Thursday, May 5, 2011

Απάντηση επιστολής κ. Κ.Γ.Μ. Κομνηνού. Νέος Κόσμος



Απάντηση επιστολής κ. Κ.Γ.Μ. Κομνηνού.

Νέος Κόσμος
Κύριε Διευθυντή,
Διάβασα στο φύλλο της Δευτέρας (8 Μαΐου 1989) την επιστολή του κ. Κ. Γ. Μ. Κομνηνού ‘’εξ Κομνηνών’’ και συμφωνώ απόλυτα με μέρος της τελευταίας του παραγράφου, ότι πρέπει να μάθουμε την Ιστορία μας σωστά και να την ξαναγράψουμε. Με τη διαφορά, πως αυτή τη φορά, θα πρέπει να είμαστε ανεπηρέαστοι και αντικειμενικοί και να μην γράψουμε ούτε τις απόψεις εκείνωνπου αποδείχτηκαν στο διάβα της Ιστορίας μας πως ήταν ή ίσως κι ακόμα είναι εχθροί του Γένους, ούτε κι εκείνων που δεν σταμάτησαν ακόμα να λιβανίζουν το προδοτικό παλιότερα κι αξιολύπητο τις μέρες μας –ασύδωτο δε πάντοτε- Ιερατείο.
Τι όμως, σαν έρθει η ώρα, θα γράψουμε για τους έντεκα, για παράδειγμα, μεγαλοπατριάρχες που αναφέρετε στην επιστολή σας, κύριε Κομνηνέ, και προσπαθείτε να τους παρουσιάσετε σαν εθνικούς ήρωες, σαν εθνομάρτυρες και σαν ανθρώπους που αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων για το καλό της φυλής μας;
Ας δούμεν, όμως, με μεγάλη συντομία ποιοι ήταν οι ιεράρχες αυτοί και τι έκανε ο καθένας τους για το Έθνος, παίρνοντάς τους με τη σειρά έναν-ένα.

Ραφαήλ Α’. Η Σύγχρονη Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη (Σ.Ε.Ε), τόμος 11, σελ. 87 και η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (Μ.Α.Ε.), τόμος 19 σελ. 163, λένε πως ο πατριάρχης αυτός ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο (1485-86) ‘’δι’ αθεμίτων μέσων, αλλά μη δυνηθείς να καταβάλει εις τους Τούρκους την υπεσχημένην ετησίαν εισφοράν’’, που ανέρχονταν σε δυο χιλιάδες χρυσά φλουριά, ‘’καθηρέθη και ερίφθη εις τας φυλακάς, όπου και απέθανεν’’. Δεν εκτελέστηκε, λοιπόν, ο Ραφαήλ, ούτε για τον πατριωτισμό του, ούτε για την πίστη του. Τον σκότωσαν, γιατί ‘’αγόρασε’’ τον οικουμενικό θρόνο με πίστωση και δεν μπόρεσε να πληρώσει το αντίτιμο έγκαιρα.
                     Ο Αθ. Υψηλάντης χαρακτηρίζει το Ραφαήλ σαν ‘’άνδρα χαμερπή και τη μέθη όλον έκδοτον . . . και βλακώδη’’. Έπινε δε, μας λέει, τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του μέσα στην εκκλησία. ‘’Αλλ’ ούτε εν αυτή τη πανσέπτω των παθών εβδομάδι, ούτε ηδύνατο κατέχειν τη χειρί την ποιμαντορικήν ράβδον, ήτις εκπεσούσα της χειρός αυτού τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη συνετρίβη’’. Αυτά ήταν τα κατορθώματα του Ραφαήλ. Ήταν, όμως, ‘’Θεόθεν πεμφθείς’’ οικουμενικός πατριάρχης.
Ραφαήλ Β’. (1603-1607). Στις μέρες του, ο πατριαρχικός ναός της Παμμακαρίστου έγινε τζαμί (1605) και το πατριαρχείο μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Αυτός δε εξεθρονίσθη βίαια απ’ τους Τούρκους (Σ.Ε.Ε. τόμ. 11, σελ. 87 και Μ.Α.Ε. τόμ. 19 σελ. 163). Πουθενά δεν αναφέρεται καμιά εθνική δράση του Ραφαήλ και είναι γνωστά τα φρονήματα και οι ιδεολογικές τάσεις του Παπαρρηγόπουλου που τον σκιαγραφεί.
Κύριλλος Α’ Λούκαρις. (1572-1638) Έγινε πέντε φορές πατριάρχης. Για πρώτη φορά το 1621. ‘’Τετράκις έκτοτε κατεβιβάσθη βιαίως του θρόνου συνεπεία ενεργειών των Ιησουιτών’’. Το 1628 εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη τυπογραφείο, το οποίο καταστράφηκε το 1629απ’ τους γενιτσάρους με ενέργειες των Ιησουιτών.
                     Στους αγώνες του κατά των Ιησουιτών ζητούσε να βρει έρισμα στους αντιπάλους τους, τους Προτεστάντες κι έτσι διαμορφώθηκε βαθμηδόν μέσα του, όπως φαίνεται κι απ’ τις επιστολές του, φιλοπροτεσταντικό πνεύμα, το οποίο ενισχύονταν κατάλληλα κι απ’ τους προτεσταντικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και του εξωτερικού και μάλιστα απ’ τους πρεσβευτές των προτεσταντικών δυνάμεων Αγγλίας, Ολανδίας και Σουηδίας και απ’ τον εγκατεστημένο κατά το 1628 στην Κωνσταντινούπολη ιερέα απ’ το Πενδεμόντιο, Αντώνιο Λειγήρο. Συνέπεια όλων αυτών ήταν και η εμφάνιση κατά το 1629 της πολύκροτης ‘’Λουκάρειου Ομολογίας’’, την οποία, ας σημειωθεί, αφόρισαν το 1638 οι πατριάρχες Κωνσταντινούπολης Κύριλλος και Αλεξάνδρειας Μητροφάνης.
                     Ύστερα απ’ αυτά, με ραδιουργίες των Ιησουιτών και ‘’του Ιησουιτικής κακουργίας δεξιωτάτου’’ ιεράρχη Κυρίλλου Κονταρή, πιάστηκε απ’ τους γενίτσαρους, στις 27 Ιουνίου 1638 και στραγγαλίστηκε απ’ αυτούς μέσα σε μια βάρκα. Το σώμα του πετάχτηκε στη θάλασσα. Βρέθηκε, όμως, αργότερα από κάποιους ψαράδες και θάφτηκε. Οι εχθροί του το ξέθαψαν και το ξανάριξαν στη θάλασσα και πάλι, ώσπου το ξαναβρήκαν άνθρωποι ‘’φιλία φρονούντες αυτώ’’ και το ξαναέθαψαν σε μια νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας. Τον διαδέχτηκε ο μεγάλος του διώκτης Κύριλλος Β’ Κονταρής. Αυτά λέει ο Ελευθερουδάκης (Σ.Ε.Ε. τόμ. 8 σελ. 328). Η Μ.Α.Ε. (τόμ. 14 σελ. 267) λέει ότι ‘’κατεβιβάζετο βιαίως του θρόνου κατόπιν ενεργειών των πρεσβευτών της Γαλλίας, Αυστρίας και Βενετίας’’ και προσθέτει ‘’Εκθρονισθείς δια τελευταίαν φοράν το 1637 συνελήφθη υπό των γενιτσάρων κατόπιν καταγγελιών (του Κυρίλλου Κονταρή και των Ιησουιτών), ότι δήθεν προετοίμαζε επανάσταση κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας’’.
                     Επιπλέον και στην Παγκόσμια Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου (τόμ. 2 σελ. 570) διαβάζουμε: ‘’ . . .εάν δε κατά το 1638 εθανατόθη κατά διαταγή του σουλτάνου ο οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, τούτο ωφείλεται εις δολοπλοκίας Ιησουιτών’’.
                     Σε δολοπλοκίες, λοιπόν, Ιησουιτών και σε διαβολές και κακουργίες του αρχιερέα κι αμέσως πατριάρχη Κυρίλλου Β’ οφείλονταν ο θάνατός του και όχι σε κάποια επαναστατική του για τη λευτεριά του Έθνους κίνηση.
Κύριλλος Β’. Ανέβηκε τρεις φορές στον Οικουμενικό θρόνο και ήταν, όπως είδαμε, ο κύριος μοχλός των μηχανορραφιών των Ιησουιτών και ενός μέρους του ελληνικού Ιερατείου, αλλά δέχτηκε κι αυτός σύντομα απ’τους προστάτες του Οθωμανούς το ίδιο δώρο που η κακοήθεια και η πανουργία του χάρισε στον προκάτοχό του. Τον έπνιξαν κι αυτόν οι γενίτσαροι μέσα σε μια βάρκα. Δεν πιστεύω, πως μπορεί να βρεθεί κανείς και να ισχυριστεί, πως ο ιεράρχης αυτός πάσχισε να ελευθερώσει το Γένος απ’ τη σκλαβιά. Να κάνει, δηλαδή, κάτι που τόσο απεχθάνονταν, ώστε έφτασε στο σημείο να παραδώσει με ψεύτικες κατηγορίες για τέτοιες κινήσεις τον προκάτοχό του στο δήμιο! Η Ιστορία λέει γι’αυτόν: ‘’Υπήρξε κάκιστος ιεράρχης, δεχθείς να καταστεί όργανον των Ιησουιτών. Αυτός δε παρέστησε στο σουλτάνο, ότι ο Κύριλλος Λούκαρις ήτο επικίνδυνος εχθρός του τουρκικού κράτους και επέτυχε την καθαίρεση και τη θανάτωσή του’’. {Σ.Ε.Ε 8/328}.
Παρθένιος Α’. Έγινε πατριάρχης το 1639. Στις μέρες του έγινε η Σύνοδος του Ιασίου και αναθεμάτισε τον Καλβινισμό. Το 1644 διώχτηκε απ’ τον Οικ. θρόνο και εξορίστηκε στην Κύπρο. Από κει πήγε στη Χίο, όπου και πέθανε δηλητηριασθείς. {Σ.Ε.Ε. 10/485}. Καμιά εθνική δράση δεν αναφέρει γι’ αυτόν η Ιστορία. Μάλιστα η Μ.Α.Ε. τον αγνοεί τελείως.
ΙωαννίκιοςΒ’. Έγινε πατριάρχης τέσσερις φορές (1646-1656). Το Μάρτιο του 1654 παραιτήθηκε ‘’δια γήρας και την των παρόντων καιρών χαλεπότητα’’. Μάλιστα, παραιτούμενος, αφόρισε τον εαυτό του, ώστε να μην ξαναμπεί ποτέ στο μέλλον στον πειρασμό, να ξαναδιεκδικήσει τον Οικ. θρόνο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ακόμα κι αφορισμένος, στα τέλη του 1655 ξανάγινε πατριάρχης ως τον Ιούλιο του 1656, ‘’ότε απεχώρησε υπεργήρως και δια την κορύφωσιν της οικονομικής αθλιότητας του πατριαρχείου’’. Πέθανε το 1659 ή αρχές του 1660. Πέθανε δεν εκτελέστηκε, ούτε διώχτηκε απ’ τους Τούρκους.
Παρθένιος Γ’. (1654-1655). Η Ιησουιτική ραδιουργία τον κατέστησε ύποπτο στην Πύλη, γιατί οι Ιησουίτες διαστρέβλωσαν μία επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Βλαχίας, απ’ την οποία ζητούσε χρηματική αρωγή για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του Πατριαρχείου. {Σ.Ε.Ε. 10/485}.
Γαβριήλ Β’. Ανήλθε στο θρόνο το 1658 με πλάγια μέσα και παρά τη γνώμη της Συνόδου, απ’ την οποία και καθαιρέθηκε, ύστερα από δυο μήνες, λόγω της αγραμματοσύνης του {Σ.Ε.Ε. 3/668.- Π. Πιπινέλη. - Πολιτική Ιστορία Ελλην. Επανάστασης σελ.41}.
ΜελέτιοςΒ’. Έμεινε στο θρόνο απ’ το 1768 μέχρι τον Απρίλιο του 1769, οπότε κατηγορήθηκε, ότι συνεννοείται με τη Ρωσία εναντίον της Τουρκίας. ‘’Καίτοι απεδείχθη η αθωότητά του εξορίστηκε στη Μυτιλήνη {Μ.Α.Ε. 16/12}.
                     Την εποχή εκείνη (το 1768), κηρύχτηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι έπιασαν έναν Ιταλό κατάσκοπο ντυμένο στα τούρκικα, ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν πράκτορας των Ρώσων. Τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια και ο Ιταλός, πάνω στο μαρτύριό του και με την ελπίδα πως θα σωθεί, είπε ότι ήταν συνένοχός του και ο πατριάρχης Μελέτιος. Έγιναν αυστηρές έρευνες και ανακρίσεις και παρ’ ότι αποδείχτηκε η αθωότητα του Μελέτιου οι Τούρκοι τον εξόρισαν στην Τένεδο όπου και απέθανε στις 11 Απριλίου 1769. {Σ.Ε.Ε.}.(Εδώ υπάρχει ασυμφωνία των ιστορικών ως προς τον τόπο εξορίας).
Γρηγόριος Ε’. Πρωτόγινε πατριάρχης το 1797 και πατριάρχευσε τρεις φορές.
                     Το 1806 ο Γρηγόριος αφόρισε την επαναστατική κίνηση της Πελοποννήσου και συνέβαλε κατά κύριο λόγο στην εξόντωση των αρματολών και των Κολοκοτρωναίων. Ο Παν. Πιπινέλης γράφει:’’Τω 1806 κατά την εξόντωσιν του αρματολισμού εν Πελοποννήσω, το τελειωτικό κτύπημα έδωκεν αναμφισβητήτως ο αφορισμός του Πατριάρχου’’. Και συνεχίζει πιο κάτω ‘’ . . . ο πατριάρχης εκδίδει σφοδράν εγκύκλιον προς πάντας τους μητροπολίτας Πελοποννήσου, συνιστών τυφλήν υπακοήν εις τον σουλτάνον . . .’’. Ύστερα απ’ την εγκύκλιο αυτή του Γρηγορίου, γίνεται σύσκεψη αρχιερέων και προκρίτων στην  Τρίπολη, στην οποία αποφασίστηκε να διατρανωθεί η προς τον σουλτάνο πίστη τους, καταδιωκομένων μέχρις εξοντώσεως των οπλαρχηγών’’.
                     Ο Θ. Κολοκοτρώνης έλεγε για το Γρηγόριο: ‘’Ο πατριάρχης αυτός έκαμε ότι του έλεγε ο σουλτάνος’’.
                     Η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Πάρυρος-Λαρούς και στη στήλη Γρηγόριος, λέγει πως το 1818 ο Γρηγόριος συναντήθηκε με το Φαρμάκη στην Αθήνα κι ο μεγάλος φιλικός του πρότεινε να μπει στη Φιλική Εταιρία. Ο αυταρχικός, όμως, και τουρκόφιλος Γρηγόριος αρνήθηκε, λέγοντας πως, σαν εθνάρχης που είναι, δεν μπορεί να δέχεται εντολές από κανένα.
                     Ο Σπ. Τρικούπης γράφει για το Γρηγόριο ‘’ . . . μέλος της Φιλικής Εταιρίας δεν ήτο και, όχι μόνον δεν ενεθάρρυνε καθόλου την Ελληνικήν Εθνεγερσία αλλά και πάντοτε απέτρεπε από κάθε κίνηση όλους εκείνους με τους οποίους συνδιαλλέγετο . . .’’ Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο, γιατί ο Γρηγόριος αφόρισε την επανάσταση και μάλιστα τρεις φορές. Ο Ιω. Φιλήμων στο ‘’Δοκίμιον περί Ελληνικής Επανάστασης’’ γράφει: ‘’Ολίγον προ της 25ης Μαρτίου επέμφθησαν εγκύκλιοι του Πατριαρχείου και συνοδικός κατά του Υψηλάντου αφορισμός στους ηγεμόνες Βλαχίας και Μολδαβίας . . .’’ Τον αφορισμό της επανάστασης, όπως μας λέει ο Άγγλος ιστορικός G. Finley, υπέγραψε ο πατριάρχης Γρηγόριος μαζί με τον Ιεροσολύμων Πολύκαρπο και άλλους 21 συνοδικούς ιεράρχες πάνω στην Αγία Τράπεζα στις 23 Μαρτίου 1821 {Finley G. History A/184}.
                     Οι αφορισμοί και οι εγκύκλιοι του πατριάρχη είναι φρικώδεις και ανατριχιαστικοί και διαβάζοντάς τους απορεί κανείς, πώς είναι δυνατό νους και πένα ιεράρχη να διανοηθεί και να γράψει σε επίσημο εκκλησιαστικό έγγραφο τέτοιες λέξεις και τέτοιες φράσεις. Και τους μεν επαναστάτες αποκαλεί ο Γρηγόριος τέρατα έμψυχα αχαριστίας, φύσει κακόβουλους, αλαζόνες, δοξομανείς, κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας, μέλη σεσηπότα και ‘’αγνώμονας και αχαρίστους προς τον σουλτάνο δια τα άπειρα ελέη όπου απολαμβάνωμεν δια της βασιλικής φιλανθρωπίας του’’. Την δε επανάσταση την χαρακτηρίζει έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον. Γι’ αυτό και διατάσσει κάθε ιεράρχη και κληρικό να κρατήσει τους χριστιανούς ‘’εις την διατήρησιν του πιστού ραγιαλικίου και της άκρας υποταγής και δουλικής ευπειθείας προς αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν βασιλείαν’’.
                     Ο μεγαλόσχημος πατριάρχης αφόρισε τον εθνομάρτυρα και εθναπόστολο Ρήγα και τα κηρύγματά του και συνέβαλε στην εξόντωσή του. Αφόρισε τον Υψηλάντη, την Επανάσταση του Γένους και τους αγωνιστές της, λέγοντας: ‘’Κύριος πατάξαι αυτούς τη ψυχή τω πυρετώ, τη ανεμοφθορία και τη ώχρα’’ και άλλα φοβερά και ανατριχιαστικά λόγια. Αφόρισε την Αριθμητική, την Άλγεβρα, τη Λογική και τις Επιστήμες. Εξέδωσε την κατάπτυστη, όπως την χαρακτηρίζει ο Κοραής ‘’Πατρική Διδασκαλία’’ και εξέδωσε και πούλησε στη διάρκεια της πατριαρχίας του (1798,1806 και 1819) συγχωροχάρτια στο ταλαίπωρο και διπλοσκλαβωμένο στην Τουρκιά και στους ρασοφόρους ποίμνιο, πέφτοντας έτσι και στο βαρύτατο αμάρτημα της Σιμωνίας. {Τα Ιστορικά 1/σελ. 66}, περιοδ. Θεολογία τομ. ΛΓ 1962 σελ. 518 και Α. Παπαδόπουλος – Κεραμεύς. Μαυροκορδάτειος Βιβλιοθήκη Κων/λη 1885 σελ. 177}.
                     Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο Γρηγόριος ο Ε’, που, όπως πολύ ξεκάθαρα λέει ο Π. Πιπινέλης ‘’δεν δύναται να διαμφισβητηθεί ότι και ενδομύχως ο πατριάρχης, ούτε επίστευε, ούτε ηυνόη, ούτε επεθύμη το κίνημα’’.
                     Εμείς, όμως, προς ταπείνωση της νοημοσύνης μας, προς περιφρόνηση των χιλιάδων θυμάτων του ιερού μας αγώνα, προς καταρράκωση της ιστορίας μας και προς δόξαν των πατριδοκάπηλων και θεοκάπηλων καιροσκόπων και εδραίωση του αλλοπρόσαλλου ιερατείου μας, του στήσαμε ανδριάντα μπροστά στο Εθνικό μας Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και μάλιστα ανάμεσα στους ανδριάντες του Ρήγα και του Κοραή. Έτσι, ο αφοριστής βρίσκεται ακόμα και σήμερα ανάμεσα στους Εθναποστόλους που αφόρισε και μπροστά στην κοιτίδα των επιστημών, τη διδασκαλία των οποίων ο ίδιος αναθεμάτισε το Μάρτιο του 1819.
ΚύριλλοςΣτ’. Παρέμεινε στον Οικ. θρόνο για πέντε χρόνια (1813-1819) και μετά αποσύρθηκε στη γενέτειρά του Ανδριανούπολη. Ύστερα απ’ την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης ο γηραιός ιεράρχης πιάστηκε απ’ τους Τούρκους και απαγχονίστηκε στις 30 Απριλίου 1821 μαζί με άλλους 27 προκρίτους {Σ.Ε.Ε. 8/329, Μ.Α.Ε. 14/267}. Εξέδωσε και πούλησε κι αυτός συγχωροχάρτια, τα οποία τυπώθηκαν στο πατριαρχικό τυπογραφείο της Κων/λης {Ιστορικά τεύχ. 1 σελ. 78-79}.
ΕυγένιοςΒ’. Στις παραμονές της Επανάστασης ήταν μητροπολίτης Πισιδίας. Λίγο πριν την κήρυξη της επανάστασης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και στο δρόμο ένας δερβίσης του είπε τη μοίρα και πρόβλεψε, ότι γρήγορα θα περάσει πολύ μεγάλη πόρτα. Δεν είχε, όμως, ανάγκη από προβλέψεις και προφητείες ο Ευγένιος. Είχε ήδη κατηγορήσει άδικα στο σουλτάνο το Γρηγόριο σαν Φιλικό και επαναστάτη και περίμενε την αμοιβή του. Οι Τούρκοι βεβαιώνουν, πως ο σουλτάνος τον έχει χρήσει πατριάρχη πριν ακόμα συλλάβουν το Γρηγόριο και είναι γνωστό, πως τον ενθρόνισε με πολύ περισσότερες τιμές απ’ τις συνηθισμένες. Στις 22 Απριλίου 1822, όμως, ξέσπασσαν ταραχές στην Πόλη, γιατί οι Τούρκοι έπρεπε να κρατούν και τον όχλο τους ανάστατο μέσα στην τρικυμισμένη εκείνη περίοδο και ο Ευγένιος, σα Μιλέτ μπασί που ήταν των γκιαούρηδων, έγινε αντικείμενο αποδοκιμασίας και διαπόμπευσης, ώσπου έτρεξαν οι γενίτσαροι κι ο αρχηγός τους τον έσωσε. Πέθανε στις 30 Ιουλίου 1822 από συγκοπή της καρδιάς. {Σ.Ε.Ε. 6/15. - Μ.Α.Ε.  9/681}.
                     ‘’Το τμήμα τούτο του κλήρου (το ιερατείο) έζη υπό συνθήκας πολιτικάς τοιαύτας, ώστε να μη δύναται να ακολουθήσει την ζωήν του Έθνους . . . ώστε ολίγον κατ’ ολίγον να διολισθήσει μακράν της εθνικής συνειδήσεως και να γίνει ξένο προς το πενθούν και πάσχον Έθνος’’. {σελ 38}. Και σ’ άλλο σημείο τονίζει.
                     Για το ιερατείο αυτό και τη συμβολή του στην Ελληνική υπόθεση ο Γιάννης Κορδάτος γράφει: ‘’ Μολονότι το Έθνος εχειμάζετο, γύρω στον πατριαρχικό θρόμο μαζεύτηκε μια συμμορία καλοθρεμένων και χρυσοφορεμένων καλόγερων, που μετέβαλε το πατριαρχικό αξίωμα σε χρηματιστήριο αξιωμάτων, {Γ. Κ. Νεολ. Πολιτική Ιστορία σελ. 62}.  Ο ιστορικός Α. Φιλαδελφεύς έγραψε στην ‘’Ιστορία’’ του: ‘’Οι μεγαλόσχημοι ρασοφόροι ηγωνίζοντο περί κατοχής των αρχιερατικών θρόνων και μάλιστα του Πατριαρχείου, χάριν του οποίου τα διαμαχόμενα μέρη ανερυθριάστως, αντί όπλων, μετεχειρίζοντο την διαβολήν και την συκοφαντίαν.’’ {σελ. 32}
                     Έτσι, πολύ δικαιολογημένα θα γράψει λίγο αργότερα κι ο Π. Πιπινέλης: ‘’Υπ’ αυτάς τας συνθήκας δεν ήτο παράδοξον πώς ανήλθαν επί του ανωτάτου εκκλησιαστικού αξιώματος άνθρωποι ανάξιοι και χυδαίοι, συγκλονίσαντες εκ βάθρων την αίγλην και το κύρος του αξιώματός των’’ {σελ. 41}. Και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θα πει: ‘’Είναι βέβαιον . . . πως κατέστησαν (οι πατριάρχες) την τε παραχώρησιν και την ενάσκησιν όλων των ιερατικών αξιωμάτων αντικείμενον θλυβεροτάτης εμπορίας . . . Τοιουτοτρόπως εξευτελίσθη η Εκκλησία ημών εξαιτίων ποικίλων και προς ταις άλλαις δια τας αμαρτίας των ιδίων αυτής λειτουργών’’.
                     Η Ελληνική Νομαρχία του Ανώνυμου Έλληνα, που γράφτηκε λίγο πριν απ’ την επανάσταση, μας δίνει μια φριχτή εικόνα της επικρατούσας τότε κατάστασης στην Εκκλησία, ξεσκεπάζει τους σκοπούς και τα έργα του ιερατείου και δίνει μια αποστομοτική απάντηση σ’ εκείνους που επιμένουν να κηρύττουν ακόμα το ξεθωριασμένο και χιλιοκουρελιασμένο πια παραμύθι της τάχα συμβολής του Ιερατείου στην Ελληνική υπόθεση και στους εθνικούς μας αγώνες. Γράφει, λοιπόν, με βαθύ ψυχικό πόνο ο Ανώνυμος Έλληνας: ‘’Ιδού ω αδελφοί μου η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του Ελληνικού Ιερατείου και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την απελευθέρωσιν της Ελλάδος’’ {Βιβλ. 4 παραγρ. 42}.
                     Ο δε Π. Πιπινέλης, επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω, ξεκαθαρίζει τα πράγματα λέγοντας: ‘’Όταν ήρχισεν ο απελευθερωτικός αγών της ανεξαρτησίας δεν ήτο απορίας άξιον πως ο ανώτατος κλήρος ου μόνον δεν παρακολούθησε τας πρώτας ορμητικάς εξάρσεις του πατριωτισμού αλλά και αγωνίστηκε να σταματήσει το πεπρωμένον απ’ τον δρόμον του’’. Τι άλλο μπορούμε να πούμε εμείς, όσο κι αν θέλουμε να υποστηρίξουμε τα μεταξωτά ράσα, όταν τέτοιοι κεραυνοί και μάλιστα από χουντικές πένες μας αφήνουν εμβρόντητους και όταν διαπιστώνουμε, ότι μόνο το τριμμένο ράσο του φτωχού βιοπαλεστή παπά στάθηκε κάπου-κάπου κοντά στο σκλάβο ραγιά, στον καταδυναστευμένο Έλληνα, στο φιλελεύθερο αγωνιστή πατριώτη; Αντί για μας, όμως, συνεχίζει και πάλι ο άλλοτε ‘’υπουργός’’ και ‘’πρωθυπουργός’’ της ‘’Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών’’ περιόδου Π. Πιπινέλης λέγοντας: ‘’ . . .δυνάμεθα (λοιπόν) μετά βεβαιότητος να συναγάγωμεν, ότι εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν της εθνικής αποφασιστικότητος, ο κλήρος ετάχθη κατά το πλείστον υπέρ της διατηρήσεως της κρατούσης τάξεως πραγμάτων και κατ’ αναγκαίαν των πραγμάτων συνοχήν υπέρ της τουρκικής κυριαρχίας.’’
Πώς να μη συμφωνήσουμε, λοιπόν, μαζί σας, κ. Κομνηνέ, ότι η Ιστορία μας πρέπει να ξαναγραφτεί και πώς να μην επιμείνουμε όλοι μας πως επιβάλλεται να σταματήσουν πια τα κούφια λιβανίσματα και να ακουστεί επιτέλους η πραγματική αλήθεια;
Ποιοι δυσφημίζουν, ύστερ’ απ’ όλα αυτά την Εκκλησία και ποιοιείναι οι εχθροί της Χριστιανωσύνης, του Έθνους και της Φυλής; Αυτοί που μιλούν καθαρά και λένε την αλήθεια ή εκείνοι που ζουν και ενεργούν αντιχριστιανικά και αντεθνικά; Πότε θα ανοίξουμε επιτέλους τα μάτια μας και θα δούμε την αλήθεια; Ή μάλλον, πότε θα τολμήσουμε να την πούμε και να την βροντοφωνάξουμε δυνατά και όπως πρέπει, γιατί όλοι μας, λίγο ή πολύ, την ξέρουμε. Γιατί δεν τολμούμε, όμως, να την διαλαλήσουμε; Ο χουντικός Πιπινέλης την είπε ξεκάθαρα: ‘’Εξ όλων αυτών είναι νομίζω αναμφισβήτητον ότι ο ανώτατος κλήρος του Έθνους, υποπέσας ενωρίς υπό την υλικήν εξάρτησιν της τουρκικής εξουσίας, απεμακρύνθη του συνόλου του Έθνους και, με μυρίους δεσμούς συνδεδεμένος προς την κρατούσαν τάξιν πραγμάτων, κατέστη φυσικός σύμμαχος της τουρκικής και της ιθαγενούς ολιγαρχίας μάλλον, παρά του ανατρεπτικού εθνικού πνεύματος, το οποίον με ακούραστον πείσμα και παράτολμον αποφασιστικότητα παρεσκεύαζε την στιγμήν της εθνεγερσίας.’’
‘’Κατέστη φυσικός σύμμαχος’’, κύριε Κομνηνέ, ο ανώτατος κλήρος. Έγινε ένα με τον Τούρκο. Αναθεμάτισε τη λέξη Ελευθερία κι όσους εργάζονταν σ’ αυτή. Έκαιγε καντήλι μέσα στο Άγιο Βήμα για το σουλτάνο και δέονταν για την ευημερία του και για τη νίκη των τουρκικών όπλων. Μην απορείτε, κύριε Κομνηνέ. Το έκανε ο πατριάρχης Διονύσιος (1671-1673), όπως βεβαιώνει ο αρχιεπίσκοπος Νάξου και γράφει ο Γάλλος Galland και ο Άθνιμος ο Στ’, όπως λέει ο Καρολίδης και μάλιστα τον καιρό της Ηπειροθεσσαλικής Επανάστασης. Τότε, το 1854, δέονταν στον Ύψιστο ο πατριάρχης μας για τη νίκη των τουρκικών όπλων και τον αφανισμό των επαναστατημένων Ελλήνων.
Πριν απ’ τον Πιπινέλη ή μαζί μ’ αυτόν ή και μετά βροντοφώνησαν την αλήθεια για τον κλήρο ο Γιάννης Κορδάτος, ο Α. Φιλαδελφεύς, η Ελληνική Νομαρχία, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, o Σπ. Τρικούπης. o G. Finley, ο Σπηλιάδης, Δ. Θεριανός, Φ. Μιχαλόπουλος. ο Κ. Σιμόπουλος, Ι Βηλαράς, Π. Σκουλές, Ν. Βέης. Γιαν. Βλαχογιάννης. W. S. Clair,Π. Καρολίδης, Γ. Καρανικόλας, Τ. Βουρνάς, Ροΐδης. Δασκαλάκη, Βασίλιευ, ο Μ. Γεδεών. ο Γ. Γκίνης, ο Σ. Καρατζαφέρης, οPears, o J. Covel, o P. Ricaut, o Spon, o C. Le Brun, o Quilet, o Whel, o Contarini, o C. Magni, o P. de Tourneford, ο Φωτιάδης, ο Κασομούλης, ο Δανιηλίδης, ο αρχιμανδρίτης Χρ. Κτενάς, ο υποφαινόμενος Α. Αγγελίδης και τόσοι και τόσοι άλλοι. Διαβάστε και μερικούς απ’ αυτούς, κύριε Κομνηνέ, δε θα σας βλάψει το να γυρίσετε σωστά το κιάλι.







Το παροικιακό σκάφος σε μαύρη ύφαλο
Νέος Κόσμος Δευτέρα, 6  Μαρτίου 1989

Κύριε Διευθυντή,
Τρομερά πράγματα συνέβησαν στο απόδημο ποίμνιο (διάβαζε κοπάδι) τις τελευταίες μέρες. Τα πάντα κλυδωνίστηκαν, σείστηκαν και τραντάχτηκαν, λες και το παροικιακό σκάφος χτύπησε ξαφνικά πάνω σε μαύρη ύφαλο, που οι ναύτες του (το πλήρωμά του) διαισθανόταν την ύπαρξή του και διέκριναν στα θολά νερά τη σιλουέτα του από μακριά ακόμα. Οι καπεταναίοι τους μόνο δεν ήθελαν να παραδεχτούν την ύπαρξή του και μάλιστα κι όταν ακόμα βρέθηκαν κατάφατσα μπροστά του.
Κρίμα . . . Κι ένας ναύτης τραγουδούσε το όπως-όπως μελοποιημένο: «Μέριασε βράχε να διαβώ, το κύμα αγριεμένο . . .»
Και περίμεναν οι πειρατές που καραδοκούσαν γύρω μεγάλη αρπαγή των υπαρχόντων των ναυαγών. Ορέγονταν λαφυραγώγηση, ξεγύμνωμα και μάδημα μεγάλο. Αλλά το σκάφος χτύπησε και δεν συντρίφτηκε. Δεν βούλιαξε. Δεν παραδόθηκε. Και οι καπεταναίοι είδαν τον ύφαλο κι ανησύχησαν. Κι όλοι αναρωτήθηκαν: Τι θα κάνουν άραγε; Κι είδαν γύρω τους άπληστους πειρατές, διέκριναν μέσα στο σάλο της ταραχής και του δράματος τις προθέσεις τους. Είδαν τα αρπαχτικά μειδιάματά τους. Κι είχαν οι άρπαγες μαύρους χιτώνες. Κι έμοιαζαν τους σταυροφόρους του Μεσαίωνα με μεγάλο σταυρό στο στήθος και κοφτερό σπαθί στο χέρι. Κι έμοιαζαν τους καλόγερους των Πατριαρχείων και του Σινά και της Μονεμβασιάς, της Οχρίδας ή της Ρουμανίας, που με το μάτι του εμπόρου, την πραμάτεια του γυρολόγου και το ύφος του καταφερτζή, πουλούσαν συγχωροχάρτια (μετριότητες) στο φτωχό λαό (στο δόλιο ποίμνιο οι καλοί ποιμένες) και με διατίμηση που καθόριζαν οι προϊστάμενοί τους και κατέβαλαν οι αγοραστές σε είδος ή σε χρήμα, συγχωρούσαν αμαρτίες ζώντων και τεθνεότων. Συγχωρούσαν οι αετονύχηδες με λίγα γρόσια αμαρτίες που έγιναν ή αμαρτίες που επρόκειτο να γίνουν. Εξόρκιζαν τη χολέρα την εποχή του μαύρου θανατικού κι έπαιρναν και τον τελευταίο οβολό των άμοιρων ασθενούντων, αφού πρώτα τον έπλεναν με ξύδι για σίγουρη εξασφάλιση του σαρκίου τους
 Και πολλοί οργίστηκαν με τους πειρατές. Και λίγοι ενέδωσαν. Και άλλοι είπαν: «Μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι.». Αλλά το φιλοσοφικό αυτό αποκούμπι αφορά εκείνους που αποβλέπουν στην επί των ουρανών βασιλεία. Κι εδώ πρόκειτα για επιδίωξη κατάκτησης της επί γης βασιλείας. Κι αν εμείς λέμε «Μακάριοι οι φτωχοί των πεύματι,» τι θα πει σ’ αυτούς άραγε ο Μεγάλος Κριτής, όταν το πλήρωμα του χρόνου έρθει και κοπιάσουν μπροστά του μ’ ένα μάτσο τίτλους ακινήτων; Μήπως τους πει ότι τους είπαν και οι συνάνθρωποί τους επί της γης; «Απέλθετε απ’ εμού οι κατηραμένοι . . .»
Ίσως, όμως, κάποιος μας πει τώρα. Τι αναφέρετε σ’ αυτούς Γραφές και Αποστόλους; Τι χρείαν έχουν οι άνθρωποι αυτοί της γνώσης των Γραφών; Αυτοί τις γνώριζαν τις Γραφές. Τις γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά. Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται το χείριστο σημείο. Διότι, ο μη γνωρίζων και μη πράττων, ο ουκ. οίδε, απαλλάσσεται λόγω αγνοίας.
Ορισμένοι θα ταραχθούν και ίσως ωχριάσουν διαβάζοντας τούτες τις γραμμές. Και θα ταραχθούν, όχι γιατί θα αναγνωρίσουν τα λάθη τους και τα ανομήματά τους, αλλά γιατί θα δουν  θιγόμενη και ελεγχόμενη την ισχυρογνωμοσύνη τους και γιατί θα νιώσουν, έστω και κατιδίαν, να τρίζει το λανθασμένο πιστεύω τους, που, σαν ύψιστη αλήθεια, σαν εντολή του Μωυσή, μας σερβίρουν καθημερικά, όπως οι βοσκοί το σανόχορτο στα ποίμνιά τους, ότι αυτοί είναι υπεράνω όλων και « . . . ουκ έστιν έτερος πλην εμού.» Ότι είναι αλάνθαστοι πάπες, οι ουρανοκατέβατοι φωστήρες, οι θεόθεν πεμφθέντες. Αυτοί θα ταραχθούν και θα ωχριάσουν και θα τρίξουν οδόντες όχι από συντριβή και μεταμέλεια. Κι αυτοί θα σπαράξουν, όχι για το μέγεθος της ανομίας τους, αλλά απ’ το μέγεθος της ανάλγητης απανθρωπιάς τους και της ξέσκεπης αδιαντροπιάς τους που βλέπουν να θίγεται. Αυτοί θα βροντήξουν μαγκούρες κι αυτοί θα ξεστομίσουν απειλές και φαμφάρες και ύβρεις. Άλλωστε, αυτοί υβρίζουν. Και υβρίζουν πολύ. Και υβρίζουν τους πάντες, όπως δημόσια δήλωσαν και δημόσια και πανηγυρικά έπραξαν, χωρίς φρένο και συγκρατημό, χωρίς καν να ερυθριάσουν, χωρίς να σκεφτούν το Θεό και τον άνθρωπο.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους υβριστές μας λέμε: «μη ταρασέσθω υμών η καρδία». Γιατί η καρδιά τους δεν είναι για να ταράσσεται. Δεν είναι για να ενοχλείται απ’ την οδύνη και την ταλαιπωρία των κοινών θνητών, του λαού. Είναι, για να δημιουργεί ταλαιπωρία και οδύνη στο λαό. Είναι, για να σοφίζεται επιβουλές και επικρατήσεις, πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες. Είναι, για να δημιουργεί φατρίες και φαύλους κύκλους. Είναι, για να διαιρεί και να βασιλεύει. Είναι, για να συγκεντρώνει με τη βία τίτλους και να αποκτά άψυχα κτήματα, μια και δεν μπορεί να επικεντρώνει με την αγάπη τις καρδιές και να κατακτά με το παράδειγμα τις ψυχές των ανθρώπων.
Αλλά, τι μάθημα αγάπης και τι παράδειγμα καλοσύνης να μας δώσουν οι καταπατητές των αρετών, οι δήθεν ταγμένοι να έχουν το προβάδισμα στις αρετές, οι επιμένοντες, όμως, στο να τους δίνεται το προβάδισμα στις γιορτές και στα πανηγύρια; Με τι στόμα και τι χείλη θα προφέρουν λέξεις αγάπης και ανθρωπιάς οι αλληλομισούμενοι πρωτοκληρικοί, λέξεις που είναι βαριές κι ασήκωτες και άγνωστες σ’ αυτούς; Τι να μας πουν οι κατ’ όνομα μόνο πρωτοχριστιανοί, που αγνοούν το Χριστό και πώς να μας γίνουν παράδειγμα, όταν οι ίδιοι οι «δάσκαλοί» μας αλληλοϋβρίζονται δημόσια και αλληλοκοσμούνται με αδιανόητα, τρομερά και φρικτά για τον κοινό νου επίθετα, αχαλίνωτα και αδιάντροπα μπροστά μας και πίσω μας και παντού; Κι ενώ κάνουν το δάσκαλο, αν τους θυμίσει κανείς το «δάσκαλε που δίδασκες . . .»: Κι αν άλλοι κάποτε μας ρωτήσουν να τους πούμε το δάσκαλό μας, για να μας πουν ποιοι είμαστε;
Ίσως, όμως, οι υποτιθέμενοι σημερινοί δάσκαλοί μας να μην έχουν και απόλυτο άδικο για τα ελαττώματα και τις ατέλειές τους κι ούτε να είναι όλο το κρίμα δικό τους. Έχουν κι αυτοί άλλους δάσκαλους, που, όσον αφορά την αγάπη, τη συντριβή, την ταπείνωση, τη χριστιανοσύνη γενικά, έπραξαν ανάλογα με την ψυχή τους και τις ακόραστες επιδιώξεις τους. Με αποτέλεσμα, να μας αφήσουν σαν απόδειξη των αρετών και της αγάπης τους μακροσκελείς λίστες αλληλοαναθεματισμών και ατέλειωτους καταλόγους αλληλοαφορισμών, φρικωδών φράσεων και ορμαθούς από ύβρεις, κατάρες και ακατονόμαστες εκφράσεις. Γέμισαν την ιστορία οι «σοφοί δάσκαλοι» με σελίδες και σελίδες από ντροπή, οδύνη και αίσχος και κηλίδωσαν το γόητρο, τη φήμη και το όνομα ενός Έθνους, μιας φυλής και μιας Πίστης με τις ραδιουργίες τους, την απληστία τους, τα καπρίτσια τους και την ισχυρογνωμοσύνη τους.
«Μη, λοιπόν, ταρασσέσθω υμών η καρδιά».
Διότι ταράχτηκε απ’ την αντίσταση των Βυζαντινών η καρδιά του Γεννάδιου και με τη συμβολή και των αργόσχολων χιλιάδων καλογήρων παρέδωσε την Πόλη στο Μωάμεθ.
Ταράχθηκαν οι καλόγεροι της Μονής των Βλατάδων με την αντίσταση των Θεσσαλονικέων κατά των Τούρκων και παρέδωσαν την πόλη του Θερμαϊκού στο Μουράτ το Β’, υποδεικνύοντάς του  τον τρόπο για να το καταφέρει.
Ταράχθηκε με τον ξεσηκωμό του Έθνους για λευτεριά η καρδιά του Γρηγόριου του Ε’ κι αφόρισε τρεις φορές των Άγια των Ελλήνων επανάσταση της εθνεγερσίας τους, υπογράφοντας αφορισμό «εν χορώ» με τους άλλους ιεράρχες πάνω στην Άγια Τράπεζα.
Ταράχθηκε ο Άνθιμος ο Στ’ σαν έμαθε τον ξεσηκωμό των Ηπειροθεσσαλών κι αφόρισε την επανάστασή τους και τους διέταξε να ψάλουν δεήσεις στις εκκλησίες τους υπέρ της νίκης των τουρκικών όπλων, που έσφαζαν τους ίδιους και τους αδερφούς τους.
Ταράχθηκε με την αντίσταση των Κρητικών ο Λάμπης και Σφακίων Παΐσιος και πρόδωσε το ηρωικό Αρκάδι στους Τούρκους, μεταβάλλοντας το μοναστήρι σ’ αποκαΐδια και στάχτες και γεμίζοντας τα ερείπιά του με κρανία και κόκαλα γυναικοπαίδων και αγωνιστών, που οι βουβές κραυγές και τ’ αναθέματά τους θα αντιβουίζουν αιώνια στους γύρω λόφους και στον κόσμο ολόκληρο και θα θυμίζουν στις γενιές που θά ‘ρχονται στους αιώνες των αιώνων τα έργα του Παΐσιου εκείνου και τα έργα του κάθε Παΐσιου.
Ταράχθηκαν οι Θεόκλητος Αθηνών και Άνθιμος Αττικής απ’ τα δημοκρατικά αισθήματα των Ελλήνων και συνέβαλαν στην παράδοση του θρυλικού οχυρού Ρούπελ στους Βουλγάρους και του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς.
Ταράχθηκε κι ο Σπυρίδωνας Ιωαννίνων απ’ την αντίσταση του ελληνικού στρατού του 1940 και πρωτοστάτησε στην παράδοση της στρατιάς Μακεδονίας στους Γερμανούς.
Ταράχθηκε . . . Ταράχθηκε . . . Αλλά και τι να πρωτοαναφέρουμε και πού να σταματήσουμε;
Αλλά και η απάθειά τους πάλι συμφορές εγκυμονεί για μας και πάλι συμφορές εκσφενδονίζει εναντίον μας.
Δεν ταράχθηκε με τις επικλήσεις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ο τότε Πατριάρχης Ιωσήφ και οι περί αυτόν, για την παραχώρηση εκκλησιαστικής γης, για εγκατάσταση στρατού στο χώρο της Σηλυμβρίας και η αμυντική ικανότητα του Βυζαντίου κλονίστηκε ανεπανόρθωτα.
Δεν ταράχθηκε από το θάνατο του Γρηγορίου του Ε’ ο Πισιδίας Ευγένιος κι ο σουλτάνος τον έκανε πατριάρχη.
Δεν ταράχθηκε απ’ τις κραυγές απελπισίας του λιμοκτονούντα ελληνικού λαού τον καιρό της κατοχής ο Δαμασκηνός Αθηνών κι άφησε χιλιάδες χρυσές λίρες προσωπική περιουσία, όταν πέθανε.
Δεν ταράχθηκε απ’ τις επικλήσεις τις δικές μας ο Ιεζεκιήλ Αυστραλίας και καταρράκωσε το ελληνικό όνομα στα αυστραλέζικα δικαστήρια και στην εδώ κοινωνία.
Δεν ταράχθηκε στις απειλές του Στυλιανού ο Κουρτέσης και γίναμε θέατρο. Και γιορτάζουμε τις Εθνικές μας γιορτές κάτω από ανασκουμπωμένα φαρδιά μανίκια και κάτω από σειώμενες δεσποτικές μαγκούρες, φυλαγόμενοι κι εμείς κι οι ξένοι, μη μας πάρει καμιά αδέσποτη.
Χρόνια και αιώνες προσπαθούμε να ξεπλύνουμε τις κηλίδες αυτές της «ταραχής» ή της «απάθειας» των «δασκάλων» μας, των ανθρώπων που τολμούν καμιά φορά να αυτοπροβληθούν και σαν Εθνάρχες, φορώντας από μόνοι τους και χωρίς να ρωτήσουν κανένα βαριούς κι ασήκωτους τίτλους, να τις καλύψουμε κάπως, να τις κουκουλώσουμε, έστω όπως-όπως, σε κάποιο περιθώριο με κάποιο τρόπο. Δεν καλύπτονται, όμως, τα ακάλυπτα. Δεν σβύνουν και δεν εξαφανίζονται τα ανεξίτηλα. Οι δημιουργοί τους φρόντισαν να τα φτιάξουν με αξεθώριαστο και μπόλικο μελάνι κι αντί φωτός μας γέμισαν σκότος κι αντί αγάπης μας δίδαξαν μίσος κι αντί ομόνοιας μας διαίρεσαν και μας έκαναν χίλια κομμάτια. Κι αφόρισαν τους Μεγάλους Διδασκάλους του Γένους. Αφόρισαν τους Μεγάλους Αγωνιστές της Φυλής. Αφόρισαν τα Μεγάλα Πνεύματα του Ελληνισμού. Μας αφόρισαν και μας μελάνωσαν και μας ταπείνωσαν στο πέρασμα των χρόνων πολύπλευρα και χιαστί όλους. Μας αποκάλεσαν άθεους οι αγνοούντες τον Θεόν. Μας κόλλησαν χαρακτηρισμούς κι επίθετα και συμφορές, εύκολες λύσεις για τους «πρωτοχριστιανούς, τους σκεπτόμενους αντιχριστιανικά.
Δεν καθαρίζουμε απ’ τα παλιά ανομήματα των προκατόχων τους, γι’ αυτό και δεν αντέχουμε καινούργια απ’ τους ομοίους τους. Αυτοί λένε και απαιτούν και φοβερίζουν. Εμείς, όμως, τι κάνουμε; Σχηματίζουμε υποεπιτροπές για να μελετήσουν το θέμα . . . Και ο πιο εύσχημος τρόπος για να εγκαταλείψουμε ένα θέμα είναι να αναθέσουμε τη μελέτη του σε μια υποεπιτροπή.
Αφού οι καπεταναίοι μας δεν καλοβλέπουν ή δεν θέλουν να δουν τον ύφαλο, ας πάρουμε εμείς, «το πλήρωμα», ο λαός, η μάζα, που έχτισε με τους κόπους της και συντηρεί με τον οβολό της τις εκκλησίες, την υπόθεση στα χέρια μας. Αν έχουμε αγωνιστικότητα και αν δεν θέλουμε ξένα αφεντικά κι αυτόκλητους εθνάρχες, υπάρχουν τρόποι αντίδρασης πολλοί κι αποτελεσματικότατοι. Τρόποι που μπορούν αμέσως κι εύκολα να βάλουν τον καθένα στον πάγκο του. Τώρα είναι η ώρα και μη δειλιάτω, λοιπόν, κανενός η καρδία.
Και πρώτα-πρώτα, ας πάρουν τις πένες τους οι γραμματισμένοι μας και οι λόγιοι της παροικίας μας, που αρκούνται στο να τα λένε μόνο ψιθυριστά  και κατιδίαν (κι έχουμε ευτυχώς πάρα πολλούς απ’ αυτούς) και χωρίς περιστροφές και προσχήματα, χωρίς συγκαλύψεις και υπονοούμενα, ας βροντοφωνάξουν την αλήθεια κι ας διαφωτίσουν το λαό. Ας γράψουν ένας-ένας κι όλοι μαζί κι ας πούμε επιτέλους τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Αλλιώς, ας σκύψουμε το κεφάλι για να μας σφάξει ο αγάς να αγιάσουμε.

No comments:

Post a Comment