούρεν, που τον περασμένο χρόνο είχε αγοράσει ένα μεγάλο κι επιβλητικό σπίτι, το Λιντενουάλτ, κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κίντερχουκ της Νέας Υόρκης, παρουσιάστηκε απ’ τους ανθρώπους του Χάρρισον σαν ένας μεγαλόσχημος κι ευκατάστατος ψηλομύτης.
Οι υποστηριχτές του Βαν Μπούρεν προσπάθησαν να ευθυγραμμίσουν τα πράγματα. Ένας δικός τους βουλευτής, διακριτικά και υπολογισμένα, διακήρυξε ότι ο Χάρρισον δεν είναι ένας φτωχός και δεν είναι άνθρωπος κάποιου ξυλοκάλυβου. Είναι ένας πλούσιος γαιοκτήμονας που ζει σ’ ένα θαυμάσιο, ωραίο και καλοφτιαγμένο σπίτι και που περιβάλλεται από πριγκιπικά κτήματα. ‘’Κι επομένως, κύριοι,’’ είπε’’, όλη αυτή η ιστορία για ξυλοκάλυβα και φτώχειες είναι μια ψευτιά. Είναι μια μεγάλη απάτη . . .’’
Η ενέργεια αυτή του Μπούρεν ήταν υπολογισμένη κι απέβλεπε στο να πιάσει και να μετρήσει τους σφιγμούς του λαού. Και πραγματικά, είδε και διαπίστωσε ότι ο λαός αποδέχεται τον άνθρωπο της προτίμησής του σαν τέτοιο που τον οραματίζεται κι όχι τέτοιο που πραγματικά είναι. Στη σύνθεση φυσικά του οράματος αυτού συμβάλλει αποφασιστικά και η κατάλληλη προβολή.
Ο Μπούρεν έχασε και τις εκλογές τις πήρε ο Χάρρισον, ο άνθρωπος του ‘’ξυλοκάλυβου’’.
Έτσι, για τον επόμενο μισό περίπου αιώνα, η χαμηλή καταγωγή, όχι μόνο δεν ήταν εμπόδιο στο δρόμο για την προεδρία αλλά, καθώς η χώρα επεκτείνονταν και προσθέτονταν φτωχότεροι κι ασήμαντοι πληθυσμοί, οι ψηφοφόροι όλο και περισσότερο επηρεάζονταν απ’ την ταπεινότητα και την απλότητα, γι’ αυτό και η προέλευση των υποψήφιων από κάποιο ‘’ξυλοκάλυβο’’ ήταν πρωτέρημα στην  πολιτική αρένα.
Ο Τζέιμς Κ. Πολκ και ο Μίλλαρντ Φιλλμόρε ήταν οι δυο πρόεδροι του ‘’ξυλοκάλυβου’’.
Έτσι, απ’ το απαρχαιωμένο αυτό και διαβρωμένο κατασκεύασμα, ξεπήδησε μια έντονη μυστικιστική κατάσταση ανάμεσα στους ψηφοφόρους, η οποία κι επικράτησε με την έλευση του Αβραάμ Λίγκολν. Το ξυλοκάλυβο ήταν για χρόνια η μόνη αρμόζουσα και παραδεχτή απ’ το λαό κατοικία όπου έπρεπε να μένει κάθε πρόεδρος κατά τους παιδικούς του χρόνους.
Ίσως, με την επιβολή και τη δυναμικότητα που είχε αποκτήσει η σκιά του ‘’ξυλοκάλυβου’’ πάνω στους ψηφοφόρους και υποψήφιους και τις ιδιαίτερες επιπτώσεις που είχε στις εκλογές των τελευταίων 25 ετών, οι πολιτικοί υποστηριχτές του Λίγκολν, στη διάρκεια της προεκλογικής κίνησης του 1860, για να ασκήσουν εντονότερη επίδραση στο λαό, έφεραν το ‘’ξυλοκάλυβο’’ απ’ το Χόντγκεβιλλ του Κεντάκυ, όπου υποτίθεται πως είχε γεννηθεί ο υποψήφιός τους το 1809 και το έστησαν διαδοχικά σε διάφορα σημεία του αγροκτήματος του Λίγκολν. Το ξυλοκάλυβο αυτό έγινε λαοφιλέστατο, επέδρασε, όπως περίμεναν στις εκλογές κι έγινε μεγάλος τουριστικός στόχος. Μάλιστα, στις δεκαετίες που επακολούθησαν, μετά τη δολοφονία του προέδρου, το διαλύσαν σε τεμάχια και το μεταφέραν σε πανηγύρια και εκθέσεις εδώ κι εκεί σ’ όλη τη χώρα. Το ‘’ξυλοκάλυβο’’ έγινε λαϊκό προσκύνημα.
Το 1909, καθώς πλησίαζαν τα εκατοντάχρονα των γενεθλίων του Λίγκολν, η μνήμη του πήρε κάποιο θρησκευτικό, ας πούμε, χαρακτήρα, γι’ αυτό κι αποφασίστηκε η συνεχώς διακινούμενη ξυλοκαλύβα του να μεταφερθεί πλέον και να αναπαυθεί στην αρχική της θέση. Στο αγρόκτημα του Κεντάκυ. Ένα λαμπρό κλασικό μνημείο από γρανίτη και μάρμαρο σχεδιάστηκε απ’ τον αρχιτέκτονα Τζων Ράσσελλ Ποπ και πάνω σ’ αυτό στήθηκε οριστικά η ξύλινη καμπίνα. Το αν πραγματικά η καλύβα αυτή ήταν το σπίτι  που γεννήθηκε ο μεγάλος απελευθερωτής ή όχι ποτέ δεν εξακριβώθηκε. Αλλά, στους πλείστους απ’ όσους την επισκέφτηκαν και την προσκύνησαν, η λεπτομέρεια αυτή δεν ενδιέφερε.
Όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται να νιώσουν και να ζήσουν για λίγο το θρύλο του Λίγκολν και ζουν μακριά απ’ το Κεντάκυ μπορούν να επισκεφτούν ένα από τα πολλά ομοιώματα της παιδικής του κατοικίας που στήθηκαν σε διάφορα μέρη των ΗΠΑ.
Ένα άλλο ξυλοκάλυβο, που καλείται: ‘’Η ζωντανή Ιστορική Φάρμα του Λίγκολν’’ συντηρείται απ’ τις υπηρεσίες του εθνικού πάρκου της πόλης Λίγκολν του Ιλλινόις.
Το ξυλοκάλυβο δάνεισε κι αργότερα τον εαυτό του στην πολιτική μυθολογία και ζωντάνεψε στη φαντασία του λαού το Λίγκολν.
Την επίδραση αυτή γνώριζε πολύ καλά ο Τζέιμς Γκάρφιλντ, που εκλέχτηκε πρόεδρος είκοσι χρόνια μετά το Λίγκολν και πέθανε κι αυτός από σφαίρα δολοφόνου.
Πολύς ντόρος είχε δημιουργηθεί τον καιρό της υποψηφιότητας του Γκάρφιλντ για την προεδρία γύρω απ’ το πού γεννήθηκε αυτός και πού ο Λίγκολν. Οι διεθύνοντες την πολιτική καμπάνια του Γκάρφιλντ δεν παρέλειψαν να υπερτονίσουν, ότι ο υποψήφιός τους είχε πραγματικά γεννηθεί μέσα σε ένα ξυλοκάλυβο.
Το 1880 ο J. M. Μπάντυ, ένας ιστοριογράφος και αναλυτής προεκλογικών αγώνων στην Αμερική, αναφέρθηκε με κάποιο απολογητικό τόνο στην εξέλιξη του Γκάρφιλντ. Περιγράφοντας την ευρύχωρη αλλά όχι επιδεικτική κατοικία του Γκάρφιλντ, το ‘’Λάουνφιελντ’’, όπως ονομάζονταν, στο Μέντορ του Οχάιο, έγραψε: ‘’Λόγω των περιορισμένων οικονομικών του δυνατοτήτων, το σπίτι του ήταν απλό και μόνο, ύστερα απ’ την πάροδο μερικών ετών, κατάφερε να το αναμορφώσει και να ζήσει με τρόπο τέτοιο που αρμόζει σε μια οικογένεια τόσο απλή στη διαβίωση κι απλή στις επιθυμίες και στις κοινωνικές της επιδιώξεις’’.
Στην πραγματικότητα, το σπίτι αυτό στο Οχάιο ήταν σε θέση, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, να προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες και να καλύψει όλες τις ανάγκες του κυρίου του. Γιατί ο Γκάρφιλντ, μέσα στην απλότητα και στη φυσική γαλήνη της φάρμας του, ένιωθε ήρεμος και ξεκούραστος.
Καθώς το κέντρο του αμερικάνικου πληθυσμού συνέχιζε να κινείται δυτικότερα, το λίκνο των προέδρων μετακινήθηκε στη Βιρτζίνια (απ’ όπου πέντε πρόεδροι προήλθαν ως το 1880) στο Οχάιο (γενέτειρα εφτά προέδρων απ’ το 1870 ως το 1920). Ανάλογα υποχώρησε βαθύτερα στην εθνική μνήμη των Αμερικανών η θύμηση της ‘’ξυλοκαλύβας’’ και η εποχή της ζωής της ξεκομμένης φάρμας άρχισε να παρέρχεται.
Οι προεδρικές κατοικίες των κεντρικών οδών και των μεγάλων λεωφόρων ήρθαν πλέον στο προσκήνιο. Η σύγχρονη κατοικία έγινε τώρα το σύμβολο του τρόπου ζωής των Αμερικανών προέδρων.
Η νέα αυτή τάση έφτασε στην ακμή της το 1920, όταν ο Ουάρρεν Χάρντινγκ διαδέχτηκε το Γούντροου Ουίλσον. Ο Χάρντινγκ άρχισε την προεκλογική του εκστρατεία με μια ομιλία του στο λαό μπροστά στο σπίτι του στο Μάριον του Οχάιο και κάτω απ’ τη βαθίσκιωτη μπροστινή βεράντα του. Απ’ το γεγονός αυτό και όλος ο προεκλογικός του αγώνας ονομάστηκε ‘’αγώνας της μπροστινής βεράντας’’. Ίσως κι όχι άδικα. Γιατί, ολόκληρη η προεκλογική του καμπάνια διεξήχθηκε απ’ τη βεράντα αυτή του σπιτιού του. Η συνεχής και συστηματική κάλυψη του πρωτόβγαλτου Χάρντινγκ απ’ τον τύπο, που τον εμφάνιζε πάντα τριγυρισμένο απ’ τους υποστηριχτές του και τους γείτονες μπροστά στο σπίτι του, υποδηλώνοντας και προβάλλοντας ένα σύμπλεγμα παναμερικάνικης ενότητας, είχε σαν επίκεντρο την απλότητα, την καθαρότητα και την επιβλητικότητα του σπιτιού του στο Μάριον. Ο Χάρντινγκ, προβάλλοντας ένα σενάριο κεντρικής οδού και αντιδιαστέλλοντας τον εαυτό του και τις ιδέες του απ’ τον αντίπαλό του Ουίλσον, κέρδισε με μεγάλη διαφορά τις εκλογές.
Η είσοδος του Φραγκλίνου Ρούσβελτ στο Λευκό Οίκο, σε μια απ’ τις πιο σκοτεινές στιγμές της αμερικάνικης ιστορίας, δίνει ένα ενδιαφέρον στοιχείο και δείχνει πόσο οι αξίες του προέδρου και ο τρόπος ζωής του επηρεάζουν το λαό.
Ο πρόεδρος, που απ’ το λαό είχε ονομαστεί σαν ο πιο λαϊκός άνθρωπος του αιώνα, ζούσε στην πραγματικότητα πλουσιοπάροχα και αριστοκρατικά.
Το οικογενειακό κτήμα του Φρ. Ρούρβελτ στο Χάιδ-Παρκ της Νέας Υόρκης, κοντά στον ποταμό Χιούστον, ήταν κάτι παραπάνω από σπίτι του. Ήταν η επικράτειά του, όπου ζούσε με αριστοκρατικό στυλ κι έμοιαζε περισσότερο σαν ένας Άγγλος λόρδος του 18ου αιώνα, παρά σαν ένας Αμερικανός του 20ου.
Τι ήταν, όμως, εκείνο που έκανε το Χάιδ-Παρκ να φαίνεται στα μάτια των Αμερικανών περισσότερο σαν ένα δεύτερο εθνικό τους σπίτι παρά σαν ένα σύμβολο πλούτου και μοναδικότητας προνομίων; Κατά μεγάλο μέρος ήταν το αποτέλεσμα της επερχόμενης κοινωνικής μεταβολής, η οποία, ξεκινώντας απ’ τις παλιές πλούσιες αμερικάνικες οικογένειες και προωθούμενη κατάλληλα απ’ την ανώτερη τάξη, μυθοποιούσε την Αμερική κι έριχνε στάχτη στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων. Ξεπρόβαλε η λεγόμενη ‘’επίχρυση εποχή’’ της Αμερικής.
Είναι αλήθεια, πως επικρατούσε κάποια έντεχνη φειδωλότητα στην ατμόσφαιρα του Χάιδ-Παρκ, γιατί, σ’ ένα τόσο πολυδάπανο κι ακριβοσυντήρητο δημιούργημα, τίποτα δεν γίνονταν που να δείχνει κάποια ασυλλόγιστη σπατάλη.
Τα δωμάτια, για παράδειγμα, είχαν σπαρτιάτικη ατμόσφαιρα και αέρα σχολείου εσωκλείστων της Νέας Αγγλίας και η μητέρα του προέδρου (η οποία παρέμεινε ‘’η οικοδέσποινα’’, ακόμα και μετά το θάνατο του συζύγου της και το γάμο του γιου της με την εξαδέλφη του Ελεονόρα), έκανε μόνο μια νέα διακόσμηση στο εσωτερικό, όταν το κτίριο ανακαινίστηκε ριζικά το 1915. Το 1939, όταν επρόκειτο να επισκεφτούν την Αμερική ο βασιλιάς Γεώργιος ο 6ος  και η βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας, η Σάρα Ρούσβελτ άλλαξε τις ταπετσαρίες, τα καλύμματα των επίπλων και τις κουρτίνες στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής και τη γέμισε με πορσελάνινα μπιμπλό και στολίδια. Επίσης, κρέμασε κι ένα μεγάλο πολυέλαιο Δρέσδης που είχε αγοράσει απ’ την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού της. Έτσι, η αίθουσα αυτή πήρε το όνομα ‘’Δρέσδη Χωλλ’’.
Κατά τη διάρκεια της μακράς προεδρίας του Ρούσβελτ, το Χάιδ-Παρκ είχε γίνει τόσο γνωστό σε πολλούς Αμερικάνους, όσο και ο Λευκός Οίκος. Όσο για την Ελεονόρα, που τόσο πολύ υποτιμούνταν απ’ την επιβλητική πεθερά της, η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη κι αναζωογονητική όσο ήταν για τον άντρα της. Γι’ αυτό και περνούσε τον περισσότερο καιρό της στο ιδιαίτερο σπίτι τους στο Βαν-Κιλλ, ένα καταφύγιο, που είχαν χτίσει λίγα μίλλια πιο κάτω και που το πραγματικό του όνομα ήταν Σπριγκ-γουντ.
Όταν ο Ρούσβελτ πέθανε στη διάρκεια των τελευταίων ημερών του πολέμου, εργαζόμενος σκληρά για τη νίκη, ενταφιάστηκε, όχι στην αυλή κάποιας εκκλησίας ή σε κάποιο ονομαστό νεκροταφείο αλλά, όπως ο Ουάσιγκτων, ο Τζέφφερσον και ο Τζάκσον, μέσα στο αγαπητό του αγρόκτημα.
Η λαϊκή εντύπωση για το διάδοχο του Ρούσβελτ, το Χάρρυ Τρούμαν, δεν ήταν εντύπωση ενός ημίθεου όπως ήταν για το Ρούσβελτ, γι’ αυτό και, για να ενισχυθεί η προσωπικότητά του, χρειάστηκε να ξαναγυρίσουν οι διαφημιστές του πίσω στις παλιές μεθόδους και να ξαναθυμηθούν προέδρους και συνήθειες των 50 περασμένων χρόνων.
Ο Τρούμαν ήταν ο τελευταίος πρόεδρος των ‘’Κεντρικών οδών και των Λεωφόρων’’ και το μεγαλύτερο μέρος της προβολής και της προσωπικότητας αντλήθηκε από εμφανείς προσποιήσεις κι άλλους κομπασμούς, για να βοηθηθεί και να καλοστηριχτεί στην κορυφή της πυραμίδας.
Ύστερα απ’ τα σχεδόν εφτά χρόνια παραμονής του στην εξουσία κι αυτός και η γυναίκα του Μπέσυ, ξαναγύρισαν στο λευκό βικτωριανό σπίτι τους στο 219 Νορθ Ντελαουέρ στριτ, στην πόλη Ιντεπέντας του Μισούρι.
Όταν ο Τρούμαν, αναχωρώντας απ’ το Λευκό Οίκο, ρωτήθηκε, τι θα κάνει τώρα που επιστρέφει στο σπίτι του, απάντησε: ‘’Θα βάλω τις βαλίτσες μου στη σοφίτα’’. Η απάντησή του αυτή ήταν και διπλωματική και αντικειμενική.
Το σπίτι αυτό στο Μισούρι έμεινε η μόνη κατοικία του για τα υπόλοιπα 20 χρόνια της ζωής του (30 χρόνια για τη γυναίκα του) κι ήταν γνωστό στην περιοχή σαν το ‘’Ουάλλας Χάους’’, γιατί προέρχονταν απ’ την οικογένεια της κυρίας Τρούμαν, τους Ουάλλας. Το σπίτι των Ουάλλας ήταν πολύ πιο κοινωνικό και πιο γνωστό στην πόλη Ιντεπέντας απ’ ότι ήταν το σπίτι του Τρούμαν, που, παρά την εξαιρετική καριέρα του κυρίου του, παρέμεινε σε δευτερεύουσα μοίρα. Ακόμα και ύστερα απ’ την προεδρία του Τρούμαν, το σπίτι του (απ’ τη γυναίκα του) συνέχισε να ονομάζεται στην περιοχή ‘’Δι Ουάλλας Χάους’’. Για την εξακρίβωση των αιτίων που συντέλεσαν σ’ αυτό ίσως θα πρέπει να γίνει κάποτε πιο συστηματική και βαθύτερη έρευνα.
Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ δεν είχε δικό του πραγματικό σπίτι μέχρι που έγινε 60 χρονών. Σαν αξιωματικός καριέρας, διέμενε πότε εδώ και πότε εκεί. Πρώτα στο Ουέστ πόιντ, ύστερα στη Μανίλλα σαν αρχιστράτηγος της Άπω Ανατολής και μετά στο Παρίσι σαν αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου κι ύστερα απ’ αυτόν. Και μόνο το 1949 ο Άικ και η Μάμυ, αφού αγόρασαν το πρώτο τους αγρόκτημα στο Γκέτισμπουργκ της Πενσιλβάνιας, άρχισαν να ριζώνουν κάπου.
Αλλά, τρία χρόνια αργότερα, η εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα διέκοψε και πάλι κάποιο μόνιμο ρίζωμά τους στο Γκέτισμπουργκ. Σ’ αυτό ξαναγύρισαν σαν απόμαχοι πια, ύστερα από λίγα χρόνια.
Παράδοξα, ο Λευκός Οίκος ήταν γι’ αυτούς –σε αντιδιαστολή με άλλους προέδρους- η κατοικία στην οποία διέμεναν τον περισσότερο καιρό, χωρίς ενδιάμεσες εναλλαγές.
Το 1960, λίγο μετά την απομάκρυνση του Άικ απ’ την προεδρία, η Μάμυ, με πραγματική ειλικρίνεια, εκμυστηρεύτηκε πόσο λυπόταν που άφησε το Λευκό Οίκο. Όχι γιατί έχανε την ισχύ που της έδινε αλλά μόνο γιατί είχε αποβεί ο τόπος στον οποίο έζησε με τον άνδρα της το μεγαλύτερο συνεχόμενο τμήμα απ’ τα 45 χρόνια του έγγαμου βίου της.
Κανένας άλλος πρόεδρος της Αμερικής δεν ξεχώρισε τόσο πολύ για την οικογενειακή του συνάφεια και τις οικογενειακές του πεποιθήσεις όσο ο Τζιον Κέννεντυ. Ο τρόπος με τον οποίο η πατριά των Κέννεντυ έζησε –όχι σαν άτομα με ξεχωριστούς προορισμούς, αλλά σα μια μεγάλη οικογένεια με κοινή πορεία- αντιπροσωπεύτηκε απ’ τη συμβίωση των Κέννεντυ στο Υάννις Πορτ της Μασσαχουσέτης. Ένα σύμπλεγμα από τρία μεγάλα άσπρα σπίτια στέγαζε τη μεγάλη ομάδα. Ένα για το θεμελιωτή πατέρα Ιωσήφ Κέννεντυ, ένα για το γιο Τζιον κι ένα για το Ρόμπερτ. Στη διάρκεια της προεδρίας του Κέννεντυ, ο νεαρότερος αδερφός Έντουαρτ νοίκιασε ένα σπίτι στο κοντινό Σκώου Άιλαντ.
Τόσο πολύ επηρεασμένος ήταν απ’ την οικογενειακή συνοχή των Κέννεντυ ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Ουάιτ, ο οποίος συνέβαλε πάρα πολύ στην επιτυχία του Τζιον στις εκλογές, που, στο βιβλίο του ‘’The Making of the President 1960’’, ένιωσε την ανάγκη να συγκρίνει την ισχυρή οικογενειακή πραγματικότητα του νικητή με την έλλειψη πραγματικών ριζών σύνδεσης του ηττημένου, με την οικογένεια, το σπίτι και τον τόπο του. Και ενώ περιέγραφε με ωραία φρασεολογία την ημέρα των εκλογών, πώς οι Κέννεντυ –γονείς και παιδιά- παίρνουν τον περίπατό τους τις ηλιόλουστες μέρες στις αμμουδερές πλαγιές ή στα καταπράσινα χαμηλώματα του κτήματός τους ή πώς παίζουν μπάλα στις καταπράσινες απλοχωριές, ενώ από πάνω τους ανεμίζει ψηλά στον ιστό της αναπεπταμένη η αμερικάνικη σημαία, ζωγράφιζε ταυτόχρονα με τελείως αντίθετα χρώματα το πορτραίτο του αντιπάλου Νίξον, αποθώντας τον μακριά στο βάθος της συνείδησης του απέναντι στρατοπέδου.
Στο ξενοδοχείο Αμπάσαντορ του Λος Άντζελες, όπως έγραφε ο Ουάιτ, έμενε τότε ο Νίξον κι είχε εγκατασταθεί στη βασιλική σουίτα, την διακοσμημένη με κόκκινα, ροζ, βυσινιά, μπλε και βιολετί χρώματα, σ’ ένα ντεκόρ απω-ανατολίτικο, τονισμένο με μπρούντζινα έπιπλα κι εξωτικά αντικείμενα, που τόνωναν περισσότερο το σιαμέζικο μοτίβο της ατμόσφαιρας.
‘’Ας δούμε λοιπόν το Νίξον’’, έγραφε ο Ουάιτ, ‘’να τελειώνει τον προεκλογικό του αγώνα και την καριέρα του μαζί μέσα στην ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια, όπου ακριβώς άρχισε, σαν προσωρινός φιλοξενούμενος . . . Τον προεκλογικό του αγώνα τον ξεκίνησε με λόγους περί τόπου καταγωγής και κατοικίας. Αλλά αυτός δεν έχει κι ούτε ποτέ είχε ιδιαίτερη δική του κατοικία. Πηγαίνει όπου πάει η γυναίκα του. Πάντοτε είναι ένας ξένος. Ακόμα κι εδώ στην Καλιφόρνια αναζητά φίλους και φιλοξενία’’.
Το γεγονός ότι ο Νίξον είχε δικό του σπίτι στην Ουάσιγκτον D.C. δεν φαίνονταν να ενδιέφερε καθόλου τις μέρες εκείνες τον τολμηρό δημοσιογράφο.
Στην πραγματικότητα και οι Κέννεντυ δεν ήταν λιγότερο μετακινούμενοι απ’ το Νίξον και, παρά την τόσο πολυσυζητημένη τους οικογενειακή συνοχή, έμεναν πάντοτε σχεδόν ξένοι προς το περιβάλλον που ζούσαν.
Το 1921, τέσσερα χρόνια ύστερα απ’ τη γέννηση του Τζιον, οι γονείς του άφησαν τον τόπο της γέννησής του, το Μπρούκλιν της Μασσαχουσέτης και μετακόμισαν στο Ριβερντάιλ (κι ύστερα στο Μπρόνξβιλλ), έξω απ’ την πόλη της Νέας Υόρκης, με την ελπίδα να αποχτήσουν κάποια κοινωνική επικοινωνία, πράγμα που το είχαν στερηθεί τόσο πολύ μέσα στη φωλιά παλιών συντηρητικών οικογενειών, σαν Ιρλανδοί καθολικοί που ήταν.
‘’Πότε θα μας αποδεχθούν επιτέλους κι εμάς οι παλιές οικογένειες της Βοστώνης;’’ ξεφώνισε κάποτε ασυγκράτητη η Ρόσα Κέννεντυ. Στην πραγματικότητα, η ισχυρόγνωμη και πεισπατάρικη μεγάλη κοινωνία δεν τους αποδέχτηκε ποτέ και οι Κέννεντυ δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το απώτερο αυτό όνειρό τους και να εισχωρήσουν μέσα σ’ αυτή την κυψέλη της πάνω κάστας της Ν. Υόρκης. Έτσι, σιγά-σιγά αποτραβήχτηκαν στις δυο παραπλήσιες πόλεις Υάννις Πορτ και Παλμ Μπιτς, οι οποίες και έγιναν το διπολικό τους ορμητήριο. Η πρώτη για το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και η δεύτερη για το χειμώνα και την άνοιξη.
Και, όπως ο Κόλιερ και ο Χόρουιτς έγραψαν στο βιβλίο τους ‘’Οι Κέννεντυς. Ένα αμερικανικό δράμα’’, αντί να προσπαθήσει ο Ιωσήφ Κέννεντυ να προωθήσει την οικογένειά του μέσα στην κοινωνία, όπως επιθυμούσε η γυναίκα του, επέμενε στη νοοτροπία του και τους έκανε όλους περήφανους νομάδες. Το Μπρόνξβιλλ ήταν για τον πατέρα Ιωσήφ κάτι παραπάνω από απλή κατοικία. Για τα παιδιά του, όμως, που το καθένα πήγαινε σαν εσώκλειστο στο δικό του σχολείο, ήταν ένα σημείο αποβίβασης. Μια αποβάθρα διακίνησης. Το Παλμ Μπιτς και το Υάννις δεν ήταν  παρά διευθύνσεις κατοικίας των Κέννεντυ. Και η ζωή της οικογένειας στα δυο αυτά σπίτια εκτυλίσσονταν σε μέρη που είχαν πίσω τη στεριά και μπροστά τη θάλασσα. Ξεκομμένα καθώς ήταν έμοιαζαν με κάποια απομονωμένη χερσόνησο κι ήταν ιδεώδη για το Τζόζεφ για το μεγάλωμα παιδιών, γιατί θα μεγάλωναν και θα αντρώνονταν, αισθανόμενα ότι η μόνη κοινωνία που πραγματικά μετράει είναι η κοινωνία των Κέννεντυ.
Η ατμόσφαιρα, όμως, αυτή και η μονοκόμματη αντίληψη των Κέννεντυ για την οικογένεια δεν είχε ανάλογη και άμετρη επίδραση πάνω στις οικογενειακές τους υποθέσεις.
Στην πραγματικότητα, το τριπλό άσπρο σπίτι έμοιαζε περισσότερο με κάποιο υψηλής κατηγορίας ξενοδοχείο, παρά με κατοικία κλειστής οικογένειας. ‘’Στ’ αλήθεια, οι ένοικοι δεν είχαν μια πραγματική κατοικία με τα δικά τους ο καθένας δωμάτια, όπου να είχαν, ας πούμε, κρεμασμένες στους τοίχους φωτογραφίες και διάφορα προσωπικά τους ενθύμια στα ράφια των κοιτώνων τους’’, γράφει ο Κ. Λ. Μπίλλινγκς, ο παλιότερος φίλος των Κέννεντυ. Κατά τη δική του μαρτυρία πάλι, όταν τα παιδιά επέστρεφαν στο σπίτι για διακοπές απ’ τα διάφορα σχολεία που πήγαιναν, έμενε το καθένα σ’ όποιο δωμάτιο τύχαινε να είναι αδειανό. Σε κάποια τέτοια επιστροφή-επίσκεψη, ο αργότερα πρόεδρος της Αμερικής ακούστηκε να ρωτά τη μητέρα του: ‘’Ποιο δωμάτιο θα έχω αυτή τη φορά μαμ;’’
Στη διάρκεια της προεδρίας του ο Κέννεντυ έμεινε για κάποιο διάστημα στο σπίτι του αγροκτήματος ‘’Χάμμερσμιθ’’ στο Νιούπορτ. Αυτό ήταν ένα τεράστιο κι επιβλητικό κτίριο καλοχτισμένο πάνω σ’ έναν καταπράσινο λόφο.
Ο Λίντον Βάινες Τζόνσον είχε ένα μεγάλο σπίτι μέσα σ’ ένα εκτεταμένο αγρόκτημα στο Τέξας. Το ‘’Ράντσο L. B. J.’’ Το όνομα του ιδιοκτήτη του. Το σπίτι του Τζόνσον ήταν κάτι το διαφορετικό, ήταν κάτι πιο μπροστά απ’  την εποχή του. Σ’ αυτό ο Τζόνσον έδειχνε τη σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητάς του.
Εδώ ο Τζόνσον δεχόταν τους πολιτικούς του φίλους και τους ανάγκαζε να φαίνονται αμαθείς και αδέξιοι στην ιππασία και σ’ άλλα δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα, για να προβάλεται έτσι ο ίδιος. Ποιος τάχα ξέχασε πραγματικά το στημένο απ’ τον ίδιο το Τζόνσον πάθημα και την απ’ αυτόν κάποια ταπείνωση του Χέρμπετ Χάμφρεϋ, όταν, παρά τις προσπάθειές του να κρατηθεί πάνω σ’ ένα πεισματάρικο και φοβισμένο άγριο άλογο, έπεσε μπροστά στους δημοσιογράφους, που περίμεναν να αποθανατίσουν τη σκηνή και να τη δημοσιεύσουν προς δόξα του προέδρου τους, που ίππευε καμαρωτός σε κάποιο άλλο ήμερο και πράο ζώο;
Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Τζόνσον οδήγησε τους δημοσιογράφους σε ταχύτατες και επικίνδυνες κούρσες αυτοκινήτων γύρω στο κτήμα του, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα, κάτω απ’ την κάλυψη της προεδρικής ανοχής του και υπογραμμίζοντας με κομπασμό ορισμένες βελτιώσεις που τάχα είχε κάνει προς όφελος των φορολογούμενων.
Λίγους μήνες ύστερα απ’ την άνοδό του στην προεδρία, ο Τζόνσον άρχισε να ανακαινίζει το μικρό αγροτόσπιτο των δύο δωματίων, στο οποίο είχε γεννηθεί, κάπου μισό μίλι ανατολικότερα απ’ το ράντσο του. Ο απώτερος σκοπός του ήταν να αναστήσει ένα φτωχό ξυλοκατασκεύασμα (που χτίστηκε το 1856 από Γερμανούς μετανάστες και στο οποίο έγιναν προσθήκες καθώς περνούσαν τα χρόνια) και να το φτιάξει έτσι όπως ήταν τότε που γεννήθηκε σ’ αυτό το 1908. Υπήρχαν, όμως και μερικοί ασύμφοροι για τον πρόεδρο παρατηρητές, εξοικειωμένοι με τις αυτοδραματοποιούμενες ιστορίες του και θυμόταν την παιδική του ηλικία, που ήταν πολύ λιγότερο φτωχή και ανεμοδαρμένη απ’ όσο ήθελε να την προβάλει ο ίδιος. Επίσης, η επιθυμία της ανόρθωσης και της ανακαίνισης, κατά τους παρατηρητές αυτούς, δεν ήταν και τόσο αθώα και ταπεινή. Αντίθετα, διέβλεπαν μέσα στη φαινομενική ταπεινότητα του προέδρου τους πονηρά ελατήρια εγωκεντρισμού και υστερόβουλης προβολής.
Άσχετα με τη φήμη του Τζόνσον σαν ένα ‘’ίστατο μεσίτη’’, ο διάδοχός του Ρίτσαρντ Νίξον ήταν παραπάνω από όμοιός του, όταν ήρθε η ώρα να μεταβάλει μια αγορά γης σε ένα χρυσοφόρο πίδακα. Η ανησυχητικότητα που διέκρινε το Νίξον τον κράτησε πάντα σε κίνηση μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν την ταπεινωτική ήττα του απ’ τον Κέννεντυ το 1960. Μετά τις εκλογές, γύρισε στο σπίτι που είχε στο κτήμα του Τρούστεϊλ στην Καλοφόρνια πάνω σε γοργοαξιούμενους λόφους, δίπλα σε κείνους του Μπέβερλυ. Αλλά, ύστερα απ’ την αποτυχία του και στις εκλογές για κυβερνήτης στην Καλιφόρνια το 1962, μετακόμισε στη Ν. Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκε σ’ ένα διαμέρισμα της 5ης λεωφόρου, αριθμ. 8107, στο οποίο διέμενε κι ο πολιτικός του φίλος από παλιά Νέλσον Ροκφέλλερ. Εδώ έζησε για 6 χρόνια, ως το 1968, μέχρι που εκλέχτηκε πρόεδρος.
 Λίγο πριν την εκλογή του, ο Νίξον ανακοίνωσε ότι πουλάει το διαμέρισμά του και ότι θα αγοράσει ένα κτήμα με σπίτι ισπανικού στυλ στο Σαν Κλεμέντε της Καλιφόρνιας αντί 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων. Το σπίτι ονομάζονταν Κάσα Πασίφικα κι είχε χτιστεί το 1929. Το Κάσα Πασίφικα ήταν υπέροχο κι αποτελούσε ένα είδος λευκού οίκου στις δυτικές ΗΠΑ. Ο Νίξον το αγαπούσε πάρα πολύ. Περιεργαζόμενος το κτήμα του μια μέρα, μαζί με το συνεργάτη του Μπρους Χάρλωου, ο πρόεδρος είπε: ‘’Δεν είναι θαυμάσιο; Η τοποθεσία του είναι πραγματικά πολύ-πολύ εξαιρετική. Στοιχηματίζω πως ποτέ δε θα την κάμετε να δουλέψει στις μπίζνες’’. Και ο Χάρλωου του απάντησε χαρακτηριστικά: ‘’Κύριε πρόεδρο και σεις βέβαια δεν το βάλατε να δουλέψει στην κυβέρνηση’’.
Στην πραγματικότητα, ο Νίξον αγόρασε το Κάσα Πασίφικα παίρνοντας ένα δάνειο 625 χιλιάδων δολαρίων απ’ τον παλιό του φίλο Ρόμπερτ Αμπλάναλτ, ένα δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία του Αεροσόλ απ’ τη Νέα Υόρκη. Ο Νίξον κράτησε μόνο 9,5 εκτάρια γης γύρω απ’ το σπίτι και το υπόλοιπο κτήμα το πούλησε ένα χρόνο αργότερα στον ίδιο το Ρόμπερτ Αμπλάναλπ και το φίλο του Τσαρλς (Μπέμπε) Ρεμπόζο για 1,5 εκατομμύριο δολάρια. Αργότερα, το 1976, πούλησε και το σπίτι του για 2 εκατομμύρια δολάρια.
Ύστερα απ’ την υπόθεση Γουώτεργκέιτ και την ταπεινωτική του αποβολή απ’ το Λευκό Οίκο, ο Νίξον έζησε για λίγο διάστημα σ’ ένα μικρότερο σπίτι στους κοντινούς λόφους Κύπρες, το οποίο του παραχώρησε ο πιστός του Μπέμπε Ρεμπόζο. Σύντομα, όμως, αποφάσισε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, ‘’όπου ήταν και η κίνηση’’ (η πολιτική), όπως έλεγε.
Ο Νίξον πέτυχε κι άλλη μια ευνοϊκή αγοραπωλησία. Αγόρασε ένα σπίτι στο ανατολικό τμήμα της 65ης  Λεωφόρου για 750 χιλιάδες δολάρια το 1979 και το πούλησε ένα χρόνο αργότερα σε τιμή σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη.
Λέγεται, ότι ο Νίξον πήρε την απόφαση να μετακινηθεί σε προάστιο, γιατί μια μέρα βρήκε μπροστά στο σπίτι του μερικά κορίτσια του σχολείου να μοιράζονται μεταξύ τους ένα τσιγάρο μαριχουάνας. Έτσι, αγόρασε ένα εξοχικό σπίτι σ’ ένα προάστιο του Σαντλ Ρίβερ στη Νέα Υερσέη. Το κτήμα ξαναβγήκε στην πούληση, όταν ο τέως πρόεδρος ξαναθέλησε να γυρίσει για άλλη μια φορά στο Μανχάτταν. Δυσκολεύτηκε, όμως, να βρει ένα καλό διαμέρισμα και περισσότερο δυσκολεύτηκε να βρει κτίριο, όπου οι άλλοι ένοικοι να συγκατατεθούν να συγκατοικήσουν μαζί του και να του επιτρέψουν να το αγοράσει. Άλλοι αρνούνταν με βάση το αμφίβολο παρελθόν του κι άλλοι, για την ενδεχόμενη αύξηση της κυκλοφορίας στο δρόμο τους και τον πιθανό συνωστισμό που θα δημιουργούνταν στους διαδρόμους του μεγάρου απ’ το πάνε κι έλα των διαφόρων πολιτικών του φίλων που θα μπαινόβγαιναν. Άλλοι πάλι, απ’ τα μέτρα που θα έπαιρναν οι μυστικές υπηρεσίες για την ασφάλειά του κλπ..
Πάντως το σπίτι του στο Σαντλ Ρίβερ είναι για πούλημα. Αν πετύχει την τιμή των 2 εκατομμυρίων δολαρίων που ζητάει γι’ αυτό, θα έχει πραγματοποιήσει ο Νίξον ένα καθαρό κέρδος 4 εκατομμυρίων δολαρίων από αγοραπωλησίες ακινήτων που έκανε μέσα στα 15 τελευταία χρόνια.
Η αποκατάσταση της ‘’κυβερνητικής αρετής’’ στο πρόσωπο του Τζέραλ Φορντ, ύστερα απ’ ότι ο ίδιος αποκάλεσε ‘’μεγάλο εθνικό εφιάλτη’’, έστρεψε και πάλι το ενδιαφέρον του κοινού προς τα παλιά πιστεύω κι όλοι στράφηκαν προς τις οικογενειακές φωτογραφίες του νέου προέδρου, που τραβήχτηκαν στις πρώτες μέρες μετά την πτώση του Νίξον. Οι φωτογραφίες αυτές έδειχναν το νέο πρόεδρο, πριν ακόμα εγκατασταθεί στο Λευκό Οίκο, να γεύεται τις αγγλικές τηγανίτες του στην κουζίνα του μοντέρνου προαστιακού σπιτιού του στην Αλεξάνδρεια της Βιρτζίνιας. Αλλά, μόλις η σύντομη περίοδος της προεδρίας του έληξε, δεν επέστρεψε ούτε στην Αλεξάνδρεια, ούτε στην πόλη της καταγωγής του στο Γκραντ Ράπιντς, την οποία και εκπροσωπούσε επί 24 χρόνια στο Κογκρέσο.
Αντίθετα, έφυγαν με τη γυναίκα του Μπέτυ προς το Σαν Μπελτ, στη Μέκκα των Αμερικανών συνταξιούχων. Πήγαν, δηλαδή, σε κάποια ξακουστή πόλη του ήλιου, σ’ έναν κόσμο ξεγνοιασιάς και ανάπαυσης, σε μια κοινότητα συνταξιούχων ανώτατης κλάσης.
 Πήγαν στο Ράντζο Μιράζ, που είναι η καρδιά του Παλμ Σπριγκς της Καλιφόρνιας. Εκεί, είχαν την ευκαιρία να συναντήσουν το Γουόλτερ Άνεμπεργκ, το Μπομπ Χοπ και το Φρανκ Σινάτρα, να πάρουν μέρος μαζί τους σε συναντήσεις γκολφ προσωπικοτήτων, που γίνονταν για διάφορους φιλανθρωπικούς σκοπούς. Έτσι, εισχώρησαν στην έντεχνα προβαλλόμενη καλοπροστατευμένη ανωνυμία, όπου, χωρίς τύπους και πρωτόκολλα, περνούν συνεχείς διακοπές κάτω απ’ το ζεστό ήλιο της μακρινής ερήμου.
Μεγάλος θόρυβος έγινε πραγματικά απ’ το Τζίμη Κάρτερ γύρω στην καταγωγή του και στις ρίζες του, που κρατούσαν απ’ το Πλάινς της Τζιόρτζιας. Παρ’ όλα αυτά, πολύ λίγα ειπώθηκαν για το σπίτι του εκεί.
Το σπίτι του Κάρτερ ήταν ένα αστικό σπίτι με μια παλιά συνηθισμένη όψη και ένα κρύο εσωτερικό, παρά τη φαινομενικά φιλική εξωτερική του εμφάνιση. Ο Κάρτερ συχνά μιλούσε για το ‘’καθ’ όλα αμερικάνικο σπίτι του’’, αλλά οι Αμερικανοί γνώριζαν περισσότερο το βενζινάδικο του αδερφού του Μπίλλη, παρά την ευρύχωρη και άνετη κατοικία του προέδρου.
Ίσως νά ‘ρθει κάποια μέρα, που η Αμερική να εκλέξει τον πρώτο της πρόεδρο που γεννήθηκε σ’ ένα χρυσόσπιτο, που μεγάλωσε σε κάποιον καταυλισμό της Πρόνοιας ή που οι γονείς του ξαναπήγαν σχολείο για να μάθουν να βάζουν την υπογραφή τους.
Τα πράγματα, όμως, δείχνουν πως, για πολύ καιρό ακόμα, οι Αμερικανοί θα μυθοποιούν το παρελθόν των προέδρων τους και θα το πλάθουν γύρω απ’ το κέντρο ‘’σπίτι – καταγωγή - χαρακτήρας‘’, τονίζοντας περισσότερο τις φανταστικές παρά τις πραγματικές αρετές των αρχηγών τους. Θα συνδέουν την κάθε τους επιτυχία με το μύθο της γενέτειράς τους και θα δένουν τα κατορθώματά τους με τις ρίζες του σπιτιού τους, άσχετα με το πόση σχέση έχουν μ’ αυτό.
‘’Γεννήθηκα στο σπίτι που έχτισε ο πατέρας μου’’, λέει ο Νίξον. Έτσι ξεκίνησε το γράψιμο της αυτοβιογραφίας του, δίνοντας εξαρχής ιδιαίτερη έμφαση στον παράγοντα ‘’σπίτι’’. Αυτό έκαναν κι άλλοι ως τώρα εκλεγμένοι πρόεδροι και σ’ αυτό στηρίχτηκαν για να εκλεγούν.
Πρέπει, όμως, να στηρίζονται στους μύθους κι εκείνοι που τους εκλέγουν;

No comments:

Post a Comment