Thursday, May 5, 2011

ΚΑΗΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΘΟΙ ΑΛΕΚΟΥ Ν. ΑΓΓΕΛΙΔΗ









ΚΑΗΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΘΟΙ

ΑΛΕΚΟΥ Ν. ΑΓΓΕΛΙΔΗ






ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ  1980









 Στην αγαπημένη μου σύζυγο ΔΗΜΗΤΡΑ
που για 26 χρόνια βαδίζουμε αντάμα στο δρόμο της ζωής
και περπατούμε μαζί στις στράτες της ξενιτιάς και
 στα αγαπημένα μου παιδιά
         ΝΙΚΟ  και ΒΑΣΙΛΗ
  τ’ αφιερώνω.

Α Ν Τ Ι    Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Υ


Με το πρώτο ξεφύλλισμα του βιβλίου τούτου ο αναγνώστης νιώθει μια ευχάριστη έκπληξη.
Αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ποιητική συλλογή, απόβγαλμα μόνο της ορμής του ποιητή να εξωτερικεύσει όσα ο ίδιος κρύβει μέσα του, μα μια έκφραση των καημών και των πόθων πολλών από μας.
Είναι τόσο ξέχωρη η ικανότητα του Αγγελίδη να κερδίσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να πιστεύει ότι ο κάθε στίχος μεταδίδει τις δικές του ενδόμυχες σκέψεις, που το βιβλίο δεν αφήνεται απ’ τα χέρια παρά μόνο σαν το διάβασμα φτάσει στο τελευταίο φύλλο.
Στις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες της παροικιακής μας ύπαρξης κάμποσοι ξεπρόβαλαν στο προσκήνιο κι έγιναν γνωστοί για τα νταλαβέρια τους με την ποίηση, αναμφίβολα, όμως, ο Αγγελίδης, με απαιτητικό τουπέ, έρχεται μ’ αυτή του την παραγωγή να στρογγυλοκαθίσει ανάμεσά τους και να υποχρεώσει τους υπόλοιπους, αυτούς, εσάς κι εμένα, να τον δούμε, να τον προσέξουμε και να τον ξεχωρίσουμε.
Οι συνθήκες της ρουτινιασμένης, της άχαρης και δύσκολης ζωής του Αυστραλιώτη Έλληνα δεν επιτρέπουν το ξάπλωμα έξω απ‘ τα παροικιακά μας όρια της φήμης των δικών μας ανθρώπων του πνεύματος με την ευκολία που παλιότεροι εκπρόσωποι άλλων παροικιών γίνονταν άλλοτε γνωστοί στο πανελλήνιο.
Γι’ αυτό και δεν έχουμε ψευδαισθήσεις σε προσμονές δημιουργίας στο μάνι-μάνι ενός δικού μας Καβάφη, μας φτάνει, όμως, που ανάμεσά μας έχουμ’ ανθρώπους σαν τον Αλέκο Αγγελίδη, να μας ξυπνούν κάθε τόσο απ’ το λήθαργο της Αυστραλέζικης μονοτονίας και να μας παρασέρνουν σε ανώτερα επίπεδα, πιο πνευματικά, πιο ανθρώπινα.
Έτσι, πώς ν’ αποφύγεις να του πεις ένα μεγάλο μπράβο, μα κι ένα ευχαριστώ συνάμα για τούτο του το κατόρθωμα;

           ΤΑΚΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ

















Μ Ε Ρ Ο Σ     Π Ρ Ω Τ Ο







«Δώστε φως κι ο λαός θα βρει το δρόμο του.»



      ΣΤΗ ΜΟΙΡΑ

Γυρνώ σε τόπους μακρινούς,
κάτω από ξένους ουρανούς.
Χώρες εγνώρισα πολλές
και πλούσιες και θαλερές,
μα έχουν αλλιώτικες χαρές
και γλώσσα έχουν άλλη.

Μοίρα μου, σε παρακαλώ,
κάνε μου αν θες ένα καλό.
Σαν τ’ αεράκι τ’ απαλό,
στον τόπο μου που λαχταρώ,
που πάντα έχει άνοιξη θαρώ,
πάρε με πίσω πάλι.

Ε Π Ι Θ Υ Μ Ι Α

Πίσω θα πάω το ποθώ,
στον τόπο μου θα ξαναρθώ.
Μ’ αυτή τη σκέψη όλο μεθώ,
τό ‘χω μεγάλη ελπίδα.
Όχι, δεν θέλω να χαθώ
μακριά απ’ την Πατρίδα.

Το ‘’είναι’’ μου από κει κρατά,
για κει η καρδούλα μου σκυρτά.
Εκεί η σκέψη μου πετά,
απ’ της θάλασσας τα μάκρη.

Κι εμέ μ’ αφήνει μοναχό
μέρα και νύχτα το φτωχό,
με σύντροφο παντοτινό
ολόκαυτο ένα δάκρυ.


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ

Θα πάω πίσω ορέ παιδιά,
θα πάω στην πατρίδα.
Τό ‘χω μεράκι στην καρδιά,
τό ‘χω τρανή ελπίδα.

Η πολιτεία η τρανή,
της μηχανής ο ρόγχος
έχουν για μένα πια γενεί
πνιγμού θηλιά και βρόγχος.

Μακριά στις στάνες, στα μαντριά
εκεί θα κατοικήσω
και πέρα, έξω στα χωριά
το σπίτι μου θα χτίσω.

Στο ρέμα που γοργοκυλά
τα θέμελα θ’ ανοίξω
και μες στα γάργαρα νερά
τους πόνους μου θα πνίξω.

Κει στα νερά μες στις ιτιές
πηγής  που μουρμουρίζουν,
νύφες, νεράιδες και θεές
θα με καλωσορίζουν.

Στην αγκαλιά της μοναξιάς
σαν γύρω θα ησυχάσω
και τους καημούς της ξενιτιάς
κοντά της θα ξεχάσω.

Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστα,
όπως ήμουν παιδάκι,
τα ξένα μου είν’ αταίριαστα,
με τρώνε σα σαράκι.

Ξέρω, σαν πάω στον τόπο μου
απ’ την αρχή θα ζήσω.
Το χρόνο με τον τρόπο μου
πίσω θα τον γυρίσω.

Θέλω να βγω ξημέρωμα
στην πιο ψηλή ραχούλα,
στον κόσμο το ημέρωμα
να δω πώς φέρν’ η αυγούλα.

Να δω ασημένιο ουρανό,
να βγω στα καραούλια,
ν’ ακούσω τον Αυγερινό
πώς τραγουδάει στην Πούλια.

Στα δάση, στα ψηλώματα
θέλω να σεργιανίσω,
τα μύρα και τ’ αρώματα
της πλάσης να μυρίσω.

Να δω ζαρκάδια, κυνηγούς,
να ξανακούσω αηδόνι,
να ξανοιχτώ στους ουρανούς
όπως το χελιδόνι.

Θέλω να βγω στο Μύτικα,
να δω όλα τα μέρη.
Θέλω ν’ ακούσω τζίτζικα
μέσα στο καλοκαίρι.

Να δω τα στάχυα να λυγούν
στου δρεπανιού τη λάμψη,
να δω κοπέλες να τρυγούν
στου Αύγουστου την κάψη.

Σε ήσυχη ακροθαλασσιά
ξυπόλητος να τρέξω,
στα κύματα με ξεγνοιασιά
σαν το παιδί να παίξω.

Να τριγυρνώ με τους βοσκούς,
να παίζω με τσοπάνες,
να τραγουδώ γλυκούς σκοπούς
αμέριμνος στις στάνες.

Στις καταπράσινες πλαγιές
να δω λευκά κοπάδια,
σωστές ζωγράφου πινελιές,
να βόσκουν στα λιβάδια.

Να κατεβώ στις ρεματιές,
στις λιγαριές να μπλέξω
κι ένα στεφάνι από μυρτιές
για τη ζωή να πλέξω.

Να πάω στου γεροπλάτανου
τη ρίζα να καθίσω,
για κάποιου αγώνα αθάνατου
ηρώους να ρωτήσω.

Μπρος στο ‘ξωκλήσι τ’ αδειανό,
στον καθαρό αγέρα,
να κάθομαι το δειλινό
ν’ ακούω τη φλογέρα.

Νά ‘ρχονται οι ήχοι της γλυκά
και να με νανουρίζουν,
να μου μιλούν νοσταλγικά,
θυμάρι να μυρίζουν.

Ν’ ακούω τα βελάσματα
στο σβήσιμο της μέρας,
να με τυλίγει μ’ άσματα
τ’ απόβραδο ο αέρας.

Καμπάνας ήχοι από μακριά,
αλάργη ψαλμωδία,
ν’ αντιλαλούν στη ρεματιά
σα θεία μελωδία.

Να δω στις βραχοσκαλωσιές
αετοφωλιές ανάργια.
Ν’ ακούσω στις ρημοκλησιές
πώς κλαίει η κουκουβάγια.

Κι ένα σταυρό κάθε πρωί
με λούλουδα να ραίνω,
την όψη του την παγερή
με δάκρυ να ζεσταίνω.

Να τρέχω μέσα στο χιονιά
στους λόγγους πάνω-κάτω
και να ραγίζει η παγωνιά
στα πόδια μου από κάτω.

Οξιές να βλέπω γέρικες
να στέκουν σαν κολώνα,
καμαρωτές σαν πέρδικες
με τ’ άσπρα του χειμώνα.

Να τις λυγίζει ο βοριάς
κι αυτές ν’ αγκομαχούνε,
να τις ρωτώ της κλεφτουργιάς
τραγούδια να μου πούνε.

Σε κάθε βράχου την κορφή
αξέγνοιστα σαν τρέχω
και μια αθάνατη μορφή
για συντροφιά θα έχω.

Κι όταν η νύχτα στολιστεί
με του χιονιού τα κάλλη,
στην κάμαρά μου τη ζεστή
να βράζει το τσουκάλι.

Στο τζάκι να τριζοβολούν
τα κούτσουρα πελώρια
κι οι φλόγες, λόγχες ν’ απειλούν
τα κρύα ξεροβόρια.

Το τραγουδάκι της φωτιάς,
καθώς θα σιγοτρίζει,
ως μες στα βάθη της καρδιάς
θε να με νανουρίζει.

Των ξύλων ο σιγοτριγμός,
του τσουκαλιού η βράση,
ο μυρωδάτος ο ατμός
θα ευφραίνουνε την πλάση.

Στης φλόγας τα πηδήματα
που τη φωτιά αναδεύουν,
θα νιώθω χέρια πού ‘φυγαν
ξανά να με χαϊδεύουν.

Κι όταν ξανάρθει άνοιξη
κι ανθίσουν τα λουλούδια,
ο Απρίλης με κατάνυξη
κι ο Μάης με τραγούδια,

θα στάζουνε ανθόνερο,
βάλσαμο στην ψυχή μου,
να ζωντανεύει τ’ όνειρο,
η μοναδική ευχή μου.

Θα πάω πίσω ορέ παιδιά,
θα πάω στην πατρίδα.
Τό ‘χω μεράκι στην καρδιά,
τό ‘χω τρανή ελπίδα.



Π Υ Δ Ν Α  -  Κ Ι Τ Ρ Ο Σ

Τον Όλυμπο έχεις σκέπη σου, προστάτη τα Πιέρια
και σε κρατά ο Θερμαϊκός μες στα υγρά του χέρια.
Έχεις τις ρίζες σου βαθιά μέσα στην Ιστορία
κι είσαι απ’ τ’ αρχαιότερα πάνω στην Πιερία.
Ο Ποσειδώνας σ’ όριζε κι ο Δίας σ’ οδηγούσε,
ο Φίλιππος σε άνδρωνε κι ο κόσμος σε ποθούσε
Εδώ οι Μούσες έρχονταν στα δάση σου να παίξουν,
στη γαλανή σου θάλασσα τα πόδια τους να βρέξουν.
Εδώ του Ορφέα ακούστηκε η θεϊκή η λύρα
και του Περσέα γράφτηκε εδώ η μαύρη μοίρα.
Στους κάμπους σου ο Αλέξανδρος γυμνάζονταν στα βέλη
κι εδώ εδιδασκότανε απ’ τον Αριστοτέλη.

Παλιοί μεγάλοι άρχοντες κι αρχαίοι βασιλιάδες
για σένα κάναν πόλεμους και στήνανε καυγάδες.
Ζηλέψανε τη θέση σου, τα πλούτη σου, τη δόξα
κι ήρθαν μπροστά στα τείχη σου μ’ ασπίδες και με τόξα
στρατοί πολλοί και άγνωστοι για σένα να πεθάνουν·
με τ’ ακριβό το αίμα τους το χώμα σου να ράνουν.
Η Σπάρτη εσένα ζήλεψε κι η Αθήνα σε ποθούσε
κι ο Δημοσθένης πάντοτε για σένανε μιλούσε.
Τον τόπο σου εστόλιζε παλάτι τ’ Αλεξάνδρου
κι εδώ οι φωνές ακούστηκαν του Άγη, του Κασσάνδρου,
που όλοι τους προσπάθησαν για να σε κατακτήσουν,
στην ξακουστή την πόλη σου το θρόνο τους να στήσουν.

Η Ρώμη σ’ επιθύμησε και σ’ έβαλε στο μάτι,
γιατ’ ήσουνα τρισδόξαστο ελληνικό κομμάτι
και τ’ όνομά σου ζήλεψε πού ‘λαμπε στους αιώνες,
γι’ αυτό στρατό της έστειλε κι άριθμες λεγεώνες
μ’ ονομαστούς της στρατηγούς, τον Κόιντο Φλαμινίνο,
τον Πόπλιο Λικίνιο, τον Αύγουστο Οστίλο,
που χρόνους πέντε πάσχιζαν έξω απ’ τα σύνορά σου
την πόλη σου να πάρουνε, τα κάστρα τα δικά σου.
Σε θαύμασε ο ύπατος Αιμίλιος ο Παύλος,
που σαν κι αυτόν δεν ήτανε μέσα στη Ρώμη άλλος.
Μπροστά στα τείχη σου έφτασε ο ξακουστός Σκιπίων
σαν διάβηκε τον Αίσονα και πάτησε το Δίον.

Εδώ περάσαν Δόγηδες, Αύγουστοι και Ρηγάδες,
Δεσπότες και Μπεόπουλα, Κόμητες και Αγάδες.
Εδώ, με τα χαρέμια τους ερχόταν οι Σουλτάνοι
κι ακολουθούσαν Μπέηδες, Πασάδες, Δραγουμάνοι
στα δάση σου τα σκιερά, στα πλούσια σου χωράφια
να κυνηγήσουν πέρδικες, ζαρκάδια και ελάφια.
Και Σταυροφόροι έφτασαν και στις ακτές σου βγήκαν.
Κουρσάροι κι Αρβανίτηδες στο χώμα σου θαφτήκαν.
Ήσουν κλειδί στης θάλασσας και στης στεριάς το δρόμο
κι αλλού κουράγιο έδινες κι αλλού σκορπούσες τρόμο.
Ήσουνα Πύδνα ζηλευτή και δοξασμένη Χώρα,
μα Κίτρος σαν σε είπανε σε πήρε η κατηφόρα.


     ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Μες στα βαθιά χαράματα στις δεκαέξ’ τ’ Οκτώβρη,
ξάφνου ο Δίας ξύπνησε κι αλαφιασμένα τρέχει
στου Ολύμπου τις βουνοκορφές, στα θεϊκά λιμέρια.
Σειέται από ρίζα ο Όλυμπος και ζώνεται μ’ αντάρα.
Τ’ αγριοπούλια σκιάζονται και τα θεριά λουφάζουν.
Τρέμουν οι πέτρες του βουνού και τα φαράγγια χάσκουν
στα πόδια του βαρύγδουπου θεού που παραδέρνει,
να βγει γοργά ψηλόκορφα, να στήσει καραούλι,
να δει σαν πια λεβεντουριά τον ξύπνησ’ απ’ τον ύπνο.

Ψηλά από το Μύτικα τους κάμπους αγναντεύει.
Βλέπει μπροστά τον Κίσαβο και τα Πιέρια δίπλα
νά ‘ναι τα πλάγια τους μεστά, γιομάτα από ηρώους.
Γιομάτα Αγαμέμνονες, γιομάτα Λεωνίδες,
Δυσσέηδες και Αίαντες, Νικηταράδες, Διάκοι.
Ζωντάνεψαν οι αθάνατοι και παν κατά χιλιάδες.
Τρέχουν σα φτεροπόδαροι, ντυμένοι όλοι τσολιάδες.

Κοιτά ο Ζευς τον Πηνειό, το θρόνο του που βρέχει·
βλέπει αθάνατη Τουρκιά αλλόφρονα να τρέχει,
αφήνοντας τα σκιερά τα δασωμένα Τέμπη.
Αλλαφιασμένη αναζητά στον κάμπο για να έμπει,
να βρει δρομί και διάβαση, πιο μακριά να φύγει.
Τούτη την τρομερή στιγμή βρόγχος, θηλιά έχει γίνει
τόσων αιώνων άδικο κι ασφυχτικά την πνίγει.

Τα μάτια του τ’ αστραφτερά ο Κοσμοσείστης στρέφει
πάνω προς τα Πιέρια κι όλες τις Μούσες γνέφει,
να στήσουν πάλι το χορό και στη σειρά να μπούνε
κι αντί για λύρα θεϊκιά κι άσματα του Ορφέα,
τη λευτεριά να τραγουδούν με το λαό παρέα.

Βροντάει το λιανοντούφεκο. μουγκρίζουν τα κανόνια.
Και μπρος στην κόψη του σπαθιού, την τρομερή γιαλάδα
η Ιστορία ξαναζεί, αντανακλά η Ελλάδα.
Σπάει το Σαραντάπορο και τα στενά της Πέτρας.
Στο Καταφύγι ανέβηκε το Σύνταγμα Τρικάλων
και πανικό εσκόρπισε μες στην Τουρκιά και σάλον.

Αδέλφια, ήρωες, θεοί, παίδες Ελλήνων Ίτε,
Ραγιάδες, σκλάβοι χτεσινοί λεύτεροι συναχτείτε.
Το μύρο και το άρωμα της λευτεριάς χαρείτε.
Να οι τσολιάδες, έρχονται, μπαίνουν στην Κατερίνη . . .
Η πόλη είναι λεύτερη μαζί με τα χωριά της
κι η Μάνα πόσο χαίρεται που βρήκε τα παιδιά της . . .

Αχ Μούσα, νά ‘χα δύναμη, με λόγια να μπορούσα
κι εγώ ο μικρός. ο αδύναμος, την άγια ώρα ετούτη,
της πόλης το λευτέρωμα να γλυκοτραγουδούσα . . .
Ω, τι χαρά, τι θρίαμβος και τι γλυκό το κλάμα,
τι απαλό το δάκρυ του, που οι θεοί προστάξαν,
να χύνουν οι λευτερωτές κι οι λεύτεροι αντάμα!

Δάκρυ γλυκό κι αλλιώτικο, δάκρυ χαρά γιομάτο,
που ξαλαφρώνεις την καρδιά, το μάγουλο απαλαίνεις . . .
Χαρά στο σκλάβο που ένιωσε τα μάτια του να υγραίνεις.
Πού ‘χεις τρανό διάφορο απ’ τον πικρό το θρήνο,
το θρήνο της φτωχολογιάς, του ορφανού το δάκρυ,
του σκλάβου τ’ αναφιλητό και του κατατρεγμένου.

Δάκρυ σκλαβιάς κι ατίμωσης, δάκρυ της καταφρόνιας,
στάζεις στα μάτια απόγνωση και στην καρδιά φαρμάκι.
Δάκρυ πικρό ξεχάσου πια. Ο χρόνος ας σε πάρει.
Το δέντρο που επότιζες για τετρακόσια χρόνια,
αστροπελέκι έπεσε και τό ‘καψε αιώνια.

Στα μάτια που τα στέρεψες, δάκρυ φαρμακωμένο,
τώρ’ αναβλίζει βάλσαμο, δάκρυ γλυκό, αγιασμένο
και σβήνει όλους τους καημούς, τους θρήνους τους ξεπλένει.
Ώρα ανάστασης λαού απ’ της ακλαβιάς τα βάρη,
το δάκρυ της λευτέρωσης στο μάτι έχει άλλη χάρη.

Πάνω στην αγαλίαση, στης λευτεριάς τη μέθη,
όπου θεοί και άνθρωποι γιορτάζουν και φιλιούνται,
στο Δία φτάνει μήνυμα απ’ την Κλωθώ, που γνέθει
του καθενός τα νήματα και το κουβάρι ορίζει.
Μεγάλου ήρωα έφτασε το ριζικό το μαύρο.
Μέσα στης μάχης τον αχό, ενώ έμπαινε στην πόλη,
νεκρό με τους αθάνατους τον άφησ’ ένα βόλι.

Δάκρυα κυλούν στα μάγουλα του θείου γιου του Κρόνου,
σαν έμαθε το θάνατο του ήρωα Σβορώνου.


ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ

Όταν μας πρωτομάζεψες τριγύρω σου μια μέρα
και τις καρδιές μας ζέστανες κάτω απ’ τα φτερά σου,
όλοι μας σ’ αγαπήσαμε, σα νά ‘σουνα Μητέρα
και συ μας σφιχταγκάλιασες σα νά ‘μασταν παιδιά σου.

Παρήγορα μας δέχτηκες, στοχαστικά μας είπες:
«Γίνετε αδέλφια, συγγενείς. Κάντε χαρές τις λύπες.
Δώστε όλοι τα χέρια σας και σφιχτοκρατηθείτε,
στα τρίστρατα της ξενιτιάς δεν πρέπει να χαθείτε.»

Σα μάνα μας συμβούλεψες, μας έδωσες κουράγιο.
Κοντά σου όλοι βρήκαμε λιμάνι και μουράγιο.
Η τρικυμισμένη μας ψυχή ‘π’ του χωρισμού τη μπόρα
σε σένα βρήκε βάλσαμο εδώ στην ξένη χώρα.

Θάρρος εσύ μας έδωσες και δύναμη κι ελπίδα
και πρώτη εσύ μας μίλησες για γλώσσα, για Πατρίδα.
Εσύ μας πρωτοέμαθες ν’ αντέχουμε στον πόνο
και η καρδιά μας να χτυπά για την Ελλάδα μόνο.

Κι αν έρθει ώρα μισεμού, φύγει κανείς μακριά σου,
κράτα το λάβαρο ψηλά με τ’ άλλα τα παιδιά σου
κι αδίσταχτη Αδελφότητα πάντα μπροστά προχώρα.
Μείνε κομμάτι ελληνικό στη μακρινή αυτή χώρα.

Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ

Η σκέψη μου, αερικό,
στο σπίτι μου το πατρικό,
πού ‘μεινε άδειο και βουβό
εκεί ξαναγυρνάει.

Το βλέπει άψυχο, σβηστό,
αμίλητο και σκοτεινό
κι αφήνει πόνου στεναγμό
καθώς το σεργιανάει.

Κυνηγημένη απ’ τη σιωπή,
κάποιον ζητά, κάτι να πει.
Παίρνει τους δρόμους σκυθρωπή,
που ξένοι της φανήκαν.

Βγαίνει στα μνήματα γοργά
και σκέφτεται κι αναπολά,
πώς τόσα προσωπά γλυκά
όλα σταυροί γενήκαν . . .

Μες στους σταυρούς που προσπερνά,
–λύπη ο καθένας της κερνά-
μια πλάκα γνώριμη ζητά
πού ‘ναι στην άκρη πέρα.

Δίπλα της στέκεται δειλά
κι αργοχαϊδεύει απαλά
τον κρύο πέτρινο σταυρό
του γέρου μου πατέρα.

Σκυφτή του λέει ψιθυριστά:
 «ήρθα ξανά για συντροφιά
κι αυτά είναι για σένα».
Και απιθώνει ευλαβικά
λίγα λουλούδια –αερικά-
που φέρνει απ’ τα ξένα.

Γυρτή στον τάφο του ψηλά
στέκει και του χαμογελά
κι όλη τη νύχτα του μιλά
και του μιλά . . . και του μιλά . . .
και πριν να φύγει του φιλά
της πλάκας του την άκρη.
Ψυχρή απ’ το κύμα το μαβί
κρύα γυρίζει την αυγή,
προτού ο ήλιος καλοβγεί.
Και με ξυπνά καθώς γυρνά
και απορεί και με ρωτά,
γιατί στο μαξιλάρι μου
αργοκυλά ένα δάκρυ.


Ο Ι   Κ Α Λ Ο Γ Ε Ρ Ο Ι

Τρεις καλόγεροι μια μέρα
καταφτάσαν στο χωριό,
τη σοδιά να ευλογήσουν
κι όλο το νοικοκυριό.

Φέραν λείψανα αγίου,
εικόνα είχαν θαυματουργή
κι υποσχέθηκαν να φέρουν
δροσερή βροχή στη γη.

Πέντε μουλάρια οδηγούν
όλα καλοθρεμένα
κι έχουν κουδούνια με λουριά
απ’ το λαιμό δεμένα.

Αχολογούν μες στο χωριό
σαν ηχηρές καμπάνες.
Αναστατώσαν τα σκυλιά,
εξόργισαν τις μάνες.

Γιατί τα κυπροκούδουνα
με τα χτυπήματά τους
κι οι σκύλοι με το γαύγισμα
ξυπνούνε τα μωρά τους.

Ένας καλόγερος μπροστά
με μια μαγκούρα πάει
κι ο άλλος στου καραβανιού
το τέλος ακλουθάει.

Ο τρίτος πάει κι έρχεται
και τα σκοινιά προσέχει,
μην τους λυθεί κανα σακί,
το νου του πάντα έχει.
Κι οι τρεις τους διώχνουν τα σκυλιά,
μην τα σακιά τους σκίσουν.
Πολλές φορές οι χωριανοί
πρέπει να τα γεμίσουν.

Ο Γούμενος το τόνισε
και το χωριό το ξέρει,
παίρνει ο Άγιος ακριβά,
νά ‘ρθει σ’ αυτά τα μέρη.

Μα ο Πρόεδρος κατάφερε,
αφού λεφτά δεν είχαν,
να πάρει ο Άγιος γέννημα
ή ό,τι άλλο είχαν.

Μπαίνουν σε όλες τις αυλές
και σπίτι δεν αφήνουν
κι οι χωριανοί μ’ απλοχεριά
στάρι, κριθάρι δίνουν.

Γοργά γεμίζουν τα σακιά
και τρίζουν τα σαμάρια
κι από το βάρος ξεφυσούν
τα πέντε τα μουλάρια.

Δίνουν στον Άγιο μπόλικο,
ίσως και τους προσέξει,
βοηθήσει και ο Γούμενος
και στο χωριό τους βρέξει.

Σαν στιβαχτήκαν τα σακιά
σωρός τό ‘να πάν’ στ’ άλλο
και μπερεκέτι μάζεψαν
‘πο πέρσι πιο μεγάλο,

οι καλογέροι ζύγιαζαν
και γράφαν στα δευτέρια,
ενώ οι χωριάτες έμεναν
με αδειανά τα χέρια.

Μαζέψαν το ‘’δικαίωμα’’
οι μοναχοί και φύγαν
και στο απέναντι χωριό
τον Άγιο τους τον πήγαν.

Ο τόπος πάλι έμεινε
μέσα στην ξηρασία,
μα όλοι τους περίμεναν
κάποια ευεργεσία.

Πίστευαν, ήταν σίγουροι,
ότι τους λυπηθήκαν
και Άγιος και καλόγεροι
που τόσο πληρωθήκαν.

Το ότι οι μέρες έφευγαν
και η βροχή αργούσε,
στο καφενείο ο Πρόεδρος
έτσι δικαιολογούσε:

«Οι αγαθοί οι μοναχοί
μας έκαναν τη χάρη,
ενώ λεφτά δεν είχαμε,
να πάρουνε σιτάρι

και μόνοι τους προσφέρθηκαν,
με τρόπο αυτοί που ξέρουν,
μια μέρα πιο καλύτερη
στον τόπο για να φέρουν.

Αντί γι’ αυτή την προσφορά
να τους ευγνωμονούμε,
εμείς είμαστ’ αχάριστοι
και ανυπομονούμε.

Ζητάτε όλοι σας βροχή,
να γίνουν τα χορτάρια.
Σκεφτήκατε τι θα τραβούν
στις λάσπες τα μουλάρια;

Και οι φτωχοί καλόγεροι
με τόση φασαρία
πώς θα γυρνάνε μούσκεμα
μες στην κακοκαιρία;

Μου τό ‘παν. Θα μας βγάλουνε
από αυτά τα χάλια.
Μόν’ δώστε τους λίγο καιρό
να μάσουν τα τσουβάλια.»

Τον Πρόεδρο τον πίστευαν
κι όλοι τον εκτιμούσαν.
Ακόμα κι οι καλόγεροι
σ’ αυτόν ίσια τραβούσαν.

Εκεί ξημεροβράδιαζαν
και τρώγαν και μεθούσαν
και απ’ αυτόν τα πιο πολλά
στο διάβα τους μαδούσαν.

Οι μοναχοί όμως καιρό
για προσευχές δεν είχαν.
Το καλοκαίρι έφευγε
κι οι δόλιοι το κατείχαν.

Γι’ αυτό και ήταν βιαστικοί
τον κάμπο να γυρίσουν,
πριν νά ‘ρθει το φθινόπωρο
και οι βροχές αρχίσουν.

Όσο ο καιρός επέτρεπε,
το πιάνανε στα σβέλτα
κι όλα του κάμπου τα χωριά
γυρίζανε αβέρτα.

Όταν θα ξαναπήγαιναν
στο μοναστήρι πάλι
και θά ‘χαν καθαρό μυαλό
και ήσυχο κεφάλι,

τότε, που χιόνια θά ‘πιαναν
και παγωνιές και κρύα,
παράκληση θα έκαναν,
να πάψει η ανομβρία.

Την πούληση των σιτιρών
μόλις ταχτοποιούσαν
κι οι τρεις μαζί θα πήγαιναν
και θα παρακαλούσαν

το Γούμενο, να σηκωθεί,
αφού δει τα δευτέρια,
να πάει στον Άγιο γρήγορα
κι όχι με άδεια χέρια.

Με μπόλικα ταξίματα
χάρη να του ζητήσει.
Να πάει ο ίδιος στο Θεό
και να μεσολαβήσει,

κάτι να γίνει σύντομα,
γιατ’ οι μέρες περνάνε
και γρήγορα θά ‘ρθει γι’ αυτούς
καιρός να ξαναπάνε,

πίσω στα ίδια τα χωριά
κι απ’ την αρχή ν’ αρχίσουν.
Κι αλίμονό τους αν τυχόν
οι χωριανοί ξυπνήσουν.

Τίποτ’ απ’ ό,τι τού ‘φεραν
μη λυπηθεί να δώσει.
Κι αν δεν λυπάται τα χωριά,
αυτούς ας ξελασπώσει.

Του χρόνου περισσότερα
οι ίδιοι θα του φέρουν,
τώρα που μάθαν τη δουλειά
κι όλα τα κόλπα ξέρουν.

Στο Γούμενο αυτά θα πουν
σαν παν στο μοναστήρι.
Γι’ αυτόν κι οι τρεις δεν προσπαθούν;
δεν τρέχουν στο λιοπύρι;

Τώρα όμως κυλούσε ο καιρός
κι ο κόσμος είχε ανάψει
κι οι κάτοικοι είχαν καεί
απ’ τη μεγάλη κάψη.

Σύννεφο δεν φαινότανε
στον ουρανό για μήνες
κι ο ήλιος τους κεραύνωνε
με φλογερές ακτίνες.

Ένας διαβάτης πέρασε
απ’ το χωριό μια μέρα
κι είδε ανθρώπους σκυθρωπούς,
κακομοιριά και ξέρα.

Στο καφενείο ρώτησε,
για να του πουν τι τρέχει
κι αυτοί τού ‘παν πως πλήρωσαν
να βρέξει, μα δε βρέχει.

Όταν άκουσε ο ξένος
όλο αυτό το ιστορικό,
εσυμπάθησε, είν’ αλήθεια,
το κακό τους ριζικό.

«Πώς πιαστήκατε», τους είπε,
«σαν τα ψάρια του γιαλού;
Αφού ήταν με παράδες,
δεν ρωτούσατε κι αλλού;»


ΤΟ ΨΑΡΑΚΙ

Είμαι απ’ τα πέντα ψάρια τό ‘να.
Εκείνο που ευλόγησε ο Χριστός.
Τ’ αδέλφια μου δεν απομείναν μόνα
κι ούτε ο γιαλός είναι κλειστός.

Τον είδα στα νερά σαν περπατούσε
και βάδιζε στα κύματα ορθός.
Τον είδα, όταν κι εμάς μας ευλογούσε
κι απ’ τη μορφή Του εκαταύγαζε ο βυθός.

Λαλιά δεν έχω να μιλήσω,
μα είναι καλύτερη η σιωπή.
Και σιωπηρά μπορώ να τον υμνήσω.
Η γλώσσα μου σαν τι να πει;

No comments:

Post a Comment