Thursday, May 5, 2011

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ


Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

 ‘’Ο. Β.’’ . . . . .1984

Ο Έλληνας του Εξωτερικού έχει συνηθίσει σε διαφορετικό τρόπο ζωής. Έχει μάθει να φέρεται διαφορετικά και να του φέρονται διαφορετικά. Συνήθισε στον τρόπο ζωής προηγμένων κοινωνιών. Έμαθε να υπακούει σε νόμους που αντιμετωπίζουν τη ζωή καταπρόσωπο και την ρυθμίζουν ουσιαστικά και με σύστημα. Ξέμαθε πια απ’ τα μπαλώματα και τα ημίμετρα. Αισθάνεται τις υποχρεώσεις του προς την κοινωνία και ταυτόχρονα γνωρίζει τι ακριβώς ζητάει κι αυτός με τη σειρά του απ’ αυτήν.
Έμαθε να είναι συγκεκριμένος και υπεύθυνος προς το Κράτος και να ζητάει συγκεκριμένη και υπεύθυνη εξυπηρέτηση απ’ αυτό. Την εξυπηρέτηση απ’ την Πολιτεία δεν την επαιτεί αλλά την απαιτεί. Όταν ζητάει τη συνδρομή της Πολιτείας δεν υποβάλλει κλαψιάρικη αίτηση, αλλά διατυπώνει συγκεκριμένη, νόμιμη αξίωση. Το ‘’φέρε μας τόσα χαρτόσημα των τόσων δραχμών’’ ή ‘’αγόρασε μια υπεύθυνη δήλωση απ’ το περίπτερο’’ και ‘’πέρασε αύριο’’, του είναι άγνωστα. Γι’ αυτό και, όταν πατήσει στο χώμα της Πατρίδας του, που τόσο το νοσταλγούσε, παγώνει απότομα. Τα όνειρά του νεκρώνονται. Οι λαχτάρες του, χωρίς να το θέλει, σβήνουν. Η φλογερή επιθυμία του γυρισμού, που ως τώρα συντάραζε την ψυχή του, σκεπάζεται από κρύα απογοήτευση. Ο ήλιος, ο ουρανός, ο αέρας της Πατρίδας του . . . όλα καλά και όπως τα ονειρεύονταν. Τα άλλα όμως; . . . Όλα ακατανόητα. Παρατημένα, ακατάστατα, οπισθοδρομημένα. Προχειρότητες, καιροσκοπισμοί, πολιτικαντισμοί, απρογραμματισμοί, μπαλώματα. Το πιο απλό και εύκολο είναι συνήθως ακατόρθωτο και το πιο μπερδεμένο και δύσκολο τακτοποιείται σχεδόν αμέσως. Κι ύστερα, η νοοτροπία των πάντων! Παντού ατομικισμός, εγωισμός και προπαντός άγνοια και κομφιούζιο.
Είναι λυπηρό να τα λέει κανείς αυτά και να κατακρίνει τον εαυτό του, αλλά ως πότε θα σιωπούμε και θα αυτοκολακευόμαστε; Θα πρέπει κάποτε να πάρουμε θάρρος και να πούμε στους εαυτούς μας την αλήθεια, όσο πικρή και αν είναι.Να την δούμε γυμνή, όσο άσχημη και αποτροπιαστική και αν μας φαίνεται και να την αντιμετωπίσουμε τέτοια που είναι.
Για μια απλούστατη υπόθεση, που κάπου αλλού στην ξενιτιά θα τακτοποιόταν ίσως με ένα τηλεφώνημα, εδώ στην Πατρίδα μπορεί να γυρίζει κανείς από υπηρεσία σε υπηρεσία και από πόρτα σε πόρτα για μέρες και μήνες και καμιά φορά και χρόνια, διαγράφοντας ασταμάτητα ατέλιεωτους φαύλους κύκλους.
Και για μια συγκεκριμένη περίπτωση:
Οικογένεια συμπατριωτών μας απ’ τη Μελβούρνη της Αυστραλίας (άντρας, γυναίκα και δυο παιδιά) ήρθαν για διακοπές στην Ελλάδα. Επειδή, κατά τους ισχύοντες εδώ νόμους, έπρεπε, μετά την πάροδο τριών μηνών παραμονής στην Ελλάδα, να ζητήσουν απ’ την Υπηρεσία Αλλοδαπών παράταση της διαμονής τους στην Πατρίδα τους, επισκέφτηκαν τον αστυνομικό σταθμό του χωριού τους και ζήτησαν τη σχετική ανανέωση. Ο αστυνόμος τους υπέδειξε να πάνε κατευθείαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, πράγμα το οποίο και έκαναν οι φίλοι μας την άλλη μέρα. Η υπάλληλος Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, όμως, του έστειλε στο τμήμα Αλλοδαπών Κατερίνης, γιατί εκεί τους είπε υπάγεται το χωριό τους. Πήγαν στην Κατερίνη και απευθύνθηκαν στη Διοίκηση Χωροφυλακής Πιερίας, αναζητώντας την αρμόδια υπηρεσία για την περίπτωσή τους. Οι εκεί αστυνομικοί τους υπέδειξαν κάποιο γραφείο, στο 2ο νομίζω πάτωμα της Διοίκησης. Πράγματι, κάποια γυναίκα υπάλληλος (κυρία η δεσποινίδα) δέχτηκε την οικογένεια, λέγοντας πως το γραφείο της ήταν αρμόδιο για την τακτοποίησή τους και ζήτησε να της φέρουν από τέσσερις φωτογραφρίες ο καθένας και από μερικά χαρτόσημα, άλλα των 10 και άλλα των 40 δραχμών (διαφορά δεν κάνει), κάπου 1000 και πλέον δραχμές συνολικά. Ευχαρίστησαν οι φίλοι μας και έφυγαν για να επιστρέψουν σε λίγο με τις φωτογραφίες και τα χαρτόσημα. Τότε, όμως, η υπάλληλος άλλαξε γνώμη και ζήτησε από πέντε φωτογραφίες για τον καθένα, επιμένοντας ότι και αρχικά τους είπε να φέρουν από 5 και όχι από 4 φωτογραφίες, ενώ και τα τέσσερα άτομα της οικογένειας άκουσαν καθαρά πως ζήτησε από 4 φωτογραφίες. Άλλωστε, τι συμφέρον είχαν, αν σκόπιμα εξοικονομούσαναπό μια φωτογραφία ο καθένας; Βέβαια, φαίνεται καθαρά ότι επρόκειτο περί λάθους της υπαλλήλου, η οποία με κανένα τρόπο δεν ήθελε να το παραδεχτεί, παρ’ ότι η συμπεριφορά των φίλων μας της έδινε όλο το απαιτούμενο έδαφος να υποχωρήσει στην αδικαιολόγητη επιμονή της, χωρίς να θιγεί η αξιοπρέπειά της, (διάβαζε ο εγωισμός της). Για κάποια στιγμή ο τόνος της φωνής αμφοτέρων των μερών υψώθηκε κάπως περισσότερο και κάποιος κύριος της αστυνομίας που άκουσε το διάλογο από ένα διπλανό γραφείο, επενέβη στο φίλο μας και του είπε, ‘’πάψε γιατί θα σε κλείσω μέσα’’. Βέβαια, αυτά τα λόγια ίσως να έχουν κάποια απήχηση στον Έλληνα του Ελλαδικού χώρου. Δεν έχουν, όμως, καμιά σοβαρότητα στα αφτιά του Έλληνα που ζει στο Εξωτερικό.
Τελικά, οι φίλοι μας έφεραν και την 5η φωτογραφία αλλά τώρα η υπάλληλος βρήκε ότι το γραφείο της ήταν αναρμόδιο για την περίπτωσή τους καιτους είπε να αποτανθούν σε κάποιο άλλο γραφείο στο ισόγειο του κτιρίου.
Με τα διαβατήρια, χαρτόσημα, φωτογραφίες κλπ. στα χέρια η οικογένεια έφτασε στο παρακάτω γραφείο και αφού κι εκεί άρχισε και πάλι απ’ την αρχή το ‘’πού εγεννήθης και πού κατοικείς’’, ο υπάλληλος βρήκε, ότι κακώς οι ξένοι μας ήρθαν να τακτοποιήσουν την παραμονή τους στην Κατερίνη. Το χωριό τους υπάγεται στο Αιγίνιο και θα πρέπει να απευθυνθούν εκεί. Έτσι, η ταλαίπωρη οικογένεια τα μάζεψε για το Αιγίνιο. Ο εκεί αστυνομικός, μόλις του είπαν ότι είναι κάτοικοι του Εξωτερικού και θέλουν να ανανεώσουν την παραμονή τους, τους είπε αμέσως, (χωρίς να ξέρει όλα τα προηγούμενα): ‘’Δεν πηγαίνετε κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη να εξυπηρετηθείτε αμέσως; Εγώ θα πάρω απλώς τα στοιχεία σας κλπ. και θα τα στείλω στην Υπηρεσία Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης. Θα μεσολαβήσουν, όπως καταλαβαίνετε, ταχυδρομεία κλπ. και θα καθυστερήσετε περισσότερο’’. Κι ήταν έτοιμος να επιμείνει στην άποψή του και να τους στείλει στη Θεσσαλονίκη. Όταν άκουσε την ιστορία τους δεν είπε τίποτα. Έσκυψε στο χαρτί που είχε μπροστά του και άρχισε να γράφει.
Αυτά για τους αρμόδιους στην Ελλάδα και για τους Έλληνες του Εξωτερικού.


Ο οδηγός συνελήφθη
‘’Ο. Β.’’ . . . . . 1984

‘’Ο οδηγός συνελήφθη’’. Έτσι συνήθως τελειώνουν όλα τα ρεπορτάζ τροχαίων δυστυχημάτων στις ελληνικές εφημερίδες. Κι αναρωτιέται ο αναγνώστης. Μα καλά, όλοι οι οδηγοί που, κακή τη μοίρα, συνέπεσε να βρεθούν μπλεγμένοι σε κάποιο τροχαίο ατύχημα είναι οπωσδήποτε ένοχοι; Και μάλιστα, όλοι τους είναι τόσο ένοχοι, ώστε να συλλαμβάνονται κι όλας; Κανείς ποτέ δεν είχε δίκιο; Δεν έτυχε καμιά φορά κάποιος οδηγός να μην είναι καθόλου υπεύθυνος για ό,τι συνέβη; Δεν συνέπεσε ποτέ να φταίει ένας πεζός, για παράδειγμα, ή ένας μοτοσικλετιστής ή ένας ποδηλάτης;
Κι όμως, πάντοτε, ‘’ο οδηγός συνελήφθη’’.
Δεν υπεραμύνομαι των οδηγών. Μάλλον θα είχα πάρα πολλά να πω και γι’ αυτούς. Και τους το υπόσχομαι, πως γρήγορα θά ρθει και η σειρά η δική τους. Εκείνο που φαίνεται κάπως περίεργο είναι, γιατί πάντοτε ο οδηγός συλλαμβάνεται.
Βλέπουμε ακόμα και μηχανοδηγούς τρένων να συλλαμβάνονται, γιατί χτύπησαν κάποιο αυτοκίνητο που βρέθηκε πάνω στις σιδηροτροχιές.
Βέβαια, ο κάθε άνθρωπος λυπάται ειλικρινά για κάθε ατύχημα και πιο πολύ όταν τυχαίνει να χάνονται σ’ αυτό και ζωές. Αλλά εδώ αναφερόμαστε καθαρά αντικειμενικά και χωρίς συναισθηματισμούς στα αίτια και στους υπεύθυνους.
Οι κανόνες κυκλοφορίας δεν καθορίζουν ρητά την προτεραιότητα των οχημάτων;
Αφού το τρένο έχει πάντοτε προτεραιότητα, γιατί βγάζουμε φταίχτη τον οδηγό του και μάλιστα τον συλλαμβάνουμε; Μήπως, γιατί δεν έδωσε δρόμο στο αυτοκίνητο που βρέθηκε μπροστά του ή μήπως, γιατί δεν λοξοδρόμησε έγκαιρα για να αποφύγει τη σύγκρουση;
Αλλά κι όταν ακόμα ένα ποδήλατο ή μια μοτοσικλέτα, λόγω παντελούς έλειψης φανών, γίνουν αιτία σύγκρουσης μ’ ένα αυτοκίνητο, πάλι διαβάζουμε στις εφημερίδες ‘’ο οδηγός συνελήφθη’’.
Ο οδηγός να συλληφθεί, όταν, από δική του υπαιτιότητα, προξενήθηκε το ατύχημα.
Πώς να δει ο οδηγός μέσα στη νύχτα ένα ποδήλατο, σκουριασμένο και κατάμαυρο, χωρίς φώτα, χωρίς αντανακλαστικά και χωρίς κάποιο υποτυπώδες χρώμα, που έστω και αμυδρά να διακρίνεται στο σκοτάδι; Και πώς να διακρίνει κανείς μέσα στη νύχτα και να αποφύγει μια μοτοσικλέτα που δεν έχει ούτε ένα φως, που αλλάζει γραμμές και κατευθύνσεις χωρίς φλας και που δεν έχει στο πίσω μέρος της ούτε και κάτι πρόχειρο για να φωσφορίζει ή να αντανακλά έστω τα φώτα του αυτοκινήτου;
Αλήθεια, δεν ισχύουν εδώ κανονισμοί για τις μοτοσικλέτες και τα ποδήλατα; Δεν υπάρχουν διατάξεις που να αφορούν τα φώτα, τα φρένα, την ταχύτητα, το θόρυβο, τα καυσαέρια και γενικά να προβλέπουν τον απαραίτητο ‘’εξοπλισμό’’ των διτρόχων αυτών και να ρυθμίζουν την κυκλοφορία τους;
Αν ισχύουν κανονισμοί και υπάρχουν διατάξεις, πώς κυκλοφορούν τα τροχοφόρα αυτά έτσι ελεύθερα κι ασύδοτα, χωρίς φλας και δίχως φώτα, σε πολυσύχναστους μάλιστα δρόμους, ξεκουφαίνοντας τους πάντες και αναστατώνοντας τα πάντα;
Είδατε πόσες μοτοσικλέτες και πόσα ποδήλατα (σχεδόν όλα) δεν σταματούν καθόλου στα κόκκινα φώτα, αλλά συνεχίζουν ανενόχλητα το δρόμο τους, σα να μην συμβαίνει τίποτα;
Γιατί τάχα να συλλαμβάνεται πάντα ο οδηγός του αυτοκινήτου και να μην ευθύνεται ο πραγματικός παραβάτης; Γιατί δεν ζητείται από κανένα η αυστηρή εφαρμογή των κανονισμών κυκλοφορίας και δεν απαιτείται από όλους η, εντός των ορίων του νόμου, παραδειγματική τιμωρία των ποδηλατιστών και μοτοσικλετιστών, που δεν συμμορφώνονται με τους κανονισμούς;
Αν οι αρμόδιοι για την κυκλοφορία τροχονόμοι αναγκάσουν τον κάθε οδηγό τροχοφόρου και τον κάθε πεζό να αναλάβει τις ευθύνες του, τότε και η κυκλοφορία θα ανακουφιστεί και τα δυστυχήματα θα λιγοστέψουν.
Ή μήπως, αν εφαρμοστεί σωστά και στην ολότητά του ο νόμος της οδικής κυκλοφορίας, υπάρχει φόβος να βρεθούν κι εδώ ορισμένοι και να πουν πως φταίει και πάλι κάποιο κόμμα που τους . . . κατατρέχει.;
Αλλά κι ως πότε η ανόητη πολιτικολογία λίγων κακομαθημένων θα γίνεται τροχοπέδη στην ανοδική πορεία και στην αρμονική συμβίωση μιας ολόκληρης κοινωνίας;
Στο κάτω-κάτω, ας ρυθμιστεί σωστά και με αυστηρότητα η κυκλοφορία στους δρόμους κι ας παν να λένε οι αδιόρθωτοι ότι θέλουν. Θα διορθωθούν κι αυτοί κάποτε. Και γρήγορα μάλιστα, όταν αρχίσει και πέφτει αυστηρός κι αμείλικτος ο καταπέλτης της Τροχαίας.
Οι αεροβατούντες ατίθασοι, την πρώτη βδομάδα θα χάσουν τον τουπέ τους. Τη δεύτερη θα προσγειωθούν και την τρίτη θα ζαρώσουν και θα συμμορφωθούν. Θα καταλάβουν τότε πού βρίσκονται και θα δουν ότι υπάρχουν κι άλλοι σε τούτη την κοινωνία. Δεν είναι μόνοι τους κι ούτε έχουν προνόμιό τους την παρανομία.
Θα διαπιστώσουν ότι υπάρχουν νόμοι ζωντανοί και εφαρμόζονται.
Θα παρακαλούσα το τμήμα Τροχαίας της Δ/σης Χωρ/κής Πιερίας να δημοσιεύσει πίνακα τροχαίων παραβάσεων του περασμένου μήνα, που έχουν σχέση με τα φώτα των διτρόχων, σημειώνοντας, αν είναι δυνατόν, χωριστά τις μοτοσικλέτες και χωριστά τα ποδήλατα. Βέβαια, δε θα είχαμε καμιά αντίρρηση να δούμε δημοσιευμένη και ονομαστική κατάσταση των παραβατών με το είδος της παράβασης του καθενός και με τις ποινές και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στον καθένα.
Είναι, άραγε, τόσο φτηνή η ζωή στην Ελλάδα και στοιχίζει λιγότερο από ένα σωστό φως κι ένα κανονικό κράνος; . . .


ΤΟ  ΔΙΟ
Γρήγορα θα ξαναβρεί τις ρίζες του
‘’Ο. Β.’’ . . . .

Είναι πραγματικά σπουδαίο πράγμαι να βλέπει κανείς τους κατοίκους ενός χωριού να συζητούν τα προβλήματά τους με τη διοίκηση, καθισμένοι όλοι γύρω στο ίδιο τραπέζι, άρχοντες και αρχόμενοι. Κι είναι σημαντικό το γεγονός να χαράσσονται προοπτικές, να καταστρώνονται σχέδια και να μπαίνουν στόχοι ευρύτερου ενδιαφέροντος με την πειθώ και την κοινή συναίνεση παρά με το ‘’αποφασίζουμε και διατάσσουμε’’.
Μια τέτοια κοινή συζήτηση έγινε προχθές στη Νομαρχία, μεταξύ μιας πλειάδας κατοίκων του Δίου και ορισμένων φορέων της διοίκησης, ύστερα από πρωτοβουλία της κας Νομάρχη.
Σκοπός της καθ’ όλα αξιέπαινης αυτής προσπάθειας ήταν, να μπει κάποιο ξεκίνημα στην αναμόρφωση του αρχαιότατου και σπουδαίου για την περιοχή μας οικισμού του Δίου, ο οποίος δυστυχώς, με την πάροδο των χρόνων, την άγνοια των κατοίκων και τις κατά καιρούς επιδράσεις διαφόρων καταστάσεων, πάει να χάσει την πατρότητά του, να ξεκόψει απ’ τις ρίζες του και να ξεχάσει την ιστορική του κληρονομιά.
Τα σπίτια του χωριού, οι δρόμοι και οι αυλές, θα πρέπει να ξαναβρούν το φυσικό τους χαρακτήρα, να δεθούν με το περιβάλλον, να διατηρήσουν το παραδοσιακό τους στυλ και να μην πνιγούν στο άχαρο αλουμίνιο και στο κρύο τσιμέντο, που ακράτητα καλπάζουν μανιασμένα και επιμένουν να σκεπάσουν και να αλλοιώσουν τα πάντα. Ολόκληρη η ζωή του Δίου πρέπει να ξαναμπεί όσο γίνεται πιο γρήγορα στον παραδοσιακό της ρυθμό και να ξανασυνδεθεί με τις ιστορικές της ρίζες. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και για την υπόλοιπη περιοχή της Πιερίας.
Αν η σύμπνοια που διαπιστώθηκε προχθές και το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε απ’ όλες τις πλευρές σ’ εκείνη τη συζήτηση διατηρηθούν ακμαίες και στο μέλλον, θα πραγματοποιηθούν όντως αξιόλογα έργα, που θα αλλάξουν κυριολεκτικά τη ζωή της περιοχής, θα βελτιώσουν αφάνταστα το βιοτικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό επίπεδο του τόπου και θα προβάλουν την πλούσια και αξιόλογη ιστορία μας, που επί τόσα χρόνια σκόπιμα και εσκεμμένα έχει αποσιωπηθεί.
Η κατανόηση των κατοίκων, μαζί με το ενδιαφέρον της διοίκησης, όπως εκδηλώθηκαν προχθές, δίνουν πραγματικά ζωηρές ελπίδες γρήγορης περισυλλογής, πραγματικής αναμόρφωσης και σωστής προβολής του ιστορικότατου Δίου, όχι μόνο στο Πανελλήνιο αλλά κι έξω απ’ τον ελλαδικό χώρο.
Έγινε μια καλή αρχή. Ας συνεχιστούν οι προσπάθειες, για να δούμε γρήγορα καλά και ευχάριστα αποτελέσματα.


ΛΑΪΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΜΑΣ
‘’Ο. Β.’’ . . . .
Οι λαϊκές συνελεύσεις, ένα πρωτόγνωρο στις μέρες μας μέσο λαϊκής συμμετοχής στη διοίκηση, είναι, βέβαια, καινούργιο κι άγνωστο ακόμα για τους σημερινούς Έλληνες, του ελλαδικού χώρου ιδιαίτερα, παλιό όμως και γνωστότατο για τους αρχαίους προγόνους μας.
Ο δημοκρατικός αυτός θεσμός κρατάει απ’ την αρχαία εποχή και θεσπίστηκε κι εφαρμόστηκε απ’ τους αρχαίους Έλληνες. Είναι η απλούστερη και ταυτόχρονα η σπουδαιότερη μορφή συμμετοχής του απλού κι ανώνυμου πολίτη στην καθημερινή διοίκηση.
Σε τέτοιες λαϊκές συνελεύσεις, οι αρχαίοι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες και όλες οι ελληνικές πόλεις εκείνης της εποχής, εξέλεγαν τους στρατηγούς τους, τους εφόρους και τους άρχοντές τους. Σε τέτοιες λαϊκές συνελεύσεις αποφάσιζαν μια εκστρατεία, έπαιρναν μέτρα άμυνας της πόλης τους ή συζητούσαν τους όρους κάποιας ειρήνης. Κι ακόμα, σε τέτοιες λαϊκές συνελεύσεις ψήφιζαν νόμους, αναδιοργάνωναν το κράτος τους, δίκαζαν τους προδότες και τους ένοχους κι απένεμαν δικαιοσύνη.
Δεν είναι, λοιπόν, κάτι το πρωτοφανές οι λαϊκές συνελεύσεις. Είναι παλιός, δημοκρατικότατος θεσμός, ο οποίος, όμως, παραμελήθηκε με την πάροδο του χρόνου, πολεμήθηκε απ’ τα απολυταρχικά πολιτεύματα και σκόπιμα απωθήθηκε στο περιθώριο, δυσφημίστηκε και παραγνωρίστηκε, για να δώσει τη θέση του στον αυταρχισμό και στην ολιγαρχία.
Ο θεσμός αυτός δεν θέλει τον πολίτη βουβό κι άβουλο συνθετικό μιας κάποιας πειθήνιας, άφωνης και αδρανούς μάζας. Τον θέλει ζωντανή οντότητα και μονάδα που να μετράει, με φωνή και συνείδηση. Με γνώμη και θέληση. Τον θέλει λογικό ον, που να μπορεί να κρίνει, να σκέπτεται και να συγκρίνει. Να ερευνά, να εξετάζει και να αποφασίζει. Τον θέλει άξιο, για να χαράζει ο ίδιος το δρόμο και την πορεία του και ταυτόχρονα ικανό για να αναλαμβάνει και τις ευθύνες και τα βάρη των αποφάσεών του.
Γι’ αυτό και οι λαϊκές συνελεύσεις σήμερα δεν πρέπει να έχουν το χαρακτήρα άφωνης κι άμορφης οχλοσυγκέντρωσης. Ούτε πρέπει στις συγκεντρώσεις αυτές, όπου θα συζητήσουμε τα προβλήματά μας σαν κοινωνικό σύνολο και θα αναζητήσουμε τις πιο καλές για το σύνολό μας λύσεις τους, να ερχόμαστε προκατειλημμένοι και σαν απρόσωπος όγκος, πίσω απ’ το πρόσωπο κάποιου κομματαρχίσκου ή κάποιου ψευτοαρχηγού. Και ούτε θα πρέπει ο μικροκομματισμός και οι διάφορες φατριαστικές παντιέρες να προκαθορίζουν τα όρια των σκέψεών μας και να ρυθμίζουν τη στάση και τη γνώμη μας.
Αντίθετα. Η γνώση, η σύνεση και η λογική θα πρέπει πάντοτε να πρυτανεύουν στις συζητήσεις μας και η κοινή ωφέλεια να σημαδεύει τις αποφάσεις μας.
Επίσης, ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να προσέξουμε προσερχόμενοι σε κάποια λαϊκή συνέλευση είναι το να κατανοήσουμε πλήρως το σκοπό και τους στόχους της. Πρέπει να συλλάβουμε το νόημα και τις επιδιώξεις της.
Συνήθως παίρνουμε μέρος σε κάποια κοινή σύσκεψη, όχι για να συμβάλουμε με την προσωπική μας συμμετοχή και να βοηθήσουμε με τις γνώμες και τις ιδέες μας στην προώθηση και επίλυση κάποιου προβλήματος που αφορά εμάς προσωπικά ή την κοινωνία γενικότερα στην οποία και μεις ζούμε, αλλά συγκεντρωνόμαστε για να απαιτήσουμε. Να κλαφτούμε, για να μας δώσουν. Να παραπονεθούμε, για να πάρουμε. Να κάνουμε τον κακόμοιρο, για να μας λυπηθούν. Δεν δηλώνουμε τι θα προσφέρουμε. Περιμένουμε να δηλώσουν άλλοι τι θα μας προσφέρουν. Δεν συμβάλλουμε και δεν βοηθάμε. Περιμένουμε να μας βοηθήσουν.
Κι αν κατορθώσουμε στη διάρκεια μιας συνέλευσης να ανατρέψουμε τους όρους κι αντί να δηλώσουμε τη συμπαράστασή μας υπογραμμίσουμε τις αξιώσεις μας και καταφέρουμε μάλιστα να αποσπάσουμε και κάποιες υποσχέσεις, τότε θεωρούμε τους εαυτούς μας νικητές. Νιώθουμε την παρουσία μας δικαιολογημένη και την προσπάθειά μας καλή και πετυχημένη. Αλλιώς, βλέπουμε τους εαυτούς νικημένους και αδικημένους. Ταπεινωμένους και παραμερισμένους. Έτοιμη λεία των δημαγωγών και των καταφερτζήδων. Κι αυτό, γιατί δυστυχώς βρεθήκαμε σε τούτη τη ζωή προκατασκευασμένα έρμαια άλλων, με μια κακή και φθοροποιό νοοτροπία, γεμάτη ατομικισμό και ιδιοτέλεια, η οποία και είναι η απαρχή κι ο μεγάλος συντελεστής της κάθε κακοδαιμονίας μας.
Μας δίνεται σήμερα μια ευκαιρία να δούμε, να πληροφορηθούμε, να μάθουμε και να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και ενέργειας. Να κατευθύνουμε οι ίδιοι τη ζωή μας και να ρυθμίσουμε τις τύχες μας.
Εμείς οι Πιερείς ας αρχίσουμε να το πράττουμε αυτό πρώτοι και από σήμερα.


ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ
‘’Ο. Β.’’ 18 . 3 . 84

Διαβάσαμε στις εφημερίδες προ καιρού (Ο.Β. 13/3/84), πως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας ασχολήθηκε προ ημερών με το θέμα της κοινωνικής και φιλανθρωπικής αποστολής της Εκκλησίας.
Μάλιστα, σε μια συνεδρίαση διαβάστηκε εισήγηση του Μητροπολίτη Ιερισσού Νικόδημου, στην οποία ο ιεράρχης αποδεικνύει ότι το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας αποτελεί επιταγή και υποχρέωση που απορρέει απ’ τη διδασκαλία του Χριστού.
Εκείνο που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και μας ξαφνιάζει είναι, ότι επί τόσον καιρό -τόσους και τόσους αιώνες- οι ιεράρχες δεν ήξεραν ότι η κοινωνική συμπαράσταση της Εκκλησίας και η φιλανθρωπία από μέρους της είναι έργο θεάρεστο και σύμφωνο με τη διδασκαλία του Χριστού;
Χρειάζονταν, λοιπόν, έγγραφη εισήγηση, ειδική μελέτη και ειδικότερη έρευνα και τεκμηρίωση για να το αποδείξει ο ένας και να το καταλάβουν οι πολλοί; Και έπρεπε να έρθει το 1984 και να εισηγηθεί ο άγιος Ιερισσού για να το παραδεχτεί, να το υιοθετήσει και να το αναγνωρίσει σαν επιβεβλημένο καθήκον του το ιερατείο;
Ύστερα απ’ αυτά αναρωτηθήκαμε με περιέργεια. Κατέβαλε, άραγε, μεγάλες προσπάθειες ο εισηγητής μητροπολίτης και ποία χωρία των Γραφών επικαλέστηκε, για να πείσει τους συναδέλφους του περί των απόψεών του;
Η εισήγηση αυτή, εκτός του ότι μας άφησε άναυδους, μας θύμισε και κάτι που συνέβη πρόσφατα στη Δυτική Εκκλησία. Ο σημερινός πάπας της Ρώμης Ιωάννης, μόλις πριν δύο χρόνια δικαίωσε τον καταδικασθέντα απ’ την Ιερά Εξέταση Γαλλιλαίο, ακυρώνοντας την ‘’άγια’’ πράξη της, με την οποία οι προκάτοχοί του τον είχαν αφορίσει, γιατί ο μεγάλος σοφός υποστήριζε τότε πως η γη γυρίζει. Έπρεπε δηλαδή και στην προηγμένη Δύση να περάσουν 400 χρόνια για να μάθει και η Εκκλησία και να πεισθεί, ότι πραγματικά η γη γυρίζει;
Εμείς πάντως τους φάγαμε. Βασικότατες αρχές του Χριστιανισμού τις παραδεχτήκαμε προχθές. Ύστερα από 1985 χρόνια! Κι ύστερα από αποδεικτική εισήγηση ενός φωτισμένου ιεράρχη.
Ας είναι, όμως κι έτσι. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της είδησης, ότι η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε τη συγκέντρωση στοιχείων γύρω απ’ τη θέση και τη δράση των Μητροπόλεων της χώρας σχετικά με το θέμα της ειρήνης, της αποπυρηνικοποίησης και της απομάκρυνσης της απειλής του πυρινικού ολέθρου, ας ευχηθούμε πως επιτέλους ήρθε η ώρα να δει και η Εκκλησία της Ελλάδας το σπουδαιότατο αυτό ζήτημα με μάτι που έπρεπε να το είχε δει πριν από πολύ καιρό.
Ως τώρα κρατούσε το κιάλι ανάποδα. Στο εξής ας το γυρίσει σωστά κι ας ρυθμίσει κανονικά κι όπως πρέπει τους φακούς στα μάτια της. Ή καλύτερα, ας σκύψει επάνω στο πρόβλημα, ας το δει από κοντά και με γυμνό και ανθρώπινο-χριστιανικό μάτι. Ας ανοίξει την καρδιά της στους κατατρεγμένους και στους πάσχοντες κι ας τους ανακουφίσει μ’ όποιον τρόπο μπορεί καλύτερα. Κι έχει αρκετούς τρόπους για να το κάνει. Όλοι δυνατοί και χριστιανικότατοι. Ας υψώσει το ανάστημά της στους σκληρόκαρδους ισχυρούς και στους απερίσκεπτους. Ας συνεφέρει τους πρώτους κι ας νουθετήσει τους δεύτερους. Ας πάρει πια δυναμική θέση στα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Τη θέση που πραγματικά της αρμόζει και που η αποστολή και το καθήκον της της το επιβάλλουν.
Ο αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπουρυ είναι επικεφαλής του ειρηνιστικού κινήματος της Αγγλίας και πρωτοστατεί σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις.
Ο αρχιεπίσκοπος του Σαλβαδόρ, παρ’ όλο πουη χώρα του είναι βουτηγμένη μέσα στη βία και στην  τρομοκρατία, ύψωσε θαρραλέα τη φωνή του, τη φωνή της συνείδησης και του καθήκοντος και ζήτησε απ’ τους δικτάτορες της χώρας του, να σταματήσουν το σφαγιασμό του άμοιρου λαού.
Οι ειρηνιστές Βουδιστές καλόγεροι, πριν λίγα χρόνια ξεκίνησαν σε μια πορεία ειρήνης απ’ το Θιβέτ και έφτασαν πεζή στο Λονδίνο, διασχίζοντας όλες τις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης. Πέρασαν κι από δω, απ’ την Αθήνα και πήραν μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις υπέρ της ειρήνης.
Μόνο η επίσημη ελληνική Εκκλησία έμεινε ως τώρα ουσιαστικά στο περιθώριο, αδρανής και αδιάφορη.
Μακάρι οι τελευταίες αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου να αποτελέσουν απαρχή μιας έντονης δραστηριότητας των ηγετών της Εκκλησίας μας και να γίνουν αφετηρία μιας ζωντανής συμμετοχής τους σε ζωτικής σημασίας ενέργειες και εκδηλώσεις, που θα έχουν σα στόχο τους την ειρήνη, την αγάπη και την ανθρωπιά μεταξύ των λαών.
Αρετές και αξίες, τις οποίες με τόσο πάθος κι επιμονή κήρυξε ο ίδιος ο Χριστός και για τις οποίες δεν δίστασε να υποστεί κι αυτό ακόμα το μαρτύριο του Σταυρού.
Το αργά είναι προτιμότερο απ’ το ποτέ.


ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ;
 ‘’Ο.Β.’’ 15 . 1 . ‘84

Το 1973, με την καθαίρεση απ’ το θρόνο και την αποπομπή από τη χώρα του βασιλιά Κωνσταντίνου και της οικογένειάς του, η τότε κυβέρνηση δέσμευσε κι ολόκληρη τη βασιλική περιουσία. Κινητή και ακίνητη. Μάλιστα, με το υπ’ αριθμ. 225/5.10.73 Νομοθετικό Διάταγμα ‘’Περί απαλλοτριώσεως ακινήτου και κινητής περιουσίας του τέως βασιλέως και μελών της βασιλικής οικογενείας’’, που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. 278 ΦΕΚ τεύχος Α’, συγκροτήθηκε και επιτροπή η οποία κατέγραψε το κάθε τι, ένα προς ένα, ό,τι βρέθηκε μέσα στα παλάτια, στα βασιλικά μέγαρα και στα κτήματα του άνακτα. Η λεπτομερής καταγραφή όλων των βασιλικών περιουσιακών στοιχείων αποτέλεσε μια μακροσκελέστατη -ατέλειωτη θα λέγαμε καλύτερα- κι αναλυτική κατάσταση που δημοσιεύτηκε κι αυτή στο παραπάνω υπ’ αριθμ. 278 ΦΕΚ και κάλυψε 152 πυκνογραμμένες σελίδες.
Αναρίθμητα είναι τα χρυσά, τα αργυρά και τα αδαμαντοστόλιστα αντικείμενα, καθώς και τα κάθε είδους έργα τέχνης που περιέχονται σ’ αυτή.
Εκατοντάδες ή και χιλιάδες τα κιλά των πολίτιμων μετάλλων, τα οποία διασκευασμένα σε πιάτα, δίσκους, μαχαιροπήρουνα, βάζα κι άλλα κάθε είδους διακοσμητικά ατικείμενα κάνουν την απογραφική κατάσταση εντυπωσιακή και βαρύτατη.
Εκατοντάδες οι σπάνιοι και πανάκριβοι πίνακες, κορνιζωμένοι μέσα σε χρυσά ή επίχρυσα ‘’πλαίσια’’. Ατέλειωτα μέτρα σπάνιων περσικών χαλιών. Χιλιάδες τα διάφορα αγάλματα, αγαλματίδια, μπιμπελό κι άλλα έργα τέχνης από πολύτιμα μέταλλα, ελεφαντόδοντο ή σπάνιους λίθους.
Χιλιάδες είναι επίσης και τα μπουκάλια των ποικιλώνυμων κι ονομαστών κρασιών, λικέρ, σαμπάνιας κι άλλων παλιών και σπάνιων ποτών που βρέθηκαν στα βασιλικά κελάρια.
Δε θα αναφερθούμε στα τρία παλάτια, στις 76 χιλιάδες στρέμματα και στα άλλα βασιλικά μέγαρα και μικροκτήματα.
Κατά το άρθρο 11 του παραπάνω Διατάγματος, τα ‘’απαλλοτριούμενα’’ κινητά πράγματα διατίθενται ως ακολούθως.
α) Εις το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο:
Άπαντα τα αρχαία αντικείμενα (γλυπτά, χαλκά, αγγεία, ειδώλια, νομίσματα), τα χρονολογούμενα από της προϊστορικής περιόδου μέχρι και της υστέρας ρωμαϊκής.
β) Εις το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών:
Οι εικόνες, οι σταυροί και τα Ευαγγέλια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.
γ) Εις το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης Κερκύρας:
Τα αντικείμενα σινοϊαπωνικής τέχνης.
δ) Εις την Εθνική Πινακοθήκη:
Άπαντες οι πίνακες ζωγραφικής.
ε) Εις την Βιβλιοθήκη της Βουλής:
Άπαντα τα βιβλία.
στ) Εις τα Γενικά Αρχεία του Κράτους:
Άπαντα τα χειρόγραφα (επίσημη αλληλογραφία).
ζ) Εις το Εθνολογικό Μουσείο:
Τα είδη οπλισμού, παράσημα και εκείνα εκ των επίπλων, ταπήτων, σκευών εξ αργύρου, χρυσού, πορσελάνης, κρυστάλλου και λοιπά διακοσμητικά αντικείμενα, τα έχοντα καλλιτεχνική και ιστορική σημασία.
Κανένα αντικείμενο –έργο τέχνης και ιστορικής σημασίας- απ’ τις τόσες χιλιάδες που συμπεριλαμβάνονται στη βασιλική περιουσία δεν παραδόθηκε ως τώρα, απ’ ότι γνωρίζω, σε κανένα απ’ τα παραπάνω Μουσεία ή Ιδρύματα, παρ’ ότι πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια.
Πού οφείλεται, άραγε, αυτή η ανωμαλία; Στην αδράνεια της υπεύθυνης για την ταξινόμηση και διάθεση της βασιλικής περιουσίας συγκροτηθείσας επιτροπής ή στην αδιαφορία των αρμοδίων Κρατικών Υπηρεσιών;
Υπάρχουν όλα αυτά τα πολύτιμα πράγματα σήμερα; Κι αν υπάρχουν πού βρίσκονται και ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για τη φύλαξή τους; Γιατί οι διάφοροι φορείς δεν ύψωσαν φωνή και δεν κινήθηκαν κι ούτε κινούνται αναλόγως; Ως πότε ο λαός θα αδιαφορεί, θα σιωπά και θα τα φορτώνει όλα στο ‘’δε βαριέσαι;’’




Η Κατερίνη στην τηλεόραση
‘’Ο. Β.’’ 26 Φεβρουαρίου 1984
Επιτέλους, ύστερα από πέντε ή έξι μήνες αναμονής, είδαμε και την Κατερίνη στην τηλεόραση σε πρόγραμμα της ΕΡΤ 1. Αρχικά, άσχετα από το τι είδαμε και πώς το είπε ο καθένας από τους «πνευματικούς μας δημιουργούς στην περιφέρεια», το τεχνικό μέρος της όλης υπόθεσης ήταν αποκαρδιωτικότατο και μάλλον αρνητικό για την πόλη μας.
Καμιά ανταπόκριση της εικόνας με την πραγματικότητα. Εκείνο που συνηθίζουν να λένε πως «ότι βλέπει ο φακός παίρνει», εδώ παραδόξως δεν ίσχυσε.
Παρ’ ότι ο καιρός ήταν θαυμάσιος, το φιλμ της ΕΡΤ, όπως το είδαμε, ήταν αχαρακτήριστο. Τι άραγε να συντέλεσε, ώστε τα πάντα να παρουσιάζονται στην οθόνη μελανά, σκούρα, καταθλιπτικά; Τι ήταν εκείνο, που, σε πείσμα του χαρούμενου και λαμπερού ήλιου, έκανε το φακό να δείξει μια πόλη, ένα πάρκο, μια θαυμάσια ύπαιθρο σκυθρωπή, παραμορφωμένη, αγνώριστη; Μήπως οι αλλεπάλληλοι καυγάδες μεταξύ των τεχνικών του συνεργείου της ΕΡΤ 1 έδιωξαν κάθε τεχνικότητα από πάνω τους ή μήπως τα απανωτά βρισίματά τους έκαναν το φακό να συρρικνωθεί, να κοκκινίσει απ’ τη ντροπή του και να μας δείξει τα πάντα σκοτεινά, μουντά και παραμορφωμένα;
Βέβαια, η παραποίηση των ονομάτων, τίτλων κλπ. έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Αλλά η παράλειψη σημαντικών ιστορικών δεδομένων κι άλλων στοιχειωδών σημείων απ’ όσα είπαν αυτοί τους οποίους παρουσίασε, είναι ένα αξιοπρόσεχτο και ουσιώδες σημείο. Γιατί, ή παρουσιάζουμε κάποιον, όχι για να του κάνουμε το χατήρι και να τον «προβάλλουμε» αλλά για να πούμε στο κοινό αυτός που είναι κι αυτό που πραγματικά δημιούργησε και πρόσφερε, ή δεν τον παρουσιάζουμε καθόλου. Δηλαδή, ή παρουσιάζουμε το υπάρχον πνευματικό μας κεφάλαιο στην πραγματικότητά του, διαθέτοντας στην ανάγκη κι ένα άλλο ημίωρο (όπως έγινε για άλλες πόλεις) ή δεν το παρουσιάζουμε καθόλου.
Η συντομία και η εξοικονόμηση χρόνου δεν πρέπει ποτέ να είναι σε βάρος του όλου σκοπού μας. Αντί να δείξουμε την Κατερίνη στους υπόλοιπους Έλληνες σκοτεινή κι άχαρη και να δημιουργούμε ανεπανόρθωτες εντυπώσεις σ’ όσους την είδαν στις οθόνες τους, είναι προτιμότερο να μην την δείξουμε καθόλου.
Σκοπός δεν είναι το να γεμίσουμε κάποιο φιλμ, γιατί μας είπαν να το γεμίσουμε. Σκοπός θα πρέπει να είναι το πως θα απεικονίσουμε καλύτερα με το φακό και πώς θα κοινολογήσουμε αντικειμενικότερα με την οθόνη μια πραγματικότητα. Όσο δε σύντομη και περιληπτική κι αν είναι μια τέτοια προσπάθειά μας, ποτέ δεν πρέπει να χάνει το στόχο της και προπαντός δεν πρέπει να πνίγεται αλλοιωμένη σε μια κακότεχνη μουντζούρα και να απολήγει σε πραγματική αποκαρδίωση.
Γιατί να ενεργούμε ακόμα έτσι αβασάνιστα κι ανεύθυνα σε υπεύθυνες αποστολές και σε περιπτώσεις μάλιστα που δεν επιδέχονται εκ των υστέρων επιδιωρθώσεις; Κι ως πότε όλα θα τα φορτώνουμε στο «δε βαριέσαι»;


Ο ΠΑΠΑΣ  ΚΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
‘’Ο.Β.’’ 11 Μαρτίου 1984
Είναι ορισμένα επαγγέλματα που ξεφεύγουν τα στενα όρια της καθημερινής βιοποριστικής απασχόλησης, παίρνουν γενικότερο χαρακτήρα, ξεπερνούν την καθημερινότητα και επεκτείνονται σ’ άλλους ευρύτερους κύκλους, επηρεάζοντας όλες σχεδόν  τις εκδηλώσεις της ζωής μιας κοινωνίας.
Κι όσο η κοινωνία αυτή είναι μικρότερη, τόσο πιο έντονη και πιο αισθητή είναι η επίδραση που ασκούν πάνω σ’ αυτή τα ξεχωριστά αυτά επαγγέλματα. Γι’ αυτό κι όσοι, για τον α ή β λόγο επέλεξαν μια τέτοια βιοποριστική απασχόληση, ξέφυγαν πια απ’ τα στενά και προκαθορισμένα περιθώρια του επαγγελματισμού και πέρασαν στα ευρύτερα όρια του λειτουργήματος και της κάποιας αποστολής.
Την πρώτη θέση ανάμεσα σ’ αυτά τα επαγγέλματα έχουν οι δάσκαλοι και οι παπάδες. Η επίδρασή τους μέσα στις μικροκοινωνίες στις οποίες τάχθηκαν να υπηρετήσουν είναι μεγάλη, γι’ αυτό και η άμεση και συνεχής παρουσία τους μέσα στο μικρό κοικωνικό κύκλο, του οποίου αποτελούν και το κέντρο, είναι απαραίτητη.
Η αποστολή του καλώς ευνοούμενου δάσκαλου και του καλώς ευνοούμενου παπά, ιδιαίτερα στα χωριά, δεν είναι μόνο η παρουσία του στην αίθουσα του Δημοτικού σχολείου κατά την ώρα του μαθήματος, ούτε συνίσταται στο τυπικό χτύπημα της καμπάνας και στο καθημερινό άνοιγμα της κρύας εκκλησίας του χωριού απ’ τις 8 ως τις 10 τις Κυριακές και τις γιορτές, για την τέλεση της λειτουργίας ή κάποιας άλλης τυπικά επιβεβλημένης ιεροτελεστίας.
Προορισμός τους είναι η αδιάκοπη και απρόσκοπτη διαβίωσή τους ανάμεσα στους κατοίκους. Η συνεχής συνύπαρξή τους μ’ αυτούς και το καθημερινό συμβάδισμα μαζί τους σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Και όχι μόνο αυτό. Έχουν και την ευθύνη και την υποχρέωση, αφ’ ενός μεν να πρωτοστατούν σε κάθε καλό, ωφέλιμο και ανώτερο για τη μικρή τους κοινωνία, αφ’ ετέρου δε να αποτρέπουν με τη λογική τους, τη σύνεσή τους και προπαντός το καλό τους παράδειγμα από κάθε κακό, βλαβερό κι επιζήμιο τους συγχωριανούς τους. Γι’ αυτό και η παρουσία τους στον τόπο της αποστολής τους και η δραστηριότητά τους πρέπει να είναι συνεχής, ζωντανή και παραδειγματική.
Οι δυο αυτοί κοινωνικοί εργάτες πρέπει να είναι ο πόλος έλξης και συνοχής των κατοίκων του χωριού τους και να αποτελούν το κέντρο και τον πυρήνα των κοινών προσπαθειών κι επιδιώξεων για άνοδο κοινωνική, βελτίωση επαγγελματική και εξέλιξη πνευματική των συνανθρώπων τους.
Η παρουσία τους ανάμεσα στους συγκατοίκους τους θα πρέπει να είναι ζωντανή, θετική, εποικοδομητική και προπαντός συνεχής και απρόσκοπτη.
Μια τυπική και καθαρά  ε π α γ γ ε λ μ α τ ι κ ή περιοδική επίσκεψη στην «έδρα» τους χάνει κάθε νόημα, ξεφεύγει τελείως απ’ την έννοια της αποστολής, αποβάλλει τη χροιά του υψηλού καθήκοντος και γίνεται άγονη, βλαβερή και επιζήμια.
Σήμερα, το χωριό δεν θέλει να βλέπει τον παπά και το δάσκαλο μόνο σαν επισκέπτες. Τους θέλει κοντά του. Τους ζητάει μόνιμους κατοίκους του. Τους χρειάζεται μέσα στους κόλπους του, για να ζουν κι εκείνοι μέσα στις ίδιες συνθήκες και να αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι λίγο-πολύ τα ίδια προβλήματα με τους άλλους κατοίκους, ώστε, έχοντας τις ίδιες εμπειρίες, να γίνονται η φωνή και ο εκφραστής των δίκαιων αιτημάτων του χωριού. Να γίνονται οι συμπαραστάτες των χωρικών και οι πρωτεργάτες κάθε βελτίωσης, κάθε σωστής κίνησης και κάθε δίκαιας και προοδευτικής κατάκτησης.
Τον παπά και το δάσκαλο δεν τους θέλει ο χωρικός κομήτες, λάμποντας μόνο –αν λάμπουν- περιοδικά και σπανιότατα μέσα στο σκοτάδι της εγκατάλειψης. Τους θέλει αστέρες φαεινούς και αεικίνητους, γεμάτους όρεξη για δουλειά, θέληση για κατανόηση και ζήλο για δημιουργία. Δεν τους θέλει σαν επιστάτες και προστάτες του. Τους θέλει άξιους συμπαραστάτες και φωτεινούς συνοδοιπόρους του.
Από ποιον θα ακούσει ο χωρικός μια καλή, μια σόφρονα κουβέντα όταν κι αυτός ο δάσκαλος του λείπει τις περισσότερες ώρες απ’ το χωριό; Πού θα στρέψει τις ελπίδες του και πού θα στηρίξει τις προσδοκίες του, όταν ακόμα κι ο παπάς της ενορίας του δεν βρίσκεται κοντά του αλλά τελείως ανεξέλεγκτα τον έχει εγκαταλείψει και ζει χιλιόμετρα μακριά του; Πού θα τον βρει όταν τον χρειαστεί σε δύσκολες στιγμές; Θα του ζητήσει να τον μεταλάβει απ’ το τηλέφωνο; Και επιπλέον, πρέπει το ποίμνιο να αναζητά τον ποιμένα ή ο ποιμένας να ενδιαφέρεται για το ποίμνιό του; Κανένας ποιμένας δεν κοιμάται αμέριμνος στο κονάκι του, αλλά βρίσκεται, ζει και ξαγρυπνά πάντα κοντά στο κοπάδι του. Υποφέρει ή χαίρεται μαζί του. Συμβαδίζει μ’ αυτό και του μιλά. Δεν το επισκέπτεται μόνιο για να το προστάξει ή να το τιμωρήσει.
Η τακτική της εγκατάλειψης μαραίνει την επιθυμία της αναζήτησης. Και οι φθίνουσες επαφές του κοινού με τους υποτιθέμενους συμπαραστάτες, οδηγητές, στηλοβάτες του αποδυναμώνουν επικίνδυνα τις έννοιες του «ποιμένας» και «ποίμνιο» και διαστρεβλώνουν τα νοήματά τους. Οι επικοινωνίες τους σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις και μέσα σε προκαθορισμένες τυπικότητες, αν δεν καταστρέφουν, οπωσδήποτε δεν ωφελούν κανένα


Οι δρόμοι
‘’ Ο. Β.’’ 1 Απριλίου 1984

Δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις, δεν είναι χίλιες δεκατρείς. Τα εκατομμύρια των χαλασμάτων και των φριχτών κακώσεων των δρόμων  της Κατερίνης ανέρχονται σε τρισ . . .
Είναι πραγματικά οικτρό το θέαμα και απερίγραπτη η κατάσταση που παρουσιάζουν οι δρόμοι –ακόμα και οι κεντρικοί- της δύστυχης πόλης μας.
Αν υπάρχει έστω και ένας Δύσπιστος, που ακόμα αμφιβάλει για τη σημερινή πραγματικότητα, ας πάει μέχρι το ΚΕΓΕ ή προς το πάρκο ή προς την παλιά Εθνική οδό ή προς όποια άλλη κατεύθυνση θέλει και θα δει σ’ όλο του το ανατριχιαστικό μεγαλείο το κατάντημα. Θα διαπιστώσει το σμπαράλιασμα του οδικού μας δυκτίου και θέλοντας και μη θα αναρωτηθεί.
Γιατί άραγε; Πού οφείλεται αυτή η κατάσταση; Γιατί οι δρόμοι μας έγιναν ένα συνοθύλευμα λάκκων, λιμνών και ρευστών λασποζυμωμένων χαλικιών; Τι απέγινε η υποτιθέμενη άσφαλτος που τα συγκροτούσε; Εξαφανίστηκε εκ των υστέρων ή δεν μπήκε καθόλου απ’ την αρχή; Μήπως δεν γίνεται καλή χρήση των δρόμων μας από μας; Μήπως γίνεται κακή συντήρηση απ’ τα αρμόδια συνεργεία; Ή μήπως δεν έγινε καλή κατασκευή απ’ την αρχή;
Αν ακόμα δεν το ξέρουμε, να το αναζητήσουμε και να το μάθουμε κι αν το ξέρουμε να επισπεύσουμε να το διορθώσουμε.
Εγώ πρώτος ξαναρωτώ και πάλι σήμερα τους υπεύθυνους φορείς και τους αρμόδιους τεχνικούς, να μας πουν απ’ τις στήλες των εφημερίδων -ή και μ’ άλλο τρόπο καταλληλότερο αν προτιμούν-, αν και οι οδικές κατασκευές στην Κατερίνη γίνονταν και γίνονται έτσι ακριβώς όπως υποδεικνύουν οι επιστημονικές διαπιστώσεις, όπως γράφουν και διδάσκουν τα σχετικά επιστημονικά συγγράμματα και όπως οι ίδιοι διδάχτηκαν στα Πολυτεχνεία και στα Πανεπιστήμια. Αν οι ειδικοί επιστήμονες των Ανώτατων ιδρυμάτων μας διδάσκουν, ότι έτσι πρέπει να κατασκευάζονται οι δρόμοι και ότι είναι επιστημονικώς παραδεχτό να διαλύεται και να καταστρέφεται η αρχή ενός δρόμου πριν αποπερατωθεί το τέλος του, τότε σωπαίνω εγώ και σας παρακαλώ να κάνετε και σεις το ίδιο. Αν, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι, τότε ξαναρωτώ.
Γιατί σωπαίνουν οι ειδικοί όταν δεν εφαρμόζονται οι υποδείξεις τους; Γιατί δεν καταλογίζονται ευθύνες στους κατασκευαστές, όταν διαπιστώνονται ουσιώδεις και εξόφθαλμες καταστρατηγήσεις των προδιαγραφών και των βασικότατων προϋποθέσεων μιας τέτοιας κατασκευής; Γιατί μέχρι σήμερα, παρ’ ότι οι δρόμοι διαλύθηκαν ‘’εις τα εξ ων συνετέθησαν’’ χαλίκια, δεν κάθισε ούτε ένας στο σκαμνί, ούτε απ’ τους εργολάβους-κατασκευαστές, ούτε απ’ τους επιβλέποντες υπεύθυνους τεχνικούς; Γιατί και μεις που πληρώνουμε μεν για τους δρόμους αλλά δρόμους δεν έχουμε, σωπαίνουμε, σωπαίνουμε και εξακολουθούμε να σωπαίνουμε; Ως πότε θα πάει άραγε έτσι αυτή η κατάσταση; Γιατί όλα τα ξεκινάμε απ’ τη μικροπολιτική, τα μπερδεύουμε με τους κομματάρχες και τα φορτώνουμε στον κομματισμό και στις παρατάξεις;
Γιατί δεν ρωτάμε να μάθουμε, πότε ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι προς το ΚΕΓΕ, για παράδειγμα; Από ποιους εργολάβους εκτελέστηκαν οι εργασίες και ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι υπάλληλοι για τη σωστή κατασκευή; Γιατί δεν ζητούμε να μάθουμε, πόσο μας στοιχίζει μελλοντικά μια τέτοια άθλια οδική κατασκευή, όταν υπολογιστούν τα έξοδα ανακατασκευής της, η φθορά των τροχοφόρων μας, η καθυστέρηση των μεταφορών, οι δαπάνες για κάθε είδους σωματικών κακώσεων και γενικά οι ευρύτερες επιπτώσεις που έχει στην οικονομία μας; Δε θά ‘ταν λέτε σκόπιμο οι αρμόδιοι να ασχοληθούν κάποτε και με τέτοια θέματα;
Εδώ ισχύει πραγματικά και σ’ όλη την  αντίστροφη μεγαλιοπρέπειά του εκείνο το λαϊκό ρητό: «Η καλή μέρα φαίνεται απ’ το πρωί». Και εύκολα καταλήγουμε στη διαπίστωση αυτή, ρίχνοντας μια δεύτερη ματιά στα χάσκοντα συντρίμμα των καταστραμένων δρόμων και μια πρώτη στα οδοστρώματα των νεοκατασκευασμένων μεν αλλά ήδη ετοιμόρροπων οδών και παρόδων της πόλης μας.
Νομίζω πως είναι πια και για μας καιρός να αναρωτηθούμε οι ίδιοι και να ρωτήσουμε και τους συμπολίτες μας: Τι φταίει; Τι δεν πάει καλά;


ΙΚΑ  ΚΑΙ ΟΓΑ
‘’Ο.Β.’’  8 Απριλίου 1984

Παρ’ ότι ο θεσμός των Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει εισαχθεί στην Ελλάδα προ δεκαετιών, εντούτοις βρίσκεται ακόμα, τουλάχιστον από άποψης τακτικής και διαδικασιών, στα σπάργανα. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει μια πρωτοφανή δυσκινησία και εγκληματική τελμάτωση.
Κι ο πιο καλοπροαίρετος παρατηρητής δε θα μπορούσε να αντιπαρέλθει ορισμένες έντονες διακρίσεις και χτυπητές παραλήψεις που υφίστανται ακόμα στη σημερινή δύσκαμπτη και σε πολλά σημεία ανάλγητη και εξωπραγματική ελληνική νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει –ή λέει πως ρυθμίζει- τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα μέσω των κοινωνικών ασφαλίσεων. Είναι διαπιστωμένο πως ο πιο παραμελημένος κλάδος στο θέμα αυτό είναι ο ΟΓΑ, χωρίς φυσικά μ’ αυτό να θεωρούνται οι άλλοι κλάδοι σαν λειτουργούντες άρτια και αγγελικά. Και λέγοντας παραμελημένος, δεν αναφέρομαι στο ποσόν του κάποιου χορηγηματικού επιδόματος που παίρνει ένας ασφαλισμένος με την ίδια πάθηση απ’ τον ΟΓΑ, το ΙΚΑ ή κάποιον άλλο ασφαλιστικό φορέα. Αυτό είναι άλλο θέμα. Εδώ εννοώ μόνο τις διαφορετικές προϋποθέσεις που προβλέπουν οι νόμοι για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων και την τρομακτικά μπλεγμένη και πνιγμένη στη γραφειοκρατία πολύπλοκη διαδικασία που καθιερώνεται κι απ’ την οποία πρέπει να περάσει οπωσδήποτε ο δύστυχος ασφαλισμένος, ώσπου να φτάσει στο τέρμα κάποιου πραγματικά μαραθώνιου, για να δει τελικά έστω και αυτά τα λιγοστά ψίχουλα στο χέρι του.
Ένας ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, για να δικαιωθεί κάποιο επίδομα, θα πρέπει να θεωρηθεί απ’ την υγειονομική επιτροπή κατά 33,5% ανάπηρος. Ένας ασφαλισμένος στον ΟΓΑ με την ίδια πάθηση, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά 67% ανάπηρος, για να δικαιωθεί κάποιου επιδόματος, το οποίο μάλιστα δε θα φτάνει και στο ύψος το επίδομα του ασφαλισμένου στο ΙΚΑ. Σα να λέμε, ένας εργάτης με καταστραμμένη τη μέση του κατά 35% θεωρείται από το ΙΚΑ ανίκανος για εργασία, ενώ, ένας αγρότης με 66% καταστραμμένη μέση θεωρείται απ’ τον ΟΓΑ ικανότατος και δεν έχει ανάγκη κανενός απολύτως βοηθήματος. Και επιπλέον, για να δικαιωθεί κάτι ο ασφαλισμένος στον ΟΓΑ, δεν φτάνει μόνο να θεωρηθεί απ’ την αρμόδια υγειονομική επιτροπή σαν ανίκανος κατά 67%. Πρέπει η αναπηρία του αυτή να χαρακτηριστεί και σαν «διαρκής και εφ’ όρου ζωής.»
Άρα, κάποιος που χαρακτηρίστηκε σήμερα απ’ την αρμόδια υγειονομική επιτροπή σαν ανάπηρος κατά 67% αλλά για δύο μόνο χρόνια, δε θα πάρει τίποτα στο διάστημα αυτό, ακόμα κι αν είναι κατάκοιτος στο στρώμα, γιατί θα πρέπει οπωσδήποτε να ξαναπεράσει απ’ την υγειονομική επιτροπή μετά διετία. Κι αν τότε η αρμόδια αυτή επιτροπή γράψει στη γνωμάτευσή της το «διαρκώς και εφ’ όρου ζωής» έχει καλώς, αλλιώς, ο δύστυχος ανάπηρος αγρότης δε θα δικαιωθεί και πάλι απολύτως τίποτα.
Και υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις βαριά αναπήρων, γνωστών «τοις πάσι» σαν τελείως ανίκανων για κάθε είδους εργασία που απορρίφθηκαν από τις πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές. Μάλιστα, σε άλλη συγκεκριμένη περίπτωση, άτομα πνευματικά τελείως ανάπηρα και που χαρακτηρίστηκαν κατά 67% ανίκανα από την πρωτοβάθμια επιτροπή, απορρίφθηκαν από τη δευτεροβάθμια στην οποία προσέφυγαν ύστερα από δύο χρόνια, η οποία έκρινε την ήδη επιδεινωθείσα πνευματική αναπηρία τους ίση μόνο προς 35%.
Το γεγονός αυτό αντιβαίνει ακόμα και στους τύπους της ισχύουσας νομοθεσίας, γιατί καμιά δευτεροβάθμια εξουσία δεν επιδεινώνει τη θέση του προσφεύγοντα σ’ αυτήν.
Κι έχουμε σήμερα άτομα με ανίατες χρόνιες παθήσεις, όπως καρκίνο, φυματίωση, καρδιοπάθειες κλπ., που δεν χαρακτηρίζονται ανίκανα για εργασία από τις υγειονομικές επιτροπές και κατά συνέπεια να μη δικαιούνται κανενός απολύτως βοηθήματος.
Επίσης, άτομα καθηλωμένα στο κρεβάτι για χρόνια από εγκεφαλικά επεισόδια, ημιπληγίες, παραλήσεις κλπ., θεωρούνται από τους γιατρούς των υγειονομικών επιτροπών «ικανά προς εργασίαν».
Άτομο παράλυτο από επταετίας και συνεπώς κατάκοιτο στο κρεβάτι απορρίφθηκε πρόσφατα από την επιτροπή σαν ικανό.
Υπάρχει περίπτωση ατόμου που υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης τον Αύγουστο του 1980 και πήρε απορριπτική απάντηση τον Ιούλιο του 1983.
Άλλος, πνευματικά ανάπηρος, υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης το Μάιο του 1981 και η επιτροπή τον χαρακτηρίζει μεν σαν ανάπηρο κατά 67% αλλά για δύο μόνο χρόνια και όχι «διαρκώς και εφ’ όρου ζωής».
Ουσιαστικά δηλαδή τον απορρίπτει, γιατί δεν του δίνει καμία απολύτως σύνταξη.
Επίσης, άτομο κατάκοιτο για χρόνια από καρκίνο απευθύνεται στον ΟΓΑ για σύνταξη τον Αύγουστο του 1981. Οι μήνες, όμως, παρέρχονται και καμιά απάντηση δεν έρχεται απ’ την υγειονομική επιτροπή που έκρινε την περίπτωσή του. Όταν κάποτε έφτασε η πολυπόθητη απάντηση το δύστυχο αυτό άτομο είχε πεθάνει. Η επιτροπή του είχε δώσει μόνο 40% αναπηρία. Ακόμα δηλαδή το θεωρούσε «ικανό προς εργασίαν.»

No comments:

Post a Comment