Thursday, May 5, 2011

Ο Ι 32 Π Α Π Α Δ Ε Σ


Ο Ι    32   Π Α Π Α Δ Ε Σ

Σ’ ένα νησί οι χριστιανοί μικρή εκκλησούλα στήσαν
και φέραν χριστιανό παπά και το Θεό υμνήσαν,
που τους αξίωσε κι αυτούς άγιο ναό να χτίσουν
κι έναν παπά, πως ήθελαν, στον τόπο ν’ αποκτήσουν.

Σιγά-σιγά όμως οι πιστοί πλήθυναν και αυξήσαν
κι όλοι μαζί μετά χαράς κι άλλους ναούς εχτίσαν.
Φέραν παπάδες αρκετούς για να τους λειτουργούνε,
τα άγια λόγια του Χριστού απ’ το στόμα τους ν’ ακούνε.

Κι όλους τους νέους ιερείς, πού ‘ρθαν στο μαχαλά τους,
τους πλήρωναν οι χριστιανοί απ’ το υστέρημά τους.
Κανένας τους δεν ήθελε να πάνε οι παπάδες
εργάτες στα εργοστάσια ή να χτυπούν κασμάδες.

Ποιμένες και τα ποίμνια όλοι καλοτυχίζαν
και με κατάνυξη οι πιστοί τις εκκλησιές γεμίζαν.
Όλοι ήσαν περήφανοι για τους πολλούς ναούς τους
κι οι ιερείς δεν γόγγιζαν ποτέ για τους μισθούς τους.

Μα οι παπάδες πλήθυναν, γίναν τριανταδύο
και τους πιστούς πλησίασαν πανούργα ένας-δύο.
«Για να φανεί», τους είπανε, «του κλήρου η αγιότης,
θα πρέπει ένας από μας να προαχθεί δεσπότης».

«Οι δεσποτάδες», είπανε, «είν’ του Χριστού κολόνες».
Τα τυπικά αναφέρανε, κάτι παλιούς Κανόνες
και τους πιστούς τους πείσανε, χωρίς μεγάλο κόπο,
επόπτη των εκκλησιών να ορίσουνε στον τόπο.

Μαζεύτηκαν οι χριστιανοί απ’ του νησιού τις μάκρες
και σε μεγάλης αίθουσας καθίσανε τις άκρες.
Γύρω-τριγύρω κάθισαν, χωρίς πολλούς καυγάδες,
σ’ ένα τραπέζι απλόχωρο οι τριανταδυό παπάδες.

Στα πρόσωπά τους άπλωσαν μπόλικη καλοσύνη
και άστραφτε στα βλέμματα προσποιητή αγιοσύνη.
Αδιάφοροι όλοι δείχνανε στη μάζωξη εκείνη,
μα ο καθένας πάσχιζε δεσπότης για να γίνει.

Όλοι στο νου τους είχανε ραβδιά μαλαματένια,
μίτρες, σταυρούς, εγκόλπια και ράσα μεταξένια.
Σκέφτονταν προβαδίσματα, μετάνοιες, πολυχρόνια . . .
Πως ‘’δέσποτα’’ θα τους καλούν στα υπόλοιπά τους χρόνια.

Το λόγο όλοι έπαιρναν με στόμφο και με ύφος,
μα ο καθείς τι έλεγε για τους πιστούς ήταν γρίφος.
Με λόγους αλλοπρόσαλλους, στριφνούς και μπερδεμένους
τους χριστιανούς χειρότερα μπερδέψαν τους καημένους.

Κάθε παπάς επάσχιζε στο νου τους να τους βάλει
αυτόν δεσπότη η μάζωξη οπωσδήποτε να βγάλει.
Έφερνε επιχειρήματα πρωτοφανή ο καθένας,
που απ’ τους πιστούς δεν μπόραγε να φανταστεί κανένας.

Αφού και οι τριανταδυό είπανε τα δικά τους,
οι χριστιανοί ανάπνευσαν. Θα ησύχαζαν τ’ αυτιά τους.
Μετά, κάποιος σηκώθηκε με συστολή και φόβο
κι από το μέρος των πιστών πήρε αυτός το λόγο.

Ήταν ένα μεσόκοπο και πράο γεροντάκι,
με ηλιοκαμένο πρόσωπο και γκριζωπό γενάκι.
Κάπως δειλά πλησίασε προς τα καθίσματά τους
κι αυτά τα λόγια απηύθυνε στην αγιότητά τους.

-Παπάδες αξιοσέβαστοι, της εκκλησιάς εργάτες,
του θείου λόγου κήρυκες, της πίστης μας προστάτες.
Δεν νιώσαμε τα λόγια σας. Το νόημα εννοούμε.
Μα πριν και μεις τις σκέψεις μας ξεκάθαρα σας πούμε,

βγάλτε όλοι τα ράσα σας, κρεμάστε τα αράδα,
ώστε και σεις να γίνετε με μας μία ομάδα.
Έτσι, λίγο κοντότερα εσείς και μεις θα ρθούμε
κι ίσως τότε πιο εύκολα να συνενοηθούμε.

Βγάλαν τα ράσα οι ιερείς, τα κρέμασαν με βιάση
κει στα τριανταδυό καρφιά, πού ‘χαν γι’ αυτούς ‘τοιμάσει.
Πίσω καθίσαν βιαστικοί στις θέσεις τους και πάλι,
μα όλοι πυκνογύριζαν στον τοίχο το κεφάλι.

Άλλος το ράσο πρόσεχε μην του το πάρουν άλλοι
κι άλλος στη φύβγα σκέφτονταν πιανού ράσο να πάρει.
Δεν ήταν όλα όμοια κι ούτ’ είχαν ίδια αξία,
γιατί δεν είχαν κι όλοι τους την ίδια ενορία.

Μετά, ξανασηκώθηκε σιγά το γεροντάκι,
προς το τραπέζι σίμωσε, ήπιε λίγο νεράκι
και με φωνή ολοκάθαρη και βλέμμα όπου καίει,
προς τους παπάδες γύρισε κι αυτά τα λόγια λέει.

-Σύμφωνα με των κληρικών τις τόσες θεωρίες,
τον τόπο εγώ τον διαιρώ σε τρεις κατηγορίες.
Πρώτα στην  τάξη την απλή, που στη δουλειά ασχολείται.
Σε μας. Που σεις για σύντομα ‘’λαϊκούς’’ αποκαλείτε.

Μετά ο κλήρος έρχεται. Οι απλοί οι ρασοφόροι.
Οι διάκοι, οι καλόγεροι κι όλοι οι γενιοφόροι
κι όσοι μας καταδέχονται κι εύκολα συναντούμε.
Αυτούς που εμείς οι λαϊκοί ‘’παπάδες’’ τους καλούμε.

Την τρίτη τάξη αποτελούν μονάχα δεσποτάδες.
Κάποτε ήτανε κι αυτοί όπως και σεις παπάδες.
Μα λεν, πως δώρο εξ ουρανού τους έχει έρθει θείο,
γι’ αυτό κι αποτελέσανε το μέγα ιερατείο.

Ξεχώρισαν απ’ τους λοιπούς και στέκονται παρέκι
και μας κοιτούν αφ’ υψηλού απ’ το ψηλό τους στέκι.
Αυτοί κρίνουν από ψηλά κι αυτοί αποφασίζουν
και πότε μας διπλοευλογούν, πότε μας αφορίζουν.

Εμείς λοιπόν οι λαϊκοί, μπλεγμένοι στις φροντίδες,
βρισκόμαστε σε μακρινές απ’ το Θεό βαθμίδες.
Εσείς πιο πλησιέστερα είσαστε οι παπάδες.
Και πιο κοντά απ’ όλους μας βρίσκονται οι δεσποτάδες.

Ανάλογα ο καθένας μας τις ψυχικές  του αξίες
κι ανάλογα πώς νίκησε θνητών πλεονεξίες
κι όσο πιο περισσότερο εισχώρησε στην πίστη
τόσο και πιο κοντότερα ανέβηκε στον Κτίστη.

Έτσι, από μας οι πιο καλοί γίνονται, λέει, παπάδες
κι οι αγιότεροι από σας γίνονται δεσποτάδες.
Άρα η ψυχή, η συνείδηση και οι καλές οι πράξεις
μόνο μας ανεβάζουνε στις πιο επάνω τάξεις.

Γι’ αυτό, εσείς οι κληρικοί, μικροί ή και μεγάλοι,
έχετε σαν προορισμό, σκοπό τό ‘χετε βάλει
τα άγια λόγια του Θεού πιστά να τα φυλάτε
και μας από τον πειρασμό μακριά να μας κρατάτε.

Να πολεμάτε την ψευτιά, τ’ άδικο να χτυπάτε.
Πρώτοι στο δρόμο του Θεού εσείς να περπατάτε.
Να προστατεύετε φτωχούς, να δίνετε βοήθεια.
Τον πόνο ν’ απαλαίνετε στα πονεμένα στήθια.

Τον ξένο να συντρέχετε, τον καταφρονεμένο.
Παρηγοριά να δίνετε στον περιφρονημένο.
Το ορφανό, τον άρρωστο πρώτοι να συμπονάτε.
Τους άδικους να κρίνετε και να τους πολεμάτε.

Στη δυστυχία πάντοτε εσείς να είστε πρώτοι.
Ποτέ να μη σας συγκινούν του χρήματος οι κρότοι.
Στους λαϊκούς να γίνετε παράδειγμα μεγάλο,
που απ’ το δικό σας πιο καλό να μην υπάρχει άλλο.

Αφού έτσι επιβάλλεται να ζούνε οι παπάδες,
θα πρέπει αυστηρότερα να ζουν οι δεσποτάδες.
Μια κι είναι πλησιέστερα προς του Θεού το θρόνο
και αγιοσύνη κι ανθρωπιά τους διακρίνει μόνο.

Αν τύχει και καμιά φορά παπάς παραστρατήσει
ο Πλάστης μας πιο εύκολα ίσως τον συγχωρήσει,
γιατί δεν εξαγνίστηκε απόλυτα το σώμα,
γι’ αυτό και μένει χαμηλά κι είναι παπάς ακόμα.

Μ’ αν ο δεσπότης άνομα το βίο του τον ζήσει,
αυτός που υποτίθεται τα γήινα έχει αφήσει
και τ’ άγια λόγια του Θεού έκανε βίωμά του,
αμείλικτα θα δικαστεί για κάθε αμάρτημά του.

Με βάση τώρα όλα αυτά και γνώμονα την πίστη
και με στραμμένη την καρδιά στον Ύψιστο τον Κτίστη,
την εκλογή ας κάνουμε του νέου ιεράρχη
κι όλοι μαζί ας ορίσουμε στο μέλλον ποιος θα άρχει.

Αμέσως επροχώρησε στον τοίχο με τα ράσα
-ενώ οι παπάδες κράταγαν όλοι τους την ανάσα-
ξεκρέμασε απ’ τα καρφιά ράσο παλιό, τριμμένο
και καλυμμαύκι έφερε το πιο ξεθωριασμένο.

Τα άφησε επιδεικτικά στου τραπεζιού τη μέση
-ενώ κανείς δεν ήξερε σαν τι να υποθέσει-.
Μετά απ’ τον κόσμο ζήτησε ποδήματα να φέρουν,
κατάλληλα και πρακτικά, όπως εκείνοι ξέρουν.

Κι άλλος αρβύλες έφερνε κι άλλος κοινά σκαρπίνια
κι άλλος μπότες δερμάτινες κι άλλος στενά λουστρίνια.
Παντόφλες, πλεχτά πέδιλα, γαλότσες και γοβάκια,
σοσόνια αδιάβροχα, πασούμια και μποτάκια.

Μ’ αυτός τσαρούχια διάλεξε καινούργια ένα ζευγάρι,
καλοφτιαγμένα και γερά ‘πο γουρουνιού τομάρι.
-Αυτά είναι καλύτερα, είπε, για τις πορείες.
Είναι απλά και βολικά. Δεν έχουν φασαρίες.

Τα πήρε, δίπλα τά ‘βαλε στο ράσο το τριμένο,
μαζί με ξύλινο ραβδί, χοντροπελεκημένο.
Μετά, χαρτί εζήτησε δίπλ’ από μια παρέα
και πάνω-πάνω έγραψε ‘’μισθός του ιερέα’’.

Το δίπλωσε προσεχτικά και τό ‘κοψε στα δύο.
Τό ‘να κομμάτι τό ‘βαλε μπρος στους τριανταδύο,
δίπλα στα γουρνοτσάρουχα, αντάμα με το ράσο
και τ’ άλλο, είπε, στους φτωχούς εγώ θα το μοιράσω.

Μετά, με ύφος απαλό γύρισε στους παπάδες,
που όλοι λαχταρούσανε να γίνουν δεσποτάδες.
-Ιδού, είπε, τα άμφια του νέου ιεράρχη.
Ιδού εδώ κι η αμοιβή του νέου ποιμενάρχη.

Ποιος το Χριστό με θέληση να υπηρετεί γυρεύει
και ποιος στα λόγια του Θεού πραγματικά πιστεύει
και ζωντανή στα στήθια του τη θεία φλόγα φέρνει,
του ποιμενάρχη τ’ άμφια τώρα αν θέλει παίρνει.

Μεγάλο είναι το νησί, απέραντες οι εκτάσεις,
οι δρόμοι του ατέλειωτοι, μεγάλες οι αποστάσεις.
Ξέρω πως θά ‘χει ο δέσποτας επιθυμιά μεγάλη,
να πάει δίπλα στους φτωχούς, να δει τη βιοπάλη.

Μες στο νησί να τριγυρνά, ‘π’ τη μια μεριά στην άλλη
και σ’ εξωκλήσι να ευλογά και σ’ εκκλησιά μεγάλη.
Δε θέλω εγώ την πρόθεση του δέσποτα ν’ αλλάξω
μόν’ απ’ το βάρος τ’ άχρηστο θε να τον απαλλάξω.

Για να μπορεί τους χριστιανούς να νουθετεί, να ελέγχει,
θα πρέπει ασταμάτητα μες στο νησί να τρέχει.
Γι’ αυτό τσαρούχια διάλεξα για να φοράει στα πόδια,
γιατ’ είναι τα καλύτερα του πεζοπόρου εφόδια.

Μίτρες και χρυσεγκόλπια δύσκολα κουβαλιούνται,
γι’ αυτό από τούτη τη στιγμή όλ’ αυτά καταργούνται.
Άλλωστε, καθαρότατα το ξέρει η κτίση πάσα
«Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, μα ο παπάς τα ράσα.»

Και τον περίσσιο το μισθό σαν πού θα τον ξοδέψει;
Αφού δεν έχει φαμελιά κι ούτε παιδιά να θρέψει.
Σ’ όποια εκκλησία του Χριστού τα βήματα τον φέρουν,
οι χριστιανοί μετά χαράς τροφή θα του προσφέρουν.

Τα χάσανε οι ιερείς και μείναν ξαφνιασμένοι.
Εμβρόντητοι κι αμίλητοι, σαν απολιθωμένοι.
Κι όταν από την έκπληξη συνήλθαν τη μεγάλη,
τα μάτια σαν ξεθόλωσαν κι είδαν τον κόσμο πάλι,

πετάχτηκαν όλοι ορθοί και με σπουδή περίσσια,
προς τα τριανταδυό καρφιά ορμήσανε στα ίσια.
Καθείς τα ράσα του άρπαξε, που ωραία του φανήκαν,
γοργά στην πόρτα όρμησαν κι όλοι καπνός γενήκαν.


Τ Ο    Χ Ρ Η Μ Α

Το χρήμα πόλεις εκπορθεί,
ανθρώπους εκπατρίζει.
Σε όποια χέρια κι αν βρεθεί,
εύκολα τα λυγίζει.

Πλανά το νου των φρόνιμων,
τη σκέψη διαβρώνει
και φτιάχνει τόπο γόνιμο,
κακία να φυτρώνει.

Κάθε αρετή ποδοπατά,
τη σκέψη σκανδαλίζει,
υπηρετεί το σατανά,
φιλία δεν γνωρίζει.

Το χρήμα, αν θέλεις, τραγουδά,
αν θες, λέει μοιρολόγια.
Κι οι δεσποτάδες καθαρά
το λεν και το τονίζουν.

Απ’ όλα τα ευαγγέλια
και του Χριστού τα λόγια,
οι τίτλοι και τα κτήματα
βαρύτερα ζυγίζουν.


ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Ξένε,
Αν θες να δεις τη Λεβεντιά, τη Δόξα να γνωρίσεις,
σύρε στη χώρα των Θεών, μαζί της να μιλήσεις.
Ρώτα τους κάμπους, τα βουνά, τις ράχες, τα λαγκάδια.
Ρώτα τις πόλεις, τα χωριά, τους βράχους, τα λιθάρια,
για να σου πουν για αντρειά, για λεβεντιά, για θάρρος.
Να δεις πώς μένει άσβεστος της λευτεριάς ο φάρος.
Κι αν θες να δεις πώς ραίνουνε τους ήρωες με κρίνα,
κατέβα στην τρισδόξαστη, στην ξακουστή Αθήνα.

Μ’ αν θες να νιώσεις στην καρδιά αιθέριο μεγαλείο,
πήγαινε τούτη τη βραδιά μπρος στο Πολυτεχνείο.
Εκεί θα δεις τη Λευτεριά, ολόλαμπρη κι αιθέρια,
να στεφανώνει αθάνατους με τ’ άγια της τα χέρια.

Στάσου, ξένε, παράμερα, μπροστά στην άγια πόρτα.
Τα χώματα, τα σίδερα και τις κολόνες ρώτα,
για να σου πουν σαν τι βωμό, ξένε μου, αντικρίζεις.
Σε τι θυσιαστήριο ηρώων γονατίζεις.

Μην πλησιάζεις στο βωμό και μην πατάς το χώμα.
Είν’ ζυμωμένο μ’ αίματα, πού ‘ναι ζεστά ακόμα.
Στρέψε το βλέμμα ολόγυρα, να δεις πώς γιγαντώνουν
τυραγνισμένα πρόσωπα και ροζιασμένα χέρια.
Δες τα θλιμμένα μάτια τους και δες την άγια σπίθα,
σαν σε τι στήθια κατοικεί, σε τι καρδιές φωλιάζει.
Πώς κρυφοκαίει ακοίμητη, πώς ξαναλαμπαδιάζει.

Εκεί θα δεις τη λευτεριά, την ίδια την Ελλάδα,
ν’ ανάβει πάνω στο βωμό ακοίμητη λαμπάδα.
Να στεφανώνει ευλαβικά το μνήμα των παιδιών της,
που πέσαν για τη δόξα της, τ’ όνομα το δικό της.

Κλίνε το γόνυ ευλαβικά μπρος στην Ωραία Πύλη
και πάρε φως απ’ τη φωτιά, ‘π’ τ’ ακοίμητο καντήλι.
Τότε θα νιώσεις γύρω σου ψυχές να φτερουγίζουν,
ψυχές που αιώνια οι ζωντανοί θα υμνούν, θα μακαρίζουν.
Εκεί θα δεις αθάνατους, θα δεις Θεούς να βγαίνουν.
Εκεί θα δεις πώς οι θνητοί αθάνατοι απομένουν.

Θα ξανακούσεις θούρια, παιάνες, εμβατήρια.
Σουλιώτισσες ολόγυρα θα νιώσεις να χορεύουν.
Εκεί θα δεις τις Πλαταιές, εκεί τις Θερμοπύλες.
Εκεί θ’ ακούσεις ιαρές, πέρ’ απ’ το Μαραθώνα.
Τη λάμψη την πραγματική θα δεις του Παρθενώνα.

Τιτανομάχοι θά ‘ρχονται ‘π’ τα βάθη των αιώνων,
τους ήρωες τους φοιτητές να διπλοστεφανώνουν.
Του Εικοσιένα στραυραετοί θα φτάνουν με τραγούδια,
το μνήμα των αθάνατων να ραίνουν με λουλούδια.

Φωνές θ’ ακούσεις βροντερές ν’ αχολογούν ‘’Αέρα’’.
Της Κατοχής οι μαχητές θα έρχονται από πέρα,
φέρνοντας αγριολούλουδα ‘π’ τους τάφους τους κομμένα,
που ατίμητοι χορτάριασαν σε όρη τιμημένα.

Θα δεις σκιές που έσβησαν στ’ ανήλια τα μπουντρούμια,
σε αφιλόξενα νησιά, σε κάτεργων λαγούμια,
να παίρνουν όψη και μορφή, να ξαναζωντανεύουν.
Πρώτες στον άγιο το χορό απόψε να χορεύουν.
Κι όλες μαζί να τραγουδούν την άγια τούτη ώρα:
«Λεβεντογέννα νια γενιά πάντα μπροστά προχώρα.»

Μάνες θα δεις λεβέντισσες, μα με γερμένο σώμα,
με δάκρυα να βρέχουνε το αγιασμένο χώμα.
Θα δεις αδέρφια κι αδερφές όρκο τρανό να παίρνουν.
«Ελευθεριά ή θάνατος», θα δεις ποιοι το προφέρνουν.
Εκεί θα δεις την αντρειά δαφνοστεφανωμένη.
Εκεί ψυχή αδούλωτη θα νιώσεις τι σημαίνει.


Τ Ο     Χ Ο Ρ Τ Α Ρ Α Κ Ι

-Τη μυγδαλιά τη φύτεψε ο παππούς.
Ακούς μικρόχορτο, ακούς;
Όταν εγώ ήμουν μικρός.
Τη φύτεψε για μένα.

Τώρα έφυγε αυτός στους ουρανούς.
Ακούς μικρόχορτο, ακούς;
Ο χωρισμός είναι πικρός.
Μα τι σε νοιάζει εσένα;

Αυτούς τους κάτασπρούς της τους ανθούς.
Ακούς μικρόχορτο, ακούς;
Θε να τους πάω την αυγή
στον τάφο του στεφάνι.

-Μην ταπεινώνεις έτσι τους μικρούς.
Ακούς μικρό παιδί, ακούς;
Περίμενε ο ήλιος να ξεβγεί
κι η μέρα να ζεστάνει.

Πριν πας τα λούλουδά σου στους νεκρούς.
Ακούς μικρό παιδί, ακούς;
Καρτέρα με λίγο κι εμέ,
ανοίγω μπουμπουκάκι.

Με πότιζε κι εμένα ο παππούς.
Ακούς μικρό παιδί, ακούς;
τ’ απόγευμα και την αυγή
μ’ ολόδροσο νεράκι.

Ήταν καλός με όλους τους μικρούς.
Ακούς μικρό παιδί, ακούς;
Και ξέρω θα χαρεί, αν δει
κι ένα δικό μου ανθάκι.


0      Α Γ Ω Γ Ι Α Τ Η Σ

Ο αγωγιάτης άρρωστος
στο στρώμα του θανάτου,
ψυχομαχά και χάνεται,
βρίσκεται στα στερνά του.

Τ’ άλογα φέρνει στο μυαλό,
τ’ αγώγι του, το κάρο . . .
Πότε μιλάει με τη ζωή,
πότε μιλάει στο χάρο.

Τα κουρασμένα μάτια του
γυρίζει στα παιδιά του,
που έχουν όλα μαζευτεί
τριγύρω, εκεί κοντά του.

Τ’ αδύναμα τα χέρια του
στα χέρια τους αφήνει
και στη σβησμένη του φωνή
στερνό κουράγιο δίνει.

-Παιδιά μου, λέει, είναι γραφτό
εδώ να σας αφήσω.
Μα πριν να φύγω, θά ‘θελα
μια χάρη να ζητήσω.

Τ’ άλογα ν’ αναλάβετε,
το κάρο, την πραμάτεια.
Στο φόρτωμα να έχετε
ορθάνοιχτα τα μάτια.

Τ’ αγώι αυτό παρέδωσε
ο πατέρας μου σε μένα,
σαν έφυγε, πως τώρα εγώ
κι εκείνος για να ξένα.

Μα ο δρόμος έτυχε τραχύς,
ανηφοριές και ξέρες
και γρήγορα μετρήθηκαν
και οι δικές μου μέρες.

Τώρα η ώρα έφτασε,
τα μάτια μου πριν κλείσω,
το χρέος που ανέλαβα
στα χέρια σας ν’ αφήσω.

Είναι τ’ αγώι ατίμητο
και λάμπει σαν το φάρο.
Κι ας φαίνεται μηδαμινό
στο φτωχικό μας κάρο.

Την αντρειά, τη δύναμη,
τη γνώση, την αλήθεια,
την ανθρωπιά, το δίκαιο,
τον πόνο, τη βοήθεια,

τη δόξα και τη λευτεριά
έχετε για πραμάτεια.
Γι’ αυτό θα πρέπει νά ‘χετε
ορθάνοιχτα τα μάτια.

Τίποτα να μη χάσετε
απ’ όσα σας αφήνω.
Τούτη την ιερή στιγμή
τρανή ευχή σας δίνω,

των προγονών σας το δαυλό
άσβεστο να κρατείστε.
Και ό,τι σας παρέδωσα
διπλό να τ’ αυγατίστε.

Τα μάτια σα μου κλείσετε,
θάψτε με στο λοφάκι.
Βάλτε μου ξύλινο σταυρό,
μικρό ‘να καντηλάκι.

Να βλέπει ο περαστικός
κάθε φυλής διαβάτης,
ως πού τ’ αγώι τό ‘φερε
ο τάδε αγωγιάτης.

Αντάμα να βαδίζετε,
μαζί κι αγαπημένα.
Το κάρο να προσέχετε,
τ’ άλογα τα καημένα.

Κι αν σας επιτεθούν ληστές
στο δρόμο όπου πάτε,
τα στήθια σας προτάξετε
και το σπαθί τραβάτε.

Γι’ αυτό το άγιο φόρτωμα
αδέλφια μου κι εμένα
εχθρούς πολλούς πολέμησαν
και πέσαν τιμημένα.

Άλλοι στ’ αλβανικά βουνά
το θάνατο αψηφώντας
κι άλλοι σκληρών κατακτητών
τη σβάστικα χτυπώντας.

Και σεις μην το αφήσετε
σε άρπαγων ασκέρια.
Φανείτε αδέλφια καρδιακά
και μ’ αντρειωμένα χέρια

στον πόλεμο και στη χαρά
πάντα μπροστά τραβάτε.
Κι όπου προστάξαν οι θεοί
το φόρτωμα να πάτε.

Μα, επειδή είν’ λιγοστά
του καθενός τα χρόνια
κι ο δρόμος είν’ατέλειωτος
και η πορεία αιώνια,

το τέλος σα θα νιώσετε,
σαν έρθουν τα στερνά σας,
τα λόγια που ακούσατε,
να πείτε στα παιδιά σας.

Κι όπου περνάτε, ανάβετε
μια άσβεστη λαμπάδα.
Για να μαθαίνουν οι λαοί
πού πέρασε η Ελλάδα.

Να παίρνουν φως, να φέγγουνε
τ’ αχνό τους μονοπάτι.
Να δουν πόσο αξίζουνε
οι γιοι του αγωγιάτη.


Τ Ο    Ο Ρ Γ Ω Μ Α

΄Ολη τη μέρα στο ζυγό αργοφυσούν τα βόδια
και το αλέτρι το βαρύ αγόγγιστα τραβούνε.
Μαζί στον ίδιο το ρυθμό αργοκινούν τα πόδια
και τις ουρές ανάλαφρα στις ράχες τους χτυπούνε.

Τα μάτια τους στοχαστικά κοιτάζουνε στο χώμα
κι όλη τη μέρα αδιάκοπα οργώνουν το χωράφι.
Αναμασούν τις καλαμιές ανόρεχτα στο στόμα
κι ελπίζουν πως ο κόπος τους θε να γενεί χρυσάφι.

Κι ο ζευγολάτης πίσω τους με τη μακριά βουκέντρα
τ’ αλέτρι του σφιχτοκρατά ακούραστος, με κέφι.
Την τροφοδότρα οργώνει γη, του κόσμου την αφέντρα,
που οι θεοί την πρόσταξαν τον δουλευτή να τρέφει.

Γοργά τ’ αλέτρι το βαρύ τη γη αναδιπλώνει
κι όλη τη μέρα αυλακιές κοντά-κοντά αραδιάζει.
Τα νυσταγμένα χώματα στον ήλιο ξεδιπλώνει
και το χωράφι με στοργή γι’ άλλη σοδειά ‘τοιμάζει.

Το υνί χαϊδεύει στη στροφή αδελφικά η ξύστρα,
τις λάσπες από πάνω του τις ξεκολλά κομμάτια.
Τα βόδια αργά λοξοκοιτούν τη σβέλτη καθαρίστρα
κι ένα βουβό ‘’ευχαριστώ’’ της λένε με τα μάτια.

Μες στο λιοπύρι αργοπάν, πως τα οδηγά η βουκέντρα
κι αρχίζουν άλλη μια σποριά, σαν την παλιά τελειώσουν.
Στου χωραφιού πώς λαχταρούν να φτάσουνε τα δέντρα,
τον ίσκιο να σιγοδιαβούν, λίγη δροσιά να νιώσουν.

Αδιαφορούν για τις φωνές του σπίνου, του σπουργίτη,
που αντιλαλούν χαρούμενες στου χωραφιού τα μάκρη,
σαν δουν να βγάζει το υνί σκουλίκι ή τρυγίτη
κι όλοι μαζί τσιμπολογούν στης αυλακιάς την άκρη.

Κι όταν θά ‘ρθει τ’ απόβραδο κι ο ήλιος χαμηλώσει,
ο ζευγολάτης τ’ όργωμα κι αυτός θα σταματήσει.
Δίπλα στ’ αλέτρι το ζυγό το λείο θ’ απιθώσει
και στη βοσκή τα βόδια του ελεύθερα θ’ αφήσει.


Τ Ο    Λ Ε Ω Φ Ο Ρ Ε Ι Ο

Σε κάποια θέση κι εγώ είμαι καθισμένος
του λεωφορείου αυτής της ψεύτικης ζωής,
που στο τιμόνι του βαρύς και θρονιασμένος
ο Χρόνος είναι ο οδηγός της μηχανής.

Απ’ τα παράθυρα χαζεύουν όλοι έξω,
μα τα τοπία όλα γρήγορα περνούν
και πριν προλάβω κάτι να προσέξω,
φεύγει και άλλα μπροστά στα μάτια μου περνούν.

Γοργοπερνάμε ανηφόρες – κατηφόρες,
ισώματα, φαράγγια, λαγκαδιές
και συναντάμε μια λιακάδες και μια μπόρες,
ξεροβοριάδες, θύελλες, αναποδιές.

Μα το αμάξι ασταμάτητα πηγαίνει
κι όλο σε άγνωστες μας πάει περιοχές.
Κι αλλού ο ήλιος λαμπροβγαίνει
κι αλλού μας περιμένουν χιόνια και βροχές.

Στην κάθε στάση νέους επιβάτες παίρνει
και συνεχίζει, αφού όλοι ανεβούν.
Κι άλλος στην πρώτη στάση κατεβαίνει
κι άλλοι πηγαίνουν και ξεχνούν να κατεβούν.

Μα, κάπου-κάπου οι επιβάτες του μαλώνουν
κι όλοι τις θέσεις τις καλές διεκδικούν.
Τα χέρια τότε όλοι με μιας ανασκουμπώνουν
κι ένας τον άλλο απ’ τα παράθυρα πετούν.

Κι ένας του άλλου τις βαλίτσες θέλει να φτάσει
και τις τραβάει προς τη δική του τη μεριά.
Μα όταν κατέβει στη δική του πλέον στάση
δεν παίρνει τίποτα, παρά μισόκαυτα κεριά.

Άλλοτε πάλι αναπάντεχα ημερεύουν
κι αστεία λένε μεταξύ τους και γελούν.
Τους εαυτούς τους ευκολότερα βολεύουν
στις πρώτες θέσεις ή και όρθιοι αν βρεθούν.

Ο οδηγός αδιάφορος μες στο καμιόνι
και ασυγκίνητος από χαρές ή φονικά,
ούτε γελάει, ούτε θυμώνει,
μόνο στις στάσεις σταματάει κανονικά.


Η   Α Υ Γ Η

Η αυγή γλυκοχαράζει,
αχνοφέγγει η ανατολή
κι η ψυχή αναγαλιάζει,
φτερουγίζει απαλή.

Όλη η πλάση μουδιασμένη
απ’ τη νύχτα τη θολή,
της αυγούλας περιμένει
το δροσάτο το φιλί.

Ασημώθηκε ο θόλος
ο μουντός του ουρανού
και χρυσίζει ο κόσμος όλος
απ’ το φως τ’ Αυγερινού.

Τα πουλιά αργοξυπνάνε
κι ετοιμάζονται κι αυτά,
την αυγή να υποδεχτούνε
με τραγούδια χαρωπά.

Κι ο γυαλός σαγηνεμένος
μες στο χρώμα το μαβί
στέκεται σα ναρκωμένος
καρτερώντας την αυγή.

Τα κουπιά κάποιας βαρκούλας
που σαλεύουνε δειλά,
τον καθρέφτη της αυγούλας
ρυτιδώνουν απαλά.

Στου ορίζοντα το βάθος
απαλόχρωμες φωτιές
ξεγυμνώνουνε με πάθος
την πλαγιά απ’ τις καταχνιές.

Λαμπροστόλιστη νυφούλα,
με αιθέρια φορεσιά,
ξεπροβάλλει η αυγούλα,
ροδομάγουλη, γλυκιά.

Στις ραχούλες, στα λαγγάδια,
στα χορτάρια, στις ελιές,
σαν πολύχρωμα πετράδια
λάμπουν οι δροσοσταλιές.

Χίλια χρώματα σκορπίζουν
απ’ τα ξέπλεκα μαλλιά
και παντού ζωή χαρίζουν
τα θερμά της τα φιλιά.


Η    Ρ Ο Δ Α

΄Οταν ανακαλύφτηκε η στρογγυλή η ρόδα,
όλου του κόσμου τα όνειρα ανθίσανε σα ρόδα.
Στον κύκλο της εδέσαμε όλοι τα όνειρά μας
και στις στροφές της ψάξαμε να βρούμε τη χαρά μας.

Στο κύλισμά της κύλησε μπροστά και η ψυχή μας
και ρόδινα νομίσαμε πως θα κυλά η ζωή μας.
Ο κόσμος ένιωσε χαρά στα χρόνια της τα πρώτα,
μ’ αυτή με τις πολλές στροφές μας άλλαξε τα φώτα.

Κατρακυλά αδιάκοπα, σταματημό δεν έχει
κι ο δόλιος εφευρέτης της πίσω της τώρα τρέχει.
Σε μια στροφή απότομη του ξέφυγε απ’ τα χέρια
κι έγινε κάννη κανονιού, ακόνι για μαχαίρια.

Έγινε αυτοκίνητο, ο δήμιος των δρόμων
κι έγινε στο εργοστάσιο πλεονεξίας γνώμων.
Πριν χρόνια μια κλατάρησε στα πόδια τανκ, τι κρίμα!
έχασε τις ακτίνες της, την όψη της, το σχήμα.

Οικτρά παραμορφώθηκε ‘πτο σιδερένιο κύτος
κι η στρογγυλή περίμετρος έγινε φαύλος κύκλος.
Στο κυκλικό της πέρασμα τα πάντα στρογγυλεύουν
κι όλα στριφογυρίζουνε και κυκλικά χορεύουν.

Τα στρογγυλά τα πόδια της δε θεν να ισορροπήσουν,
γι’ αυτό τον κύκλο σκέφτονται να τον τετραγωνίσουν.
Μα είναι πια αδύνατο, τη συνταγή τη χάσαν
και οι σοφοί οδύρονται για τον μπελά που πιάσαν.


Η    ‘’Π Α Τ Ρ Ι Σ’’

Ένας ζόρικος λοχίας,
που όλοι τον φωνάζουν Κίτσο,
μάζεψε τη διμοιρία
στην αυλή δια της βίας
και με μπόλικο καπρίτσιο
κάνει σ’ όλους θεωρία.

-Μες σε τούτη τη μονάδα
θέλω απ’ τους στρατιώτες
σεβασμό και πειθαρχία.
Στη δική μου την ομάδα,
πού ‘ναι όλοι πατριώτες
δεν ταιριάζει η αναρχία.

Δυο φαντάροι πέρα εκεί
-ο Βαγγέλης με το Μήτσο-
που αφήσανε τα γίδια
και φορέσαν το χακί,
στο λοχία λεν τον Κίτσο,
που όλο ζάρωνε τα φρύδια.

-Τι λες τώρα κυρ-λουχία;
Είπεις ούλοι οι στρατιώτις
ότι είνι πατριώτις;
Ιγώ τρανό μιράκι τό ‘χου,
είμι γλεπς ‘που ιπαρχία.
Πατριώτη ιγώ δεν έχου
ούτι ένα μες στου λόχου.

Ο λοχίας θυμωμένος
βροντοφώναξε ‘’σκασμός’’.
Μέσα του έβραζε το αίμα.
Μα κρατήθηκε ο καημένος,
όπως λέει ο κανονισμός
κι άλλαξε αμέσως θέμα.

Τους μιλά για την πατρίδα
κι εξηγεί το νόημά της.
Παίρνει ύφος και καμάρι
και στα λόγια του έχει ελπίδα
πως καλά το νόημά της
θα συλλάβουν οι φαντάροι.

-Η πατρίς, λέει, είν’ η μητέρα
κι όλοι είμαστε παιδιά της.
Γι’ αυτή το χακί φορούμε.
Μαζευόμαστε ‘δω πέρα
απ’ τις πόλεις, τα χωριά της
κι ό,τι πει το εκτελούμε.

Σηκωθείτε οι δυο εκεί κάτω,
λέει στο Μήτσο, στο Βαγγέλη
και ξεχάσετε τα γίδια.
Πέστε μου απάνω-κάτω
σαν πώς η πατρίς μας θέλει;
Επαναλάβετε τα ίδια.

-Η πατρίς, απάνου-κάτου,
κυρ’ λουχία μ’ απού λιές,
λέει ο Μήτσος δυνατά,
είν’ η μάνα μου η ίδια.
Μόν’ που εκείνη εκεί κάτου
τώρα θα μαζώνει ιλιές
ή θα σκάβει τα σπαρτά,
είτι θα αρμέγει τα γίδια.

Την πατρίδα πρέπει ν’ ακούμι
κι τα ρούχα τ’ς να φουρούμι
κι ό,τι λέει να το κτιλούμι.
Την πατρίδα μ’ την πουνώ
και πουλύ την αγαπώ.
Είν’ η μάνα μου, γι’ αυτό.

-Φτάνει, φτάνει, λέει ο Κίτσος.
Και γυρνώντας στο Βαγγέλη.
Σήκω επάνω τώρα εσύ.
Άκουσες τι είπε ο Μήτσος;
Σαν πώς η πατρίς μας θέλει;
Γιατί την πονάς εσύ;

Κι ο Βαγγέλης απαντά
με φωνή σαν την καμπάνα.
-Κυρ’ λουχία μ’ να σι πω.
Την πατρίδα τ’ν αγαπώ,
γιατί είνι τ’ Μήτσιου η μάνα.


Τ Ο    Π Ο Υ Λ Α Κ Ι

- Γιατί πουλάκι δε λαλείς, γιατ’ είσαι λυπημένο;
Γιατί δεν γλυκοτραγουδείς, μόν’ είσαι μαραμένο;

- Σαν τι τραγούδι να σας πω, τι να σας τραγουδήσω;
Πώς να λυθεί η φωνούλα μου και πώς να κελαϊδήσω;

Εδώ δεν έχει έλατο, δεν έχει κυπαρίσι
κι ούτε βουίζουν οι οξιές, δεν καλαρίζει η βρύση.
Δεν έχει γάργαρα νερά να σιγομουρμουρίζουν
κι ούτε γκρεμούς και ρεματιές τον ήχο να γυρίζουν.
Η αύρα χάνει το ρυθμό, βουβάθηκε η φλογέρα
κι ούτε κουδούνια κοπαδιών ακούγονται από πέρα.
Δεν έχει πεύκα και γκορτσιές για να γλυκοσφυρίζουν
κι ούτε θυμάρι ή ρίγανη γλυκά να με ζαλίζουν.

Αν τραγουδήσει τ’ ορφανό, ο σκλάβος, ο διωγμένος,
θάν’ το τραγούδι του πικρό κι ο τόνος του θλιμμένος.

Εδώ στη μαύρη ξενιτιά οι νότες ξεθυμαίνουν.
Τη γλύκα χάνει η φωνή και οι χαρές πεθαίνουν.
Ακούω και τ’ άλλα τα πουλιά να κελαϊδούν στη χλόη,
μα φτάνει το τραγούδι τους στ’ αυτιά μου μοιρολόι.


Τ Ο    Κ Υ Μ Α

Κύμα σπαθάτο, υπέροχο,
χιλιοτραγουδισμένο.
Κύμα ψυχρό κι αγέροχο,
κύμα δακρυοβρεγμένο.

Τον Έρωτα έχεις αδερφό,
το Χάρο παραδέρφι.
Πότε ζητάς πόθο κρυφό,
πότε καημός σε τρέφει.

Πού ‘ναι η βαρκούλα πού ‘παιζε
μέσα στους λικνισμούς σου;
Κείνη που γλυκοχάιδευες
με τους λευκούς αφρούς σου;

Την αγαπούσες, τό ‘δειχναν
τα παιχνιδίσματά σου.
Ματιές κρυφές της έριχναν
τα λαμπιρίσματά σου.

Και μένα στ’ άσπρα της πανιά
παίζαν τα όνειρά μου.
Στου καπετάνιου την καρδιά
χτυπούσε η καρδιά μου.

Τι σού ‘πε τάχα η άμυαλη
και θέριεψε η καρδιά σου
και δυο αγάπες έπνιξες
στα κρύα σωθικά σου;

Μην ξέφυγε απ’ τα χείλη της
και έφτασε στ’ αυτιά σου
πως προτιμά τον κύρη της
‘πτα χάδια τα δικά σου;

Ή μήπως την ξεμυάλισες
με τα μουρμουρητά σου
κι ανύποπτη τη σφάλισες
στην άπονη αγκαλιά σου;

Αν τη θωριά της ζήλεψες
και το παράστημά της,
τους χτύπους πώς δεν γύρεψες
να μάθεις της καρδιάς της;

Τώρα στο βράχο εδώ χτυπάς,
μοιρολογάς και σκούζεις.
Μικρή νυφούλα αναζητάς
κι όλα μ’ αφρούς τα λούζεις.

Πότε τα πόδια μου φιλάς
πικρά μετανιωμένο,
πότε συγνώμη μου ζητάς
κι αργοκυλάς θλιμμένο.

Άλλοτε πάλι αγκομαχάς,
στα πέλαγα γυρίζεις
κι αναστενάζεις και βογκάς,
για να τη βρεις πασχίζεις.

Μ’ άδικα πια θρηνοκοπάς
κι άδικα τη φωνάζεις.
Αιώνια θά ‘ρχεσαι, θα πας,
γι’ αυτή θ’ αναστενάζεις.

Ήταν για μας τους δυο γραφτό,
δω στο γιαλό αντάμα,
με δάκρυ μαύρο και καυτό
να σβήνουμε στο κλάμα.


Η    Κ Α Ρ Τ Α

Την τελευταία κάρτα σου σήμερα βρήκα μάνα,
αυτήν που μας στερνόστειλες προτού κλείσεις τα μάτια.
Τη φάτνη έχει του Χριστού και μια χρυσή καμπάνα
κι από ψηλά είν’ ανοιχτά τα θεϊκά παλάτια.

Στο πίσω μέρος έγραφες λόγια απ’ την ψυχή σου
και στα παιδιά, στα εγγόνια σου, έδινες την ευχή σου.
«Αγαπημένα μου παιδιά, σας στέλνω τις ευχές μου.
Σας εύχομαι χρόνια πολλά και μες στις προσευχές μου,

παρακαλώ την Παναγιά, προτού τα μάτια κλείσω,
να στείλει αγέρα ανάλαφρο, να κάμει δρόμο ίσο
και στην πατρίδα γρήγορα να σας ξαναντικρίσω.
Αυτόν το χρόνο εύχομαι να ξαναρθήτε πίσω.»

Σαν έρθει, μάνα, Πασχαλιά κι έρθουν γιορτές μεγάλες,
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, πως λέει ο θείος νόμος,
βάζω την κάρτα την παλιά ανάμεσα στις άλλες
και λέω πως την έφερε κι αυτήν ο ταχυδρόμος.


ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΜΟΥ

Διαβάτη που περαστικός το μνήμα μου αντικρίζεις
και το θωρείς στοχαστικός, με δέος το ατενίζεις,
στάσου και σκέψου μια στιγμή και κρίνε τη ζωή σου
και δες απ’ τα εγκόσμια σαν τι παίρνεις μαζί σου.

Όσο μπροστά του στέκεσαι την ανθρωπιά αγγίζεις,
μα σαν τα νώτα του διαβείς, την πλάτη της γυρίζεις.
Μ’ αυτό που τώρα ένιωσες, αγάπη και συμπόνια,
κράτα το, σφίξτο στην καρδιά στα υπόλοιπά σου χρόνια.
Βγες πια απ’ το απίθμενο της ύλης σου το έλος.
Ζήσε μ’ αγάπη κι ανθρωπιά, γιατί ιδού το τέλος.

Τ Ο    Γ Ε Ρ Ο Ν Τ Α Κ Ι

Πέρα στου χωριού την άκρη,
στο μικρό καφενεδάκι,
έφτασε απ’ της γης τα μάκρη
άγνωστο ένα γεροντάκι.

Ένας απ’ τους χωριανούς του,
που ίσως άκουσε γι’ αυτό,
σ’ έναν απ‘ τους διπλανούς του
λέει σε τόνο βιαστικό.

«Πιάσε, φίλε, μια καρέκλα.
Δώσ’ στο γέρο να καθίσει.
Φώναξε στην κυρα-Θέκλα
ένα μέτριο να ψήσει . . .

Να, σ’ αυτό το τραπεζάκι,
κει στη γέρικη μηλιά . . .
Φέρε μας κι ένα ουζάκι,
μια σαρδέλα, μια ελιά . . .

Μια ζωή λείπει ο γέρος
σ’ άλλα μέρη μακρινά.
Στο δικό του όμως μέρος
τώρα γύρισε ξανά.

Έλειπε τριάντα χρόνους.
Είν’ ο Κώστας του Καρπή.
Για της ξενιτιάς τους πόνους,
τα φαρμάκια θα μας πει.»

Με τα μάτια βουρκωμένα
χαιρετά τους χωριανούς του.
Μα σε χρόνια ξεχασμένα
γοργοτρέχει πίσω ο νους του.

Δεν μπορεί να τους γνωρίσει
κι είν’ η λύπη του τρανή.
Προσπαθεί να ξεχωρίσει
καμιά γνώριμη φωνή.

Να ο πλάτανος, η βρύση,
το σχολειό, η εκκλησιά . . .
Όλα όπως τά ‘χε αφήσει,
πριν να πάει στην ξενιτιά.

Μόν’ τα πρόσωπα αλλάξαν.
Άγνωστοι οι χωριανοί.
Πόσα όνειρα βουλιάξαν
εκεί στη γη τη μακρινή!

Τα γνωστά θυμάται μέρη.
«Πού ‘ναι οι χωριανοί μου»; λέει.
Με τρεμάμενο το χέρι
πίνει τον καφέ και κλαίει.




(Το ποίημα αυτό γράφτηκε για τον αξέχαστο φίλο μου Τάκη Μακρή και απαγγέλθηκε στην κηδεία του στις 16 – 12 – 80.)

ΣΤΟΝ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΑΚΗ

Φίλε πιστέ και καρδιακέ, που σήμερα μισεύεις,
σαν τι τραγούδι να σου πω, πώς να σε χαιρετίσω;
Με τι κουράγιο και καρδιά να σε ξεπροβοδίσω;
Και πώς να βρω στη θλίψη μου τα λόγια που σου πρέπουν;
Ποια απ’ τις τόσες χάρες σου πρώτη να αναφέρω;
Στο αιώνιο ταξίδι σου, σαν τι να σου προσφέρω;

Πριν χρόνια ανταμώσαμε στης ξενιτιάς τις στράτες,
γεμάτοι πόθους κι όνειρα, ακούραστοι διαβάτες.
Τα βλέμματα και οι καρδιές διπλοσυναντηθήκαν,
ζεστά τα χέρια δώσανε και φιλικά δεθήκαν.
Κι ήσουν ο πρώτος φίλος μου που έκανα στα ξένα.
Φίλος τρανός κι ατίμητος, φίλος πιστός για μένα.
Ειλικρινής μες στη ζωή, τίμιος στη βιοπάλη.
Στο πρόσωπό σου έλαμπαν τα ψυχικά σου κάλλη.
Το ήθος σου κι η λογική φέγγαν στο πέρασμά σου
και η ψυχή σου άστραφτε. Καθάρια η ματιά σου.

Πάνω σ’ ατράνταχτες αρχές στήριξες τα παιδιά σου,
γι’ αυτό κι εκείνα θα τιμούν επάξια τ’ όνομά σου.
Τις τόσες σου τις αρετές, την πλούσια ψυχή σου,
θε να θυμούνται πάντοτε οι φίλοι κι οι γνωστοί σου.
Η καλοσύνη σου έλαμπε, ανθόσπαρτη κοιλάδα
και ζούσε ολοζώντανη μες στην καρδιά σου η Ελλάδα.
Η ξενιτιά σε ζήλεψε. Κι η κρύα η καρδιά της
να σε κρατήσει πάσχισε παντοτινά κοντά της.
Κι είπε στο Χάρο φθονερά, καρτέρι να σου στήσει
και βιαστικά και πρόωρα τα μάτια σου να κλείσει.

Στη μακρινή πατρίδα σου, στον τόπο, στο χωριό σου,
την ώρα αυτή τα σήμαντρα θρηνούνε το χαμό σου.
Κι είναι το κλάμα τους πικρό κι αντιλαλεί πνιγμένο
στα πλάγια και στις λαγκαδιές, στο κύμα το θλιμμένο.
Να μάθουν οι ακρογιαλιές, που έπαιζες παιδάκι,
για να σε περιμένουνε μόνο σαν αεράκι.

Θρηνούμε όλοι σήμερα, Τάκη, το μισεμό σου.
Η μάνα σου, η γυναίκα σου, οι κόρες, ο αδελφός σου,
οι αδελφές σου και οι δυο κι οι συγγενείς και φίλοι,
είμαστε ‘δω τριγύρω σου και με θλιμμένα χείλη
λέμε για σένα προσευχή, τραγούδι, κατευόδιο.
Λιβάνι καίμε και κερί. Φτωχό για σένα ξόδιο.
Το δάκρυ και το κλάμα μας στεφάνι στη θανή σου
κι οι προσευχές των φίλων σου, αίνος για την ψυχή σου.
Το χώμα που σε καρτερεί, ανάλαφρο να γίνει
κι η μνήμη σου παντοτινή κι αιώνια να μείνει..

No comments:

Post a Comment