Thursday, May 5, 2011

ΑΣ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΟΦΟΡΟΙ ΜΑΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ


ΑΣ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΟΦΟΡΟΙ ΜΑΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ

‘’Ο. Β.’’. . .1984

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία στην Ελλάδα για αποκέντρωση, περιορισμό της γραφειοκρατίας, για αυτοδιοίκηση και λαϊκές εξουσίες και πολλά μέτρα λαμβάνονται και νομοσχέδια καταρτίζονται, που στοχεύουν πραγματικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Βέβαια, ο ελληνικός λαός, γαλουχημένος από ποικίνες καταστάσεις και του μακρινού και του πρόσφατου παρελθόντος, αναθρεμμένος σ’ άλλο διαφορετικό κλίμα και διαπλασμένος μέσα σε στείρα και αρνητική, όσον αφορά τον κοινωνικό τουλάχιστο τομέα, παιδεία και μεγαλωμένος κάτω από άλλες παράξενες και πνιγμένες στον κομματισμό συνθήκες, χωρίς γερές κοινονικοπολιτικές βάσεις, στηριζόμενος πάνω σε άλλες ξένες κι άσχετες υποδομές, δεν μπορεί ακόμα να διακρίνει καθαρά και να συλλάβει στην ολότητά τους, τους στόχους και τις απώτερες βλέψεις των κοινωνικών αυτών μεταβολών, που δειλά-δειλά και ύστερα από αδικαιολόγητη πολύχρονη καθυστέρηση, αρχίζουν να φαίνονται επιτέλους στον ορίζοντα του πολυδοκιμασμένου αυτού τόπου. Κι αν μια μεγάλη μερίδα του λαού δεν επιδιώκει τις προσπάθειες αυτές να τις καταποντίσει η ίδια, σήμερα ακόμα στη γέννησή τους, οπωσδήποτε αφήνει εκούσιά της ή ακούσια, να πνιγεί κάθε τι το προοδευτικό που περιέχουν αυτές μέσα τους και προσπαθεί να εξαφανίσει κάθε αξία τους μέσα στη δύνη του κομματισμού και στο ρεύμα της φτηνής και της ασυνάρτητης καθημερινής πολιτικολογίας. Και τούτο, γιατί, με λειψά και κάλπικα σταθμά και μέτρα, έμαθε από γεννησιμού του ο λαός μας να σταθμίζει και να μετρά την κοινωνική του πρόοδο, την οποία ποτέ του δεν επιδίωξε στα σοβαρά να επιτελέσει και ποτέ του δεν προσπάθησε να προωθήσει όπως και όσο έπρεπε, σαν καλά οργανωμένο κοινωνικό σύνολο.
Είναι σίγουρο κι απ’ τα πράγματα αποδειγμένο πως οι πολέμιοι των εκάστοτε προοδευτικών ιδεών και επιδιώξεων τηρούν και θα τηρούν οπωσδήποτε διαφορετική και αντίθετη στάση, γιατί, ακατατόπιστοι καθώς είναι στην πλειονότητά τους, μπορούν μόνο με την άρνηση να δηλώνουν και με την αντίθεση να υπογραμμίζουν και τη δική τους παρουσία στο χώρο της ζωής. Είναι δε απ’ την καθημερινή πρακτική φανερό, πως οι τέτοιου είδους αρνητές τότε μόνο θα παραδέχονταν και θα παραδεχτούν οποιαδήποτε καινοτομία σα σωστή, ακόμα και την πιο έξαλλη, χωρίς ούτε καν να σκοτιστούν για να την εξετάσουν και να την κρίνουν, όταν αυτή, απλώς και μόνο θα προέρχεται απ’ το δικό τους κομματικό περιβάλλον και όχι από κάποιους άλλους αντιπολιτευόμενους κύκλους.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι ακατατόπιστοι αυτοί αντιρρησίες, όχι μόνο θα δέχονταν τις οποιεσδήποτε αλλαγές σα σωστέ και συμφέρουσες αλλά και θα τις υποστήριζαν αδίσταχτα και θα τις προωθούσαν οι ίδιοι σαν απαραίτητες και επιβεβλημένες.
Και πραγματικά, είναι απαραίτητες και επιβεβλημένες σήμερα σ’ αυτή την οπισθοδρομημένη χώρα οι προοδευτικές κοινωνικές αλλαγές απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται αυτές, για να μπορέσει κι η Ελλάδα να ανεβεί κοινωνικά και να ευθυγραμμιστεί κάποτε με τις προηγμένες ευρωπαϊκές και λοιπές κοινωνίες, με τις οποίες σήμερα, θέλοντας και μη, στενά συνεργάζεται και τις οποίες άμεσα συναγωνίζεται, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να σταθεί ανάμεσά τους και να επιβιώσει. Γι’ αυτό και πολύ σωστά λένε μερικοί, κάπου μεταξύ αστείου και σοβαρού, πως ακόμα κι αν δεν είχε κανένα άλλο συμφέρον η Ελλάδα απ’ την είσοδο και την παραμονή της στην ΕΟΚ, το όφελος και μόνο που θα αποκομίσει απ’ την αναγκαστική ευθυγράμμιση των τρόπων ζωής και συμπεριφοράς της προς τις κοινωνίες της ΕΟΚ, θα είναι ικανός λόγος ώστε να συνεχίσει να παραμένει μέλος της.
Η ασυζητητί απόρριψη προτεινόμενων κοινωνικών μέτρων ή η αβασάνιστη παραδοχή τους με μόνο και μοναδικό μέτρο το φανατισμένο κι αδιάλακτο κομματισμό και με τυφλό γνώμονα θολά κι αλλότρια συμφέροντα, δείχνει, χωρίς καμιά δυσκολία, ότι στην ελληνική νοοτροπία υπερισχύει έντονα ακόμα ο ατομικισμός και η κομματική συνδιαλλαγή και ιδιοτέλεια. Τα μειονεκτήματα αυτά δεν υποχώρησαν ακόμα και δεν παραχώρησαν καν θέση στο ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον και στην καλώς εννοούμενη κοινωνική ευνομία και πρόοδο.
Ακόμα, δυστυχώς, οι διάφορες καθημερινές συζητήσεις, τις οποίες, όσο κι αν φαινομενικά προσπαθούν οι οποιοιδήποτε συζητητές να αποχρωματίσουν και να απαλύνουν, έχουν κατά κανόνα σαν κέντρο μια πρόχειρη μεν αλλά ισχυρόγνωμη πολιτικολογία. Δεν αναζητιέται στις συζητήσεις αυτές η κάποια αντικειμενική αλήθεια, αλλά πασχίζεται πάντοτε να αποκρουστεί επίμονα και οπωσδήποτε η οποιαδήποτε προοδευτική ιδέα. Μάλιστα δε, γίνεται ακόμα για το σκοπό αυτό χρήση, ή μάλλον κατάχρηση, απαράδεκτων και αψυχολόγητων εκφράσεων και τελείως ΤΑΜΠΟΥποιημένων και καταδικασμένων χαρακτηρισμών, τους οποίους μας κληροδότησε το επίτηδες προς το συμφέρον των λίγων κατάλληλα απ’ αυτούς καλλιεργημένο παρελθόν της τελευταίας 40ετίας.
Κανένας κατά κανόνα απ’ την πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται να ερευνήσει θετικά την ουσία μιας προοδευτικής ιδέας και ενός νέου εγχειρήματος και με καλή θέληση να εμβαθύνει περισσότερο στους απώτερους και αντικειμενικούς στόχους τους. Αλλά απλούστατα επαναπαύεται στην προχειρολογία και επιμένει γαντζωμένος στη στενή και πείσμονα κομματική του κατεύθυνση. Ίσως αυτό τον απαλλάσσει γρήγορα και εύκολα από κάθε σκουτούρα μελέτης και έρευνας.
Γι’ αυτό και παρατηρείται σε γενικές γραμμές το ιλαρό φαινόμενο, οι μεν συμπολιτευόμενοι να αξιούν κάθε ιδέα τους να γίνεται παραδεκτή σαν εκατό στα εκατό σωστή, επειδή προέρχεται απ’ αυτούς, οι δε αντιπολιτευόμενοι να την θεωρούν ασυζητητί παράλογη και ασύμφορη, επειδή απλώς και μόνο συνέπεσε να προέρχεται απ’ τους άλλους.
Αυτό δείχνει, ότι υπάρχει υπέρμετρη ραθυμία, μεγάλη άγνοια και μεγαλύτερη ισχυρογνωμοσύνη και κατά συνέπεια πεισματώδης διάσταση απόψεων, με αποτέλεσμα, όχι μόνο την απλή απροθυμία εποικοδομητικής συζήτησης μεταξύ των ψηφοφόρων και οπαδών των διαφόρων κομμάτων, αλλά έμμονη προκατάληψη και εμφανή εχθρότητα ακόμα και μεταξύ των μελών ομοιογενών κοινωνικών συνόλων και της αυτής κοινωνικής τάξης, που παρ’ ότι έχουν τα ίδια κοινωνικά προβλήματα και τα αυτά οικονομικά συμφέροντα βρέθηκαν κομματικοί αντίπαλοι, φτάνοντας πολλές φορές στο σημείο –χωρίς και οι ίδιοι να το ξέρουν πώς- να αντιμάχονται ακόμα κι αυτούς τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Βέβαια κι αυτό το παράξενο φαινόμενο είναι ένα χοντροκομμένο αποτέλεσμα κακής πληροφόρησης του απλού λαού. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το γεγονός, όταν, με τελείως ξεκάθαρες προχειρολογίες και κομματικές λασπολογίες, οι μισοί γεωργοί αντιμάχονται εντελώς αβάσιμα τους άλλους μισούς, ενώ τα συμφέροντά τους είναι τα ίδια; Οι μισοί εργάτες πολεμούν πεισματικά τους άλλους μισούς, ενώ η ταλαίπωρη τάξη τους έχει τα ίδια προβλήματα; Και οι μισοί επαγγελματίες αντιστρατεύονται τους άλλους μισούς, όταν όλοι τους αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες, χωρίς να θέλουν να καταπιαστούν στα σοβαρά και προπαντός αντικειμενικά με όλα τα δικά τους άμεσα θέματα που τους απασχολούν;
Και τούτο, γιατί κανένας απ’ αυτούς τους παραπάνω αδικαιολόγητους μικροαντιπάλους δεν αναρωτήθηκε ποτέ με σοβαρότητα και ανεπηρέαστα: γιατί αυτοί οι εργαζόμενοι, παρ’ ότι όλοι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, είναι κατά διάμετρο διαιρημένοι και ανήκουν σε διαφορετικά και αντιμαχόμενα κόμματα, ενώ οι άλλοι, οι κεφαλαιούχοι, οι βιομήχανοι και οι ισχυροί του χρηματιστηρίου ανήκουν όλοι τους σε ένα και το αυτό κόμμα και προσπαθούν από κοινού, μεθοδικά και με σύστημα, να υποστηρίζουν τα αδηφάγα συμφέροντά τους, ενωμένοι και αδιάσπαστοι μέσα σ’ αυτό;
Αναρωτήθηκε, άραγε, ποτέ ο απλός σε τούτον τον τόπο άνθρωπος, γιατί, ενώ ούτε ένας απ’ τους Μποδοσάκηδες, τους Φιξ, τους Νιάρχους, ούτε κανένας άλλος της κλάσεως αυτής είναι γραμμένος στα εργατοϋπαλληλικά και στα αγροτοεπαγγελματικά κόμματα –και μέχρις ενός σημείου ορισμένοι απ’ αυτούς καλά κάνουν- αντίθετα, πάρα πολλοί βιοπαλαιστές, αγρότες, εργάτες και απλοί επαγγελματίες ανήκουν στα κόμματα των βιομηχάνων και ψηφίζουν μάλιστα και υπέρ αυτών. Το αλλοπρόσαλλο αυτό φαινόμενο δεν στηρίζεται στην ελλειπή και διαστρευλωμένη πληροφόρηση της μεγάλης μάζας του λαού;
Ποιος, όμως, ευθύνεται για την ασυγχώρητη, την εγγληματική μάλλον, αυτή παραμέληση; Χωρίς πολλή σκέψη θα μπορούσαμε όλοι μαζί να απαντήσουμε δίχως περιστροφές, ταυτόχρονα και κοφτά: ‘’Η Πολιτεία.’’ Η απάντησή μας αυτή θα είναι και απόλυτη και αντικειμενική. Πριν καταλογίσουμε ευθύνες, όπως πιθανόν θα γινόταν σε κάποια άλλη προηγμένη και πραγματικά δημοκρατούμενη κοινωνία, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το είδος και την ποιότητα της πολιτείας που κρίνουμε. Να αναλογιστούμε το σύμπλεγμα και τη διάβρωσή της και τη νοοτροπία, με την οποία ρύθμιζε τα πάντα την τελευταία 50ετία και που εξακολουθεί μέχρις ενός σημείου να ρυθμίζει και σήμερα εγωιστικά το κάθε τι. Τότε θα δούμε ότι κανένας πραγματικά δε θα περίμενε από μια πολιτεία-εξουσία, που ψηφίζεται απ’ τους πολλούς αλλά γίνεται όργανο των λίγων και κυβερνά για μερικούς, να καταπιαστεί πραγματικά με τη σωστή, αντικειμενική και πλήρη πληροφόρηση των πολλών;
Και μετά, γιατί να το κάνει αυτό; Για ποιο σκοπό; Να βγάλει δηλαδή τα μάτια της η ίδια μόνη της; Αυτή βλέπει τους πολίτες σαν ψηφοφόρους και μόνο σαν τέτοιους τους αντιμετωπίζει και τους θέλει νεκρά πιόνια για τη συμπλήρωση των απαραίτητων αριθμών στις κάλπες κι όχι ενεργά στοιχεία με οντότητα κι αξιοπρέπεια για σύμπηξη υγιούς κοινωνίας και επιτέλεση σωστής κοινωνικής προόδου.
Αν φυσικά ο νεοέλληνας είχε διαφορετική νοοτροπία, αν είχε συλλάβει και αντιληφθεί στην πληρότητά τους τις σωστές δημοκρατικές σχέσεις που πρέπει να υπάρχουν μεταξύ πολίτη και πολιτείας, τότε και η διάρθρωση της νεοελληνικής κοινωνίας και κατά συνέπεια και της πολιτείας θα ήταν διαφορετική και ο καθένας θα θεωρούσε καθήκον του να ζητήσει αντικειμενικά και χωρίς καμιά υστεροβουλία ευθύνες απ’ το όργανο-εξουσία, που ο ίδιος εξέλεξε και έθεσε στην άμεση και ενεργό υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου, του οποίου μια μονάδα είναι κι αυτός.
Σήμερα, ο Έλληνας του ελλαδικού χώρου (μια και γι’ αυτόν γίνεται λόγος) είναι στην πλειοψηφία του πολιτικά ανώριμος. Βέβαια, αυτή η διαπίστωση δε θα αρέσει σε πολλούς.
Αλλά, δεν νομίζω ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η φτηνή πολιτικολογία στα καφενεία, οι έντονοι διαξιφισμοί στους δρόμους και τα χυδαία αλληλοβρισίματα σε δημόσιους ή οποιουσδήποτε χώρους, αποτελούν ένδειξη πολιτικής ωριμότητας. Ούτε και οι τόσο οξείς κομματικοί διαχωρισμοί των πολιτών, οι τόσο προκλητικές και προς όλες τις κατευθύνσεις προωθήσεις των εκάστοτε ‘’ημετέρων’’ –των κατά κανόνα ακατάλληλων- και οι χαώδεις διαβαθμίσεις και παραμερισμοί των αντιφρονούντων, οι κάθε είδους διώξεις, περιφρονήσεις, αποξενώσεις κλπ. των πολιτικών αντιπάλων είναι σημάδια προηγμένης κοινωνίας. Οι κομματικές τοποθετήσεις δεν αποτελούν κριτήρια επιλογής των ικανών.
Τα τεκμήρια της πολιτικής και κοινωνικής ανωτερότητας ενός λαού πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Και βασικός δείκτης ανόδου μιας κοινωνίας είναι η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της και η αρμονία που συνδέει τα διάφορα κοινωνικά στρώματά της. Επίσης, σπουδαίο ρόλο στη βαθμολόγηση ενός λαού, όσον αφορά τη γενική άνοδό του, παίζει και το ύψος της απλότητας και της ευρυθμίας και ομαλότητας των σχέσεων μεταξύ πολίτη και πολιτείας. Η οικονομική ευρωστία, η τεχνολογική άνοδος κλπ. έρχονται δεύτερα, γιατί είναι επακόλουθα, είναι συναρτήσεις και αποτελέσματα των προηγούμενων συντελεστών.
Ποϋπόθεση, λοιπόν, της πραγμάτωσης όλων αυτών των επιτευγμάτων είναι η ευνομία, η αποκέντρωση, η αυτοδοιήκηση και η σωστή προώθηση και ανάπτυξη της επαρχίας, έτσι που ο πολίτης, σ’ οποιοδήποτε κόμμα κι αν ανήκει, να αισθάνεται παντού και πάντοτε ασφαλής, ίσος μεταξύ των συμπολιτών του και προπαντός να νιώθει πως δεν αποτελεί κάποια δευτερεύουσα και περιθωριακή ποσότητα ή κάποιο αμελητέο κατακάθι, αλλά να πιστεύει πως είναι –και πραγματικά να είναι- ένα ζωντανό και απαραίτητο γρανάζι, που, με τις πολλές ή τις λίγες στροφές του, συμβάλλει οπωσδήποτε στην κίνηση της κοινωνικής και κατά συνέπεια και της κρατικής μηχανής.
Πώς, όμως, θα μπορέσει ένας λαός να εργαστεί για την αποκέντρωση, την αυτοδιοίκηση, τη σωστή κρατική και κοινωνική διάρθρωση και λειτουργία και να θελήσει με ζήλο όλες αυτές τις κοινωνικές αξίες να τις υπηρετήσει, να τις συνδράμει και να τις προαγάγει, όταν, όχι μόνο δεν συνέλαβε ποτέ και δεν κατανόησε ουδέποτε το απώτερο νόημα και τη σωστή σημασία τέτοιων θεσμών, αλλά ούτε και έστρεψε ως τώρα σ’ όλο του το παρελθόν το βλέμμα του, έστω και δειλά, για να ατενίσει αυτές τις λέξεις και να περιεργαστεί τις έννοιές τους; Αφού ποτέ δεν του επιτράπηκε να διανοηθεί τέτοιους ορίζοντες και να πλησιάσει τέτοιες σφαίρες. Αντίθετα όμως, του μιλάνε συνέχεια κι επίμονα –και συνήθως οι άσχετοι- για Δημοκρατία, για δημοκρατικές αρχές και πολιτικές ελευθερίες. Κι απ’ την πολλή φορτικότητα των άλλων συνήθισε να μιλάει κι ο ίδιος ασταμάτητα για αρχές και έννοιες, οι οποίες του είναι τελείως ξένες και άγνωστες. Αυτό, όμως, το κάνει αεροβατώντας και τελείως επιπόλαια. Από συνήθεια και μόνο τονίζει με στόμφο τις κενές λέξεις του, χωρίς να συλλαμβάνει το νόημά τους. Γι’ αυτό και στην παραμικρή δυσκολία κλείνει βιαστικά το δίχως βάθρο θέμα του και τρέχει να κρυφτεί πίσω απ’ τους ‘’αρχαίους ημών προγόνουν’’, για τους οποίους και πάλι, δυστυχώς, δεν έμαθε τίποτα το ουσιώδες και το χρήσιμο. Βαδίζει παραπαίοντας, διυλίζοντας τον κώνωπα και καταπίνοντας την κάμηλο.
Τον έχουν μάθει με έντονο πάθος κι έχει συνηθίσει κι αυτός πια, να αποφεύγει συστηματικά να διανοείται και να σκέφτεται ή να προφέρει τέτοιες λέξεις με ευρύτερα νοήματα, φοβούμενος, όπως το μικρό παιδί, μη του κόψει ο παπάς τη γλώσσα. Τις θεωρεί σαν κάτι το απόκοσμο, το φοβερό, το καταστροφικό. Σαν κάτι που εισάγει ‘’καινά δαιμόνια’’ στην όπως-όπως ‘’βολεμένη’’ ζωή του.
Στο βάθος, όμως, της ακατανόητης υφής των ως τώρα απαγορευμένων γι’ αυτόν λέξεων, διαισθάνεται σήμερα και ο πλέον ισχυρογνώμονας κάτι το προοδευτικό, κάτι το ελκυστικό και το αξιοπρόσεχτο. Γι’ αυτό και, παρ’ όλη τη φαινομενική και τη συστηματικά καλυμένη με το βαρύ κομματικό πέπλο αδιαφορία του, έλκεται λίγο ή πολύ και οπωσδήποτε προβληματίζεται. Και αν και εξωτερικά απορρίπτει ασυζητητί και με βλοσυρότητα πολλές φορές το κάθε τι, μέσα του επαναλαμβάνει βουβά και μόνος του, σαν άλλος Γαλλιλαίος; ‘’Και όμως κινείται’’.
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει πεισματικά διστακτικός. Δεν παίρνει μόνος του, με δική του πρωτοβουλία, κάποια ανοιχτή και θαρραλέα θέση μπροστά στις ‘’καινοφανείς’’ αυτές λέξεις και έννοιες, αλλά μένει συνεσταλμένος, δειλός και αδρανής. Και η ορμή δεν φωλιάζει σε στήθια ραχατλίδικα, ούτε η θέληση φουντώνει και ξεσπαθώνει σε συνειδήσεις διαβρωμένες από φθοροποιά κομματικά πάθη. Η φιλοσοφία της κομματικής συνδιαλλαγής και του ατομικού βολέματος αρτηριοσκληρώνει τις καρδιές, διαβρώνει τους πολίτες, δολοφονεί την πρόοδο και οπισθοδρομεί την κοινωνία. Και η πρόοδος θέλει δουλειά κι όχι επαναπαύσεις και διπλοκουμπώματα. Θέλει ακράτητη ορμή και ζωντανή θέληση και δεν μπορεί να στηριχτεί στο μοιρολατρικό και νωθρό ‘’δε βαριέσαι’’, που κατάντησε πια βασική αρχή και αξίωμα.
Η πρόοδος θέλει αγώνες και θυσίες. Δεν συμβιβάζεται με λαούς που τα άτομά τους αποβλέπουν ή αρέσκονται σε άνιση και προνομιακή μεταχείριση σε βάρος των συμπολιτών τους και επιδιώκουν ατομικά και μόνο ατομικά οφέλη, αδιαφορώντας κατά κανόνα, ακόμα και στο πώς και από πού προέρχονται τα οφέλη αυτά.
Κοινωνική πρόοδος δεν σημειώνεται εκεί όπου επικρατεί απόλυτα το ‘’ΕΓΩ.’’ Συλλογική πρόοδος επιτυγχάνεται εκεί όπου πρωτοστατεί και προηγείται το ‘’ΕΜΕΙΣ.’’
Ο Μακρυγιάννης συμβούλευε τους συμπολίτες του να μη λέγει κανείς πως ‘’εγώ’’ πολέμησα και ανέστησα Πατρίδα. Να λέγει πως ‘’εμείς’’ πολεμήσαμε και αναστήσαμε την Πατρίδα.
Και δυστυχώς, σε γενικές γραμμές, το ‘’εγώ’’ επικρατεί έντονα σ’ όλες τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς και της ζωής του κοινωνικού συνόλου του ελλαδικού χώρου. Ο καθένας προσπαθεί να υπογραμμίσει την παρουσία του με εγωιστικές πράξεις και αντικοινωνικές θέσεις και ενέργειες, υποτιμώντας το συμπολίτη του και περιφρονώντας και καταπατώντας τα δικαιώματά του και τις ελευθερίες του. Η μη εναρμονισμένη συμπεριφορά των συμπολιτών και η μη εύρυθμη και εκ των προτέρων ελεύθερα προκαθορισμένη και αβίαστα παραδεχτή διακίνηση των κοινωνικών μονάδων μέσα στο χώρο του κοινωνικού συνόλου, είναι βασικοί λόγοι καθημερινών προστριβών και ασταμάτητων συγκρούσεων. Φθείρουν και καταλύουν οποιαδήποτε πρόοδο. Είναι τροχοπέδες οποιασδήποτε ανοδικής πορείας και είναι φοβερές αιτίες τελμάτωσης, οπισθοδρόμησης και μαρασμού μιας κοινωνίας.
Πώς να σημειωθεί πρόοδος σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, όταν η αντίληψη περί κοινωνίας και πολιτείας σ’ αυτό είναι τόσο αμυδρή, ξεθωριασμένη και υποτυπώδης και εγγίζει τα όρια της ανυπαρξίας; Πώς να προαχθεί μια πολιτεία, όταν ο ψηφοφόρος γίνεται μονάδα –κι αυτή κάλπικη- για να μετρηθεί μόνο στις κάλπες; Πώς να πάει μπροστά ένας τόπος, όταν ο πολίτης σ’ αυτόν ψηφίζει είτε εκεί όπου επιτήδειοι με ψίθυρους ή με τυμπανοκρουσίες και φωνασκίες τον παρασύρουν ή εκεί απ’ όπου προσδοκά περισσότερα οφέλη, αδιαφορώντας συστηματικά για το συμφέρον του συνανθρώπου του, του συμπολίτη του και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου;
Πώς να νιώσει ο πολίτης ολοκληρωμένο το νόημα της ατομικής του ελευθερίας όταν δεν γνωρίζει ως πού εκτείνονται τα καλώς εννοούμενα όριά της; Και πώς να σεβαστεί την ελευθερία του συμπολίτη του, όταν δεν γνωρίζει από πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια των δικαιωμάτων και των ελευθεριών εκείνου; Κανείς ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να του μάθει τέτοια πράγματα. Με μεγάλο, όμως, ζήλο, με ελαφριά συνείδηση και μπόλικη επιμονή του δίδαξαν να θεωρεί κάθε πολιτικό του αντίπαλο, χωρίς κανένα δισταγμό, φοβερό εχθρό του και εχθρό της Πατρίδας του.
Πώς να μην συγκρουστούν δυο τόσο ακατατόπιστοι συμπολίτες; Αλλά και πώς άτομα με ένα τέτοιο κοινωνικό παρελθόν, μεγαλωμένα και ανδρωμένα μέσα σε τέτοιες συνθήκες, να αξιώσουν ευνομία και να εργαστούν για αποκατάσταση αγαθών νομικών και κοινωνικών σχέσεων μεταξύ πολίτη και πολιτείας;
Πώς να απαιτήσουν εξυγίανση της κρατικής μηχανής, όταν δεν γνωρίζουν τίποτα για τη συγκρότησή της, τη λειτουργία της, τους σκοπούς της;
Ή μήπως θα ισχυριστεί κανείς και θα πει πως δεν υπάρχει ανάγκη εξυγίανσης; Μήπως θα βρεθεί κάποιος να πει στους συμπολίτες του, πως η ‘’άριστα λειτουργούσα’’ μέχρι σήμερα πολιτεία και οι υφιστάμενες από παλιά ‘’καλές σχέσεις’’ πολίτη και πολιτείας έκαναν, ώστε να είναι η μισή Ελλάδα παράνομα χτισμένη; Μήπως οι αγαθές αυτές σχέσεις συντέλεσαν ακόμα, ώστε όλα ενεξάρτητα τα κτίρια της χώρας, ακόμα κι αυτά τα μη αυθαίρετα, να κρύβουν οπωσδήποτε και κάποια μικρή ή μεγάλη αυθαιρεσία, κάποια δομική αντινομία και έλλειψη, η οποία είναι σε βάρος του χρήστη τους και η οποία υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής και τη λειτουργικότητα των πόλεων; Ή μήπως πάλι τα αδιανόητα σε παρανομία και τελείως ανεξέλεγτα δάνεια, που διασπάθισαν κατά καιρούς ασυλλόγιστα και σκόρπισαν στα πορτοφόλια λίγων το δημόσιο χρήμα και που θυμίζουν Βαβαροκρατία, ήταν αποτέλεσμα άριστων σχέσεων πολίτη και πολιτείας; Η τέτοιου είδους νοοτροπία και οι τόσο διαβρωτικές αντιλήψεις των πολιτών θεωρούνται μήπως απόρροια μιας αδιάλειπτα ευνομούμενης πολιτείας; Ασφαλώς όχι.
Όλα αυτά τα αντινομίσματα επισωρεύτηκαν και μάλιστα σε τόσο τρομαχτικό βαθμό, γιατί ο Έλληνας έγινε ψηφοφόρος χωρίς να γίνει πρώτα πολίτης.
Συνήθισε να μιλάει ευχαρίστως και αβασάνιστα για πολιτικά συστήματα, για κόμματα και πολιτικές κοσμοθεωρίες, χωρίς να του έχει γίνει ούτε ένα μάθημα, ούτε καν η παραμικρή νύξη στο σχολείο γύρω απ’ τα τόσο ζωτικά και ενδιαφέροντα αυτά θέματα. Παρ’ όλη, όμως, την ουσιαστική άγνοιά του, συζητά ευχαρίστως και ελέγχει πρόθυμα στο καφενείο το . . . πολιτικό σύστημα της Σουηδίας, το οποίο με δυο κουβέντες βγάζει σκάρτο. Κριτικάρει τη . . . βιομηχανική οργάνωση της Ιαπωνίας, την οποία με ευκολία χαρακτηρίζει σαν αντιοικονομική και ασύμφορη για τη χώρα. Ή ακόμα κατακρίνει τη σύνθεση και τα πρόσωπα του . . . αυτοκρατορικού συμβουλίου της Αγγλίας ή του γενικού επιτελείου της Ρωσίας, τα οποία βρίσκει ακατάλληλα και αντικανονικά τοποθετημένα. Και μάλιστα, σα να επιτελεί σωτήριο για κείνους τους λαούς έργο, δεν διστάζει, ενώ πίνει ραχατλίδικα τον καφέ του, να υποδείξει τα λάθη τους και να προτείνει ακόμα και τις ‘’σωστές’’ λύσεις για τη σωτηρία τους.
Αντί να γεμίζουμε, λοιπόν, επίμονα τα πνεύματα των ψηφοφόρων μας με το βαρύ έρμα της άγνοιας και της μισαλλοδοξίας, για να βυθίζονται έτσι ολόκληροι βαθύτερα στο τέλμα της αμάθειας, ώστε να τους έχουμε, οι αετονύχηδες, σίγουρους και πρόχειρους και να μπορούμε σε κάθε εκλογική ανάγκη να τους ανασύρουμε εύκολα κι αμέσως απ’ το σκοτεινό βυθό στην επιφάνεια για να τους μετρήσουμε, ας αντικαταστήσουμε τη θολή σαβούρα των ψευδολογιών και της φτηνής πολιτικολογίας, που τους κρατάει στην αφάνεια, με καθαρό φως και αλήθεια. Ας σοβαρευτούμε πια. Ας τους ελευθερώσουμε τα χέρια και τα πόδια απ’ τα βαριά δεσμά του αρρωστημένου κομματισμού, ώστε να επιπλεύσουν κι αυτοί, όλοι, στα καθαρά νερά της γνώσης κι ας τους λύσουμε τα μάτια, για να δουν επιτέλους πρόσωπο Θεού. Να μάθουν την αλήθεια (κι έχουν πολλές αλήθειες να μάθουν), να αντιληφθούν την πραγματικότητα και να αποφασίσουν μόνοι τους και υπεύθυνα πλέον, για το δικό τους σήμερα, για το αύριο των παιδιών τους, για το μέλλον της Πατρίδας τους.
Αυτό είναι καθήκον και υποχρέωση της Πολιτείας.

No comments:

Post a Comment