Thursday, May 5, 2011

Τεχνίτες χωρίς τέχνη


Τεχνίτες χωρίς τέχνη
‘’Ο. Β.’’ 13 Μαΐου 1984

 Στο προηγούμενο άρθρο μας, μ’ όλη την καλή μας πρόθεση, αναφερθήκαμε στην έλλειψη άρτια καταρτισμένων τεχνιτών. Το γεγονός αυτό της έλλειψης τεχνικής κατάρτησης, το οποίο εύκολα εκ των πραγμάτων διαπιστώνεται και το οποίο θα παραδέχονται, έστω και σιωπηρά, όχι μόνο οι λιγοστοί πραγματικοί τεχνίτες, αλλά κι αυτοί ακόμα οι ακατάρτιστοι κι «άτεχνοι» (γιατί ο άνθρωπος, όταν αυτοσυγκεντρώνεται, βλέπει τον εαυτό του, τον κρίνει, βουβά μεν αλλά έντιμα και τον κατατάσσει, έστω και για πολύ λίγο, εκεί που πραγματικά ανήκει), συμβάλλει, μαζί με την ανευθυνότητα των καταρτισμένων αρμοδίων, στις ακαλαίσθητες προχειρότητες και στα κακότεχνα, οικτρά και σε τελική ανάλυση πολυδάπανα κατασκευάσματα. Σε έργα τελευταίας διαλογής θα λέγαμε.
Με τις απόψεις μας θα συμφωνήσουν οπωσδήποτε και οι καλής πρόθεσης εργοδότες -φορείς ή ιδιώτες-, οι οποίοι πλήρωσαν  και εξακολουθούν να πληρώνουν τη μπομπότα για παντεσπάνι.
Για να σταματήσει πλέον αυτό το κακό, θα πρέπει να παρθούν ορισμένα μέτρα, τόσο απ’ την πολιτεία, τα διάφορα επαγγελματικά σωματεία, τις συντεχνίες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όσο κι απ’ τους ίδιους τους επίδοξους τεχνίτες.
Και πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να επιδιωχθεί ο όσο το δυνατόν εφικτός καταρτισμός των τεχνιτών μας. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να κατορθωθεί η αλλαγή της επικρατούσας σήμερα νοοτροπίας, η οποία συνδέει τον τεχνίτη με την τέχνη του και ρυθμίζει τις σχέσεις τεχνίτη – εργοδότη.
Κι εδώ δεν εννοώ τα ωράρια εργασίας, τα μεροκάματα ή τη νομική ρύθμιση των σχέσεων αυτών, αλλά την ηθική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στον εργοδότη και τον τεχνίτη. Γιατί η σχέση αυτή, στο βαθμό που έχει φτάσει σήμερα, είναι ο διαβρωτικός παράγων, που αφήνει την αρνητική σφραγίδα του σ’ όλες τις κατασκευές.
Σήμερα, που οι προσπάθειες της πολιτείας δραστηριοποιούνται προς τόσες και τόσες θετικές κατευθύνσεις για τη βελτίωση του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα, με διαλέξεις, θέατρα, πολιτιστικές εκδηλώσεις κλ.π.. Σήμερα, που γίνεται προσπάθεια προαγωγής του πνεύματος με κάθε είδους σεμινάρια, μαθήματα λαϊκής επιμόρφωσης, λαϊκά πανεπιστήμια κι ανοιχτά εργαστήρια. Σήμερα, που προσπαθεί να εξελιχθεί και να επικρατήσει και στον τόπο μας ένα φαινόμενο που ζει και δρα έντονα στις προηγμένες πνευματικές χώρες, οι οποίες αντιλήφθηκαν νωρίτερα πιο καλύτερα το νόημα του κοινωνικού συνόλου και συνέλαβαν σωστότερα τη σημασία της προαγωγής της κοινωνικής ζωής. Σήμερα, δε θα είναι καθόλου δύσκολο στην πολιτεία, μαζί με τις προσπάθειές της για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών της, να προωθήσει κι ένα πρόγραμμα πληρέστερης τεχνικής κατάρτισης κι επαγγελματικής συμπλήρωσης των κάθε είδους τεχνιτών μας, άσχετα αν αυτοί είναι «αφεντικά» ή «τσιράκια» που είχαν την ατυχία να γίνουν «τεχνίτες», χωρίς ατυχώς να γνωρίζουν, τουλάχιστον όσο επιβάλλεται, την τέχνη που εξασκούν.
Σήμερα, που η πολιτεία έβαλε σα σκοπό της την πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας και εργάζεται, όπως το διαπιστώνουμε, όσο μπορεί, για τον πολεοδομικό σχεδιασμό των πόλεων  και των χωριών μας, επιβάλλεται και η εκ παραλλήλου βελτίωση των τεχνιτών μας, αν θέλει να δει κάποτε τις επιδιώξεις της ολοκληρωμένες.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να ξεκινήσει και να εφαρμοστεί, μέσω των διαφόρων τεχνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τεχνικών επιμελητηρίων, συνδέσμων επιστημόνων τεχνικών, ιδιωτών, πολιτικών κλπ. μηχανικών και κάθε άλλου κατάλληλου φορέα και να διοχετευτεί στους άμεσα ενδιαφερόμενους τεχνίτες, υπό μορφή ΔΩΡΕΑΝ θεωρητικών και εργαστηριακών μαθημάτων.
Η όλη προσπάθεια θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τη βοήθεια των κατά τόπους τεχνικών σωματείων, τα οποία, με σωστή πληροφόρηση και με θερμό και ειλικρινές ενδιαφέρον, να παρωτρύνουν τα μέλη τους να παρακολουθήσουν με ζήλο και θέληση όλα τα μαθήματα, ώστε να αποβούν χρήσιμα και σ’ αυτούς τους ίδιους και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα.
Υπάρχουν απλά μεν αλλά βασικά πράγματα, που θα πρέπει να γνωρίζουν οι τεχνίτες μας, τα οποία, δυστυχώς, η πλειονότητά τους δεν έμαθε και δεν κατανόησε ποτέ. Πράγματα με τα οποία, ενώ ασχολούνται κάθε μέρα, τα εκτελούν μηχανικά κι επιπόλαια, χωρίς να τα έχουν συλλάβει και χωρίς να τα έχουν αιτιολογήσει τεχνικά. Και τα πράγματα αυτά, ούτε πολύπλοκα, ούτε πολυσύνθετα και δυσνόητα είναι. Κι ούτε, για να αντιληφθούν χρειάζεται κάποια γυμνασιακή ας πούμε μόρφωση.
Είναι εύκολο π.χ. να εξηγήσουμε και στον πιο απλό οικοδόμο, γιατί το χαρμάνι του τσιμέντου πρέπει να έχει την α ή τη β ρευστότητα και ποια θα πρέπει να είναι η επιτρεπτή -σύμφωνα με την επιστημονική παραδοχή και την ισχύουσα νομοθεσία- αναλογία και συνοχή του, χωρίς να χρειάζεται να αραδιάσουμε διαφορετικές εξισώσεις ή αλυσίδα αλγεβρικών πράξεων.
Επίσης, είναι εύκολο να εξηγηθεί, χωρίς τη χρήση πολύπλοκων μαθηματικών και ευκολότατα να γίνει αντιληπτό με ένα απλό μόνο διάγραμμα, γιατί τα σίδερα μιας τσιμεντοκολόνας ή ενός δοκαριού πρέπει να είναι τρεις πόντους, για παράδειγμα, μέσα στο τσιμέντο κι όχι μισό ή έξι και γιατί είναι τελείως απαράδεχτο να βρίσκονται τελείως έξω απ’ την κολόνα. Ή πάλι, γιατί δεν κάνει να βάζουμε τους πλαστικούς σωλήνες και μάλιστα τους τετράγωνους, στις υδροαποχετεύσεις μόνο ένα τέταρτο του πόντου κάτω απ’ το τσιμέντο των πεζοδρομίων και γιατί πρέπει να βάφουμε τα κάγκελα και τις σιδεροκατασκευές αμέσως μετά την κατασκευή τους στο εργαστήρι και να μην τις αφήνουμε πρώτα να σκουριάσουν κι ύστερα να τις βάφουμε σκουριασμένες. Τι συντελεί στο μούχλιασμα των τοίχων των δωματίων και πώς αποφεύγεται απ’ το χτίσιμο ακόμα κλπ. κλπ.. Δηλαδή, πράγματα απλά μεν, αλλά ουσιώδη και βασικότατα. Αυτά θα πρέπει να αναλυθούν στους τεχνίτες, να γίνουν αντιληπτά, ώστε να τα ενστερνιστούν, να τα παραδεχτούν και να τα εφαρμόσουν. Αλλά, όπως είπα και παραπάνω, δεν φτάνει μόνο η καθαρά τεχνική κατάρτιρη, όσο τέλεια κι αν είναι. Χρειάζεται και το σπάσιμο της εσφαλμένης νοοτροπίας που επικρατεί στις από ηθικής πλευράς σχέσεις εργασίας.
Παράδειγμα: Προ ημερών χτίστης συμφώνησε με τον προϊστάμενο δημόσιας υπηρεσίας της πόλης μας να χτίσει για λογαριασμό της υπηρεσίας τουβλότοιχο 3,70 τ.μ. αντί 2500 δραχμών. Όταν, όμως, σε λίγες ώρες τελείωσε τη δουλειά ζήτησε να πληρωθεί 5500 δραχμές.
Δεν ξέρω τι θέση θα πάρει στην περίπτωση αυτή η επιθεώρηση εργασίας και με ποια ποινή το αρμόδιο σωματείο θα τιμήσει το παρεκτραπέν μέλος του, αν τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς.
Πάντως θα ήταν επιβεβλημένο και οπωσδήποτε ωφέλιμο να δημοσιευτούν τα επακόλουθα αυτής της περίπτωσης με ονόματα και στοιχεία, προς γνώση και συμμόρφωση.
Η νοοτροπία, λοιπό, αυτή, η ασυνέπεια, η αθέτηση των λόγων κλπ. έχει πολύχρονο παρελθόν και χρειάζεται πολλή δουλειά και πάρα πολλή καλή θέληση απ’ όλους τους ενδιαφερόμενους για να σπάσει, να διαλυθεί και να σβήσει απ’ την κοινωνία μας.
Και μια συστηματική και επίμονη προσπάθεια επαγγελματικής κατάρτισης των τεχνιτών μας θα έχει ταυτόχρονα οπωσδήποτε και σαν αντικείμενό της και την αλλαγή αυτής της φθοροποιού κι απαράδεκτης νοοτροπίας.
Τα προτεινόμενα μαθήματα θα πρέπει να έχουν κάποιο υποχρεωτικό χαρακτήρα και η παρακολούθησή τους να είναι επιβεβλημένη σ’ όλους τους τεχνίτες όλων των κλάδων και ύστερα από ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα να παίζει, μέχρις ενός βαθμού, κάποιο καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω σταδιοδρομία τους. Για παράδειγμα. Ένας κάποιος αριθμός ωρών παρακολούθησης να είναι απαραίτητος για την ανάθεση σ’ ένα τεχνίτη μιας υπεύθυνης δουλειάς, για την επιδότησή του σε περίπτωση ανεργίας, για την κατάταξή του σε ανώτερο μισθολόγιο, για την εγγραφή και προώθησή του μέσα στο σωματείο του κλπ. κλπ..
Είναι, βέβαια, αυτονόητο πως τα μαθήματα αυτά θα γίνονται σε ώρες και μέρες τέτοιες, που να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να τα παρακολουθούν, χωρίς να χάνουν μεροκάματα ή ώρες δουλειάς. Επίσης, είναι δυνατό να επιδοτούνται οι «μαθητές» ολικά ή μερικά από κάποιον κρατικό φορέα, για τις ώρες «σχολείου».
Όταν παρθεί μια τέτοια απόφαση, οι λεπτομέρειες φυσικά είναι εύκολο να ρυθμιστούν απ’ τα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Όλα είναι δυνατό να γίνουν όταν υπάρχει ενδιαφέρον, καλή πρόθεση και προπαντός θέληση για μάθηση, για βελτίωση των κλάδων, για πρόοδο της πατρίδας μας.


Η Δημοτική Αγορά της Κατερίνης

‘’ Ο. Β.’’ 27 . 5 . 84

Αύριο, Δευτέρα 28 Μαΐου, το απόγευμα, με πρωτοβουλία ορισμένων φορέων της πόλης μας, θα γίνει στο Πνευματικό Κέντρο ανοιχτή συζήτηση για το επίμαχο θέμα της Δημοτικής Αγοράς.
Απ’ ότι γνωρίζουμε, έχουν κληθεί η τοπική αυτοδιοίκηση και πάρα πολλοί φορείς της πόλης μας (πιστεύω όλοι) κι ελπίζουμε πως όλοι θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα αυτό και θα προσέλθουν ευχαρίστως, ώστε, τούτη τη φορά, να καταστεί δυνατό να ακουστούν όλες οι γνώμες και όλες οι απόψεις όλων των φορέων του τόπου και να λυθεί τελειωτικά το επίμαχο και ζωτικό για την πόλη μας αυτό θέμα.
Από πλευράς της η στήλη αυτή εξέφρασε παλιότερα και με πολλές λεπτομέρειες τις απόψεις της. Σήμερα εύχεται, οι αυριανές συζητήσεις και οι ανταλλαγές απόψεων να γίνουν μέσα σε κλίμα ήπιο, ψύχραιμο και εποικοδομητικό. Να αποφευχθούν με κάθε τρόπο οι εκνευρισμοί και οι αντεγκλήσεις και όλοι όσοι θα παραστούν να αρθούν στο ύψος που επιβάλλει η σοβαρότητα του θέματος. Οι απόψεις και οι γνώμες που θα εφαρμοστούν, να είναι απαλλαγμένες από κάθε κομματικό, ατομικό ή άλλο ιδιοτελές ελατήριο και να στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο στο καλό της πόλης και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της.
Το έργο αυτό, όποιο κι αν αποφασιστεί τελικά να γίνει, θα αποτελέσει σταθμό στην ιστορία της Κατερίνης και θα σημαδέψει μελλοντικά μια γενιά. Τη γενιά των κατασκευαστών του. Εμάς τους ίδιους. Κι ιδιαίτερα εκείνους που θα πουν την τελευταία λέξη και θα σφραγίσουν έτσι το έργο με το όνομά τους. Γι’αυτό κι αυτοί που θα πάρουν την τελική απόφαση και θα δώσουν την α’ ή τη β’ λύση, θα πρέπει να αναλογιστούν τις ευθύνες τους στο ακέραιο.
Πάντως, ετούτη τη φορά, αποιαδήποτε απόφαση κι αν πάρει η πλειονότητα των φορέων της πόλης μας, η πλειοψηφία του λαού της Κατερίνης, θα πρέπει η απόφαση αυτή να εφαρμοστεί αμέσως και η μειονότητα, όχι μόνο να τη σεβαστεί και να μην την πολεμήσει, αλλά να ταυτιστεί με την πλειοψηφία και να συμβάλει κι αυτή μ’ όλες τις δυνάμεις της για την εκτέλεσή της.
Είναι πια καιρός, να ξεχωρίσουμε το κομματικό απ’ το κοινωνικό συμφέρον. Να προτάξουμε οπωσδήποτε το καλό της ολότητας και να αφήσουμε πίσω τις ατομικές μας ιδιοτέλειες. Ως πότε θα μας κατευθύνουν οι μικρότητες και τα μικροπάθη μας; Θα πρέπει κάποτε να μάθουμε και μεις να σεβόμαστε τη γνώμη των πολλών και όχι μόνο να μην την πολεμάμε, αλλά να την ενστερνιζόμαστε και να την προωθούμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις. Αυτό θα πει δημοκρατία κι αυτό θα πει σωστή κοινωνική συμβίωση.


Ευρωεκλογές
‘’Ο. Β.’’ 3 Ιουνίου 1984

Με τις επικείμενες ευρωεκλογές σείστηκε το πανελλήνιο. Υπερθερμάνθηκαν οι τηλεοράσεις και άναψαν τα ραδιόφωνα.Τρίξαν τα μπαλκόνια και βούιξαν και βουίζουν οι δρόμοι και οι πλατείες. Παραμορφώθηκαν τα πάντα από αφίσες, μπογιές, πανώ και λάβαρα. Και ο απώτερος σκοπός ποιος; Να τους φάμε για να μη μας φάνε εκείνοι. Δηλαδή, οι εκλογές δεν γίνονται στον τόπο αυτό για να εκλέξουμε τους καλύτερους, αν όχι τους άριστους, αλλά για να φάμε οι μισοί τους άλλους μισούς. Άραγε, να συμβαίνουν τις μέρες αυτές τα ίδια πράγματα και στις χώρες των άλλων 9 εταίρων; Δεν νομίζω να γίνεται κι εκεί τόσος κούφιος πάταγος και τόσος συστηματικά κατευθυνόμενος φαμφαρονισμός. Κι ίσως να υπάρχει η εντύπωση ανάμεσά μας, πως εκείνοι κοιμούνται . . . ενώ εμείς είμαστε ξύπνιοι(!!)
Βέβαια, ο ελληνικός λαός, γαλουχισμένος από ποικίλες καταστάσεις και του μακρινού και του πρόσφατου παρελθόντος, αναθρεμένος σ’ άλλο, διαφορετικό κλίμα και διαπλασμένος μέσα σε στείρα και αρνητική, όσον αφορά τον κοινωνικό τουλάχιστον τομέα, παιδεία και μεγαλωμένος κάτω από άλλες παράξενες και πνιγμένες στον κομματισμό συνθήκες, χωρίς γερές κοινωνικοπολιτικές βάσεις, στηριγμένος πάνω σε άλλες ξένες και άσχετες υποδομές (έργα γεφύρωσης ξένων συμφερόντων), δεν μπορεί να προχωρήσει εύκολα και σταθερά σε μια ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας. Δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά και να συλλάβει στην ολότητά τους τις ευρύτερες κοινωνικές μεταβολές, που συντελέστηκαν από δεκαετίες και συντελούνται κάθε μέρα γύρω του και που σήμερα δειλά-δειλά κι ύστερα από αδικαιολόγητα πολύχρονη καθυστέρηση, άρχισαν να εμφανίζονται επιτέλους και στο δικό του ορίζοντα και να προσπαθούν να αναμορφώσουν και τον πολυδοκιμασμένο αυτό τόπο.
Κι αν μια μεγάλη μερίδα του λαού μας δεν επιδιώκει σήμερα τις προσπάθειες αυτές να τις καταποντίσει η ίδια ακόμη στη γέννησή τους, απωσδήποτε αφήνει εκούσιά της ή ακούσια, να πνιγεί κάθε τι το προοδευτικό που περιέχουν μέσα τους και προσπαθεί να εξαφανίσει κάθε αξία τους μέσα στη δίνη του κομματισμού και στο ρεύμα της φτηνής και ασυνάρτητης καθημερινής πολιτικολογίας. Και τούτο, γιατί, με λειψά και κάλπικα σταθμά και μέτρα, μάθαινε, από γέννησής του ο λαός μας, να σταθμίζει και να μετρά την κοινωνική του πρόοδο, την οποία ποτέ δεν επιδίωξε στα σοβαρά να επιτελέσει και ποτέ του δεν προσπάθησε να προωθήσει, όπως και όσο έπρεπε, σαν καλά οργανωμένο κοινωνικό σύνολο.
Η ασυζητητί απόρριψη προτεινόμενων μέτρων ή η αβασάνιστη παραδοχή τους, σε μεγάλη ή μικρή κλίμακα, με μόνο και μοναδικό μέτρο το φανατισμένο και αδιάλλακτο κομματισμό και με τυφλό γνώμονα θολά και αλλότρια συμφέροντα, δείχνει χωρίς καμιά δυσκολία, ότι στην ελληνική νοοτροπία υπερισχύει έντονα ακόμα ο στενός ατομικισμός και η κομματική συνδιαλλαγή και ιδιοτέλεια. Τα μειονεκτήματα αυτά, κληροδοτήματα του παρελθόντος, δεν υποχώρησαν ακόμα μέσα στα διάφορα ισχυρόγνωμα κομματικά κυκλώματα και δεν παραχώρησαν τη θέση τους στο ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον κι ούτε έδωσαν απ’ όλες τις πλευρές πρωτεραιότητα στην καλώς εννοούμενη κοινωνική ευνομία και πρόοδο.
Ακόμα δυστυχώς, οι διάφορες καθημερινές συζητήσεις κι ιδιαίτερα τις μέρες αυτές της προεκλογικής περιόδου, τις οποίες, όσο κι αν φαινομενικά προσπαθούν οι οποιοιδήποτε συζητητές να αποχρωματίσουν και να απαλύνουν, έχουν κατά κανόνα σαν κέντρο μια πρόχειρη μεν αλλά μονόπλευρη πολιτικολογία. Δεν αναζητιέται στις συζητήσεις αυτές η κάποια αντικειμενική αλήθεια, αλλά πασχίζεται πάντοτε να αποκρουστεί επίμονα και οπωσδήποτε η οποιαδήποτε προοδευτική ιδέα. Μάλιστα δε, για το σκοπό αυτό, γίνεται ακόμα χρήση ή μάλλον κατάχρηση, απαράδεκτων κι απρεπών φράσεων και τελείως διαστραυλωμένων και καταδικασμένων χαρακτηρισμών, τους οποίους μας κληροδότησε επίτηδες και προς το συμφέρον των λίγων κατάλληλα απ’ αυτούς καλλιεργημένο το παρελθόν της τελευταίας 40ετίας.
Κανένας κατά κανόνα απ’ το πλήθος των ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται να ερευνήσει θετικά την ουσία μιας προοδευτικής ιδέας και με καλή θέληση να εμβαθύνει περισσότερο στους απώτερους και αντικειμενικούς στόχους της, άσχετα αν οι στόχοι αυτοί αφορούν την πατρίδα του γενικά ή το χωριό του ειδικότερα. Αλλά απλούστατα, επαναπαύεται στην προχειρολογία και επιμένει πεισματικά στις ψευτοαπόψεις του, γαντζωμένος στη στενή και στείρα κομματική κατεύθυνσή του.
Ίσως την τακτική αυτή τη βρίσκει προτιμότερη, γιατί τον απαλλάσει γρήγορα κι ευκολότερα από κάθε σκοτούρα μελέτης, σκέψης και έρευνας.
Γι’ αυτό και παρατηρείται σε γενικές γραμμές το ιλαρό φαινόμενο, οι μεν συμπολιτευόμενοι να αξιούν να γίνεται κάθε ιδέα τους παραδεκτή σαν εκατό στα εκατό σωστή, επειδή προέρχεται απ’ αυτούς, οι δε αντιπολιτευόμενοι να την θεωρούν ασυζητητί παράλογη κι ασύμφορη, επειδή απλώς και μόνο συνέπεσε να προέρχεται απ’ τους άλλους. Για να επιτευχθεί δε αυτό, μπαίνουν στην ενέργεια οι φωνασκίες, τα λάβαρα, τα συνθήματα. Μέσα που κεντρίζουν τα πάθη και αυξάνουν τα μίση. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει υπέρμετρη αμάθεια, μεγάλη άγνοια και μεγαλύτερη ισχυρογνωμοσύνη και κατά συνέπεια πεισματώδης διάσταση απόψεων, με αποτέλεσμα, όχι μόνο την απλή απροθυμία εποικοδομητικής συζήτησης μεταξύ των ψηφοφόρων και οπαδών των διαφόρων κομμάτων, αλλά και την έμμονη προκατάλυψη και εμφανή εχθρότητα, ακόμα και μεταξύ των μελών ομοιογενών κοινωνικών συνόλων και της αυτής κοινωνικής τάξης, που, παρ’ ότι έχουν τα ίδια κοινωνικά προβλήματα και τα αυτά οικονομικά συμφέροντα, να φωνασκούν σήμερα από διαφορετικά μεγάφωνα, να κρατούν άλλα πανώ και να κραδαίνουν άλλα λάβαρα.
Όλα αυτά αποδεικνύουν πως σήμερα ο Έλληνας του ελλαδικού χώρου είναι στην πλειοψηφία του πολιτικά μεν ανώριμος, κομματικά δε πολύ φανατισμένος. Βέβαια, αυτή η διαπίστωση δε θα άρεσε σε ορισμένους και μάλιστα όταν γίνεται σε μια εποχή που αυτοί οι ορισμένοι προσπαθούν να ψαρέψουν στο σκοτάδι.
Δεν νομίζω, όμως, ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς, πως η φτηνή αλλά πεισματώδης πολιτικολογία στα καφενεία, οι έντονοι διαξιφισμοί στους δρόμους, τα τυχαία αλληλοβρισίματα σε δημόσιους ή οποιουσδήποτε χώρους, τα επισόδεια και οι βιαιότητες, τα ξεκουφαντικά μεγάφωνα της διαίρεσης, τα διάφορα πανώ του μίσους και τα ποικιλόχρωμα μπογιατίσματα των πάντων αποτελεούν ένδειξη πολιτικής ωριμότητας. Γιατί, τίποτα απ’ αυτά δεν αποδεικνύει την ορθότητα ή μη του ενός θεσμού ή την αποδοτικότητα ενός προγράμματος.
Αλήθεια, υπάρχουν ακόμα αφελείς που πιστεύουν πραγματικά πως η πρόοδο ενός τόπου κατορθώνεται με τον παρασυρμό των ψηφοφόρων; Με τη συστηματική καλλιέργεια του μίσους και της διχόνοιας; Με το βαθύ διαχωρισμό σε δικούς μας και δικούς σας; Με την αντιπαράταξη των πολιτών σε εχθρούς και φίλους;
Οι πολιτικές διαμάχες του είδους αυτού δεν είναι σημάδια προηγμένης κοινωνίας. Τα τεκμήρια της πολιτικής και κοινωνικής ανωτερότητας ενός λαού πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Σ’ άλλα επίπεδα και σ’ άλλους χώρους. Και βασικός δείκτης ανόδου μιας κοινωνίας είναι το είδος και η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της και η αρμονία που συνδέει τα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Η ορμή και η θέληση για πρόοδο δεν φωλιάζει σε συνειδήσεις διαβρωμένες και φθοροποιά κομματικά πάθη. Η φιλοσοφία της κομματικής ισχυρογνωμοσύνης αρτιοσκληρώνει τις καρδιές, διαβρώνει τους πολίτες, δολοφονεί την πρόοδο και οπισθοδρομεί την κοινωνία.
Αντί να γεμίζουν, λοιπόν, επίμονα τα πνεύματα των ψηφοφόρων μας με το βαρύ έρμα της άγνοιας και του μίσους, για να βυθίζονται έτσι ολόκληροι βαθύτερα στο τέλμα της αμάθειας, ώστε να τους έχουν οι κάθε είδους αετονύχηδες σίγουρους, πρόχειρους και βολικούς ανά πάσα στιγμή και να μπορούν σε κάθε εκλογική ανάγκη να τους ανασύρουν εύκολα κι αμέσως με τυμπανοκρουσίες και ξεφωνητά απ’ το σκοτεινό βυθό της εγκατάλειψης στην επιφάνεια της εκλογικής αναμέτρησης, για να τους χρησιμοποιήσουν σαν κάλπικες μονάδες, ας αντικαταστήσουν τη θολή σαβούρα των φατριαστικών ψευδολογιών και της φτηνής πολιτικολογίας που τους κρατάει στην αφάνεια με ξάστερο φως και αλήθεια. Ας σοβαρευτούν πια. Ας τους ελευθερώσουν τα χέρια, τα πόδια και προπαντός το πνεύμα και τη σκέψη απ’ τα βαριά δεσμά του αρρωστημένου κομματισμού, ώστε να επιπλεύσουν κι αυτοί, όλοι, στα καθαρά νερά της γνώσης κι ας τους λύσουν τα μάτια, για να δουν επιτέλους πρόσωπο Θεού. Να μάθουν την αλήθεια -κι έχουν πολλές αλήθειες να μάθουν- οι Έλληνες ψηφοφόροι, να αντιληφθούν την πραγματικότητα και να αποφασίσουν μόνοι τους και υπεύθυνα πλέον για το δικό τους σήμερα, για το αύριο των παιδιών τους, για το μέλλον της Πατρίδας.


Μια υπενθύμιση στη ΔΕΗ
‘’Ο.Β.’’  10 Ιουνίου 1984

Αρκετές φορές ασχολήθηκε η στήλη αυτή με τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της Κατερίνης κι αρκετά έγραψε γύρω απ’ τα άγρια χαλάσματα και τις «άρπα-κόλλα» τελευταίες κατασκευές της ΔΕΗ.
Μάλιστα, για το θέμα αυτό ήρθε προ καιρού ο τεχνικός επιθεωρητής της ΔΕΗ Θεσ/νίκης και μαζί με τον εδώ τεχνικό επόπτη και τον γράφοντα, περιήλθαν μερικά απ’ τα νεοανασκαφέντα τότε και φρεσκοκακομπαλωθέντα τις μέρες εκείνες πεζοδρόμια.
Βλέποντας τα χάλια ο κύριος επιθεωρητής συμφώνησε και ο ίδιος πως οι τέτοιου είδους κατασκευές στερούνται κάθε στοιχείου σοβαρότητας  και δεν μπορούν να θεωρούνται σαν έργα που έγιναν από τεχνικούς και τεχνίτες. Έδωσε μάλιστα εντολή, να ειδοποιηθεί ο υπεύθυνος εργολάβος, να επανέλθει το συντομότερο και να διορθώσει τα κακώς κείμενα, συμμορφώνοντας τα κατακρεουργηθέντα πεζοδρόμια με δικά του έξοδα, μια και οι κατασκευές αυτές είναι εγγυημένες για κάποιο χρονικό διάστημα. Να συσταθεί δε στον εργολάβο, να εκτελεί στο εξής σωστά και στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει, μια και αμοίβεται γι’ αυτές στο ακέραιο, όπως προβλέπουν οι συμφωνίες που ο ίδιος αποδέχτηκε.
Σεχτικά με το θέμα αυτό έδωσε στο λαό της Κατερίνης κάποια εξήγηση και η εδώ διεύθυνση της ΔΕΗ, με ένα δημοσίευμά της στο Ο.Β. στις 14 Φεβρουαρίου 1984, με το οποίο δηλώνει ότι « . . . θα τακτοποιηθούν οι ατέλειες απ’ τον αρμόδιο εργολάβο μας».
Αυτά με λίγα λόγια για το ιστορικό της υπόθεσης.
Βέβαια, η στήλη αυτή δεν άφησε το ζήτημα να ξεχαστεί και να καταπλακωθεί απ’ τη λήθη και την αδιαφορία, όπως συνήθως γίνεται, για να ισχύσουν τα λεγόμενα του Χάρη Κλην, πως «τα σημερινά σας προβλήματα μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια ή θα έχουν λυθεί ή θα τα έχετε ξεχάσει».
Το υπενθύμισε έμμεσα ή άμεσα μερικές φορές.
Προ καιρού (αρχές άνοιξης), η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ μας διαβεβαίωσε προφορικά, πως τα παραμορφωθέντα πεζοδρόμιαα της Κατερίνης θα ξαναπάρουν την  πρέπουσα μορφή μόλις ξανανοίξει ο καιρός και πιάσει το καλοκαίρι. Δηλαδή, μόλις ανθίσουν τα κλαριά και βγάλει η γη χορτάρι . . .
Επειδή, όμως, ο μεν καιρός ξανάνοιξε προ πολλού και το καλοκαίρι κοντεύει να μεσιάσει, δηλαδή τα κλαριά ξελουλούδιασαν και το χορτάρι κοντεύει να ξεραθεί, τα δε πεζοδρόμια παραμένουν αδιόρθωτα και κάθε μέρα που περνάει πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο, νιώθουμε την  υποχρέωση να ξαναρωτήσουμε τη ΔΕΗ. Πότε πρόκειται να αρχίσουν οι επισκευές; Μήπως όταν θα πέσει η πληθώρα των ξένων τουριστών και θα φρακάρει η πόλη από Γιουγκοσλάβους; Μήπως το άλλο καλοκαίρι;
Μέχρι πότε είναι υπεύθυνος για τις κακές κατασκευές ο εργολάβος; Μήπως το πέρασμα του χρόνου απαλλάξει τον υπεύθυνο εργολάβο απ’ τις υποχρεώσεις του και θα μεταφέρει όλα τα βάρη των κακοτεχνιών στους υπεύθυνους υπαλλήλους της ΔΕΗ; Έγιναν, άραγε. οι δέουσες από μέρους της υπηρεσίας ενέργειες, ώστε να δεσμευτεί οπωσδήποτε ο εργολάβος και πέραν της προθεσμίας που προβλέπουν τα σχετικά συμβόλαια ανάθεσης και ανάληψης του έργου; Μήπως ο εργολάβος, εισπράξας ό,τι προέβλεπε η συμφωνία, τρενάρει την υπόθεση, ελπίζοντας σε κάποια ενδεχόμενη κατά τη γνώμη του απαλλαγή από τις ευθύνες; Ή μήπως αδυνατεί ή προσποιείται πως αδυνατεί να ανταποκριθεί αμέσως και σύμφωνα με το νόμο στις υποχρεώσεις του; Αν ναι, τότε γιατί δεν ανατίθεται αμέσως η σωστή ολοκλήρωση του έργου σ’ άλλον εργολάβο, δαπάναις του πρώτου;
Τι έχει να απαντήσει επ’ αυτού η ΔΕΗ Κατερίνης; Ή μήπως επιβάλλεται, για να βρεθεί η άκρη του ζητήματος, να απευθυνθούμε στον κύριο Κουλουμπή, για να δούμε σαν πώς αντιμετωπίζει και η επίσημη πια πολιτεία τέτοια ουσιαστικά θέματα που έχουν άμεση και σοβαρή επίπτωση και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων μιας πόλης αλλά και στον τρόπο του σκέπτεσθαι, πράγμα το οποίο επηρεάζει οπωσδήποτε τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των πολιτών.
Εντύπωση μας κάνει η τέλεια βουβαμάρα όλων των πολυώνυμων φορέων της ταλαίπωρης αυτής πόλης. Γιατί χάθηκαν όλοι τους;. Γιατί λούφαξαν έτσι τόσο επικίνδυνα και κανείς δεν ενδιαφέρεται για ένα τόσο πολύ τοπικό και σοβαρό θέμα; Μήπως επειδή δεν έχει κομματικό ενδιαφέρον;
Είναι αλήθεια, πως ορισμένοι πολίτες, αν και μεμονωμένα, άρχισαν τελευταία να ενδιαφέρονται για τα κοινά. Πιστεύω πως αυτό το κάνουν χωρίς καμιά ιδιοτέλεια, «χωρίς μίσος και χωρίς πάθος», που λένε. Γιατί δεν παίρνουν θέση και στο θέμα αυτό, ώστε να δουν οι υπεύθυνοι –φορείς ή ιδιώτες- ότι ο λαός (με την αντικειμενική έννοια, όχι την κομματική) ενδιαφέρεται, ξύπνησε και αγρυπνά.
Κάποτε θα πρέπει η διαιώνιση των κακώς κειμένων να σταματήσει. Κάποτε θα πρέπει να γίνει κάποια αρχή.



Μετά τις εκλογές
‘’Ο. Β.’’  19 Ιουνίου 1984

Τώρα, που η προεκλογική περίοδος πέρασε. Τώρα που τα μεγάφωνα σταμάτησαν, οι φωνασκίες κόπασαν και τα υβρεολόγια έπαψαν. Τώρα, που το παραλήρημα του μίσος αναδιπλώθηκε, η εχθρότητα αμβλύνθηκε και ο ξέφρενος κομματισμός εξουθενωμένος απόκαμε. Τώρα, που τα κύματα του λαού (λαού-όχλου), τα δερνόμενα ως χθες απ’ τους κομματικούς βοριάδες σταμάτησαν το μανιασμένο τους πάνε κι έλα απ’ το ένα άκρο της Ελλάδας στο άλλο. Τώρα, που το μένος της εμπάθειας καλμάρισε και η πεισματική επιμονή των πολλών και ποικίλων κομματαρχών για να μας «σώσουν» κάμφθηκε και εξανεμίστηκε. ΤΩΡΑ, ας ρίξουμε μια ματιά στους εαυτούς μας, στην πόλη μας, στην πατρίδα μας κι ας δούμε με μάτι ανεπηρέαστο κι αντικειμενικό τα λείψανα των έργων μας και τα έργα των απερισκεψιών και του πάθους μας.
Σήμερα, βλέπουμε –αν θέλουμε να δούμε- τα αποτελέσματα της προεκλογικής μας παραφροσύνης. Τα έργα των χεριών μας. Κάτι έργα(!!) που να μη βασκαθούμε!!.
Σήμερα, βλέπουμε τα χάλια της πόλης μας (και σε επέκταση τα χάλια της πατρίδας μας) και μέσα απ’ αυτά την κατάντια τη δική μας. Αποκαρδιωτικός και υποτιμητικός για όλους μας απολογισμός.
Παντού κούφια κι άχρηστα πανώ, καταδικασμένα από γεννησιμιού τους, δαπανηρά όμως και ψηλοκρεμασμένα στα ανοίγματα των δρόμων, όπου και σήμερα όπως και χτες χάσκουν, χωρίς κανένα νόημα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, περιμένοντας απογυμνωμένα πλέον την αποκαθήλωσή τους και τον αφανισμό τους.
Γιατί τα φτιάξαμε; Για να ξεγελάσουμε ποιοι ποιους; Μήπως οι μισοί τους άλλους μισούς; Δεν μπορούσαν, άραγε, να κοινολογηθούν και να εκλαϊκευτούν τα προγράμματα των κομμάτων με άλλον προσφερότερο, οικονομικότερο και προπαντός σοβαρότερο τρόπο;
Όλοι οι τοίχοι χοντρομπογιατισμένοι και απερίσκεπτα παραμορφωμένοι από χέρι βάρβαρο και καταστροφικό και κηλιδωμένοι από κάθε είδους μπογιές και χρώματα, δείχνουν το μέγεθος της απερισκεψίας μας, το βαθμό των «ικανοτήτων» μας και το ύψος του πολιτισμού μας. Παράλληλα, δείχνουν το πολιτικό μας ήθος, την κοινωνική μας κατάρτιση και την αχαρακτήριστη νοοτροπία μας.
Γιατί παραμορφώσαμε με απανωτές χοντροπινελιές τα πάντα; Για να παρασύρουμε ποιοι ποιους; Μήπως οι μισοί τους άλλους μισούς; Δεν μπορούσαμε να τους πείσουμε με επιχειρήματα και έργα; Έπρεπε να τους θολώσουμε το μυαλό με μπογιές και τα μάτια με χρώματα;
Οι δρόμοι μας, οι πλατείες μας, ακόμα και οι προσόψεις καλλιμάρμαρων κτιρίων μας, κάθε ντουβάρι της πόλης μας και της πατρίδας μας, τα καταντήσαμε όλα με τις κάθε είδους αφίσες μας χώρο ξεπεσμένου τσίρκου, που, όσο πιο φτωχό και άδειο είναι το πρόγραμμά του, τόσο πιο πολλές και πιο φανταχτερές ρεκλάμες κολλάει στις γειτονιές και στα σοκάκια, προσπαθώντας να ξεγελάσει τους απερίσκεπτους και να παρασύσει τους αφελείς, να τους καταφέρει να μπούνε στην ξεθωριασμένη κι εφθαρμένη τέντα του.
Για να δουν τι; Μάλλον τίποτα. Μήπως για να καταβάλουν το εισητήριο οι αδαείς και να το τσεπώσουν οι αετονύχηδες; Δεν μπορούσαν να το διεκδικήσουν επάξια με ένα θετικό και πλούσιο πρόγραμμα;
Κι εκείνοι οι αυτοχρισθέντες «σωτήρες» μας, παραμένοντας ακόμα κολλημένοι στον τοίχο, μαδημένοι και κουρελιασμένοι απ’ τη «σοβαρότητα» και την «πολιτική ωριμότητα» τη δική μας, είτε μας χαιρετούν με κάποια κίνηση του χεριού τους που άρχισε κιόλας να μας φαίνεται κάπως ανόητη ή μας κοιτάζουν απ’ όλες τις κατευθύνσεις με το ανιαρό και χωρίς νόημα πλέον βλέμμα τους, σα να μας ικετεύουν τώρα, να τους πάρουμε πια από κει. Να τους κατεβάσουμε απ’ τα κάθετα ντουβάρια. Να τους παραμερίσουμε όσο γίνεται. Να λυπηθούμε τα χάλια τους. Γιατί πραγματικά, όπως έγιναν, τους βλέπεις και τους λυπάσαι.
Γιατί τους κολλήσαμε άραγε χθες στον τοίχο; Μήπως για να τους δώσουμε το δικαίωμα σήμερα να μας κολλήσουν αύριο εκείνοι κάπου αλλού; Δεν μπορούσαν να μας προσελκύσουν με θετικά έργα και σοβαρά επιχειρήματα και προσπάθησαν να μας σαγηνέψουν με καλοπροσεγμένα μειδιάματα και πλατειά χαμόγελα;
Άθελά μας διασταυρώνουμε τα βλέμματά μας με τα δικά τους κι ο νους μας τρέχει βιαστικός στο χτες. Λίγες μέρες πίσω.. Στις μέρες του πυρετού της αχαλίνωτης απερισκεψίας, της ξέφρενης έντασης.
Ίσως τότε, παρασυρμένοι απ’ την προεκλογική δίνη, κάποιον καμαρώναμε και κάποιους αποστεφόμασταν. Σήμερα, κουρασμένοι απ’ το πάθος και λίγο-πολύ ξαναπροσγειωμένοι στην πραγματικότητα –μια που ρίξαμε και την ψήφο μας στην κάλπη- νιώθουμε ένα αίσθημα οίκτου για όλους τους εθνοπατέρες μας, καθώς τους βλέπουμε κολλημένους χαλκομανία στα κρύα ντουβάρια. Και ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε.
Τι τάχα να νιώθουν κι εκείνοι ειλικρινά για μας;
Η απάντηση έρχεται μόνη της. Ό,τι και μεις για κείνους. Ταπείνωση. Ναι. Είναι αλήθεια. Όταν αυτοσυγκεντρωθούμε και θελήσουμε να πούμε την αλήθεια στους εαυτούς μας, θα κατακρίνουμε την όλη στάση μας και όλα όσα έγιναν γύρω μας και θα νιώσουμε ταπείνωση.
Σήμερα, που τα κόμματα και οι κομματάρχες θα λυπούνται ή θα χαίρονται για τη στρατηγική και τα επιτεύγματά τους. Σήμερα, που εμείς θα αγωνιούμε για τα αποτελέσματα και οι οδοκαθαριστές θα φασκελώνουν προς όλες τις κατευθύνσεις, σήμερα ακριβώς οι λεωφορειούχοι, οι αφισοκολλητές, οι κατασκευαστές πλαστικών λαβάρων και οι πωλητές κάθε είδους χρωμάτων θα τρίβουν τα χέρια τους και θα μετρούν ευχαριστημένοι τις εισπράξεις τους απ’ όλο αυτό το έντονο και κούφιο πανηγύρι.
Κι αυτοί οι τελευταίοι, όσο θα ακούν από αύριο τους καταμαυρισμένους κομματάρχες να μιλούν για διαρροές ψήφων, για βία, για νοθεία, για παραποίηση του λαικού φρονήματος, για διαστρεύλωση της θέλησης του λαού κλπ. (βασικό κι αξεπέραστο επακόλουθο των ελληνικών εκλογών), θα παρακαλούν να μη «βγει», αν είναι δυνατόν κανένα κόμμα, για να ξαναρχίσει απ’ την επόμενη κιόλας μέρα όλο αυτό το νταβατούρι και να επαναληφθεί όλος αυτός ο φαύλος κύκλος απ’ την αρχή.
Γιατί, το να μεταφέρεις τη μιση Ελλάδα στην άλλη μισή και αντίστροφα, να σκεπάσεις όλους τους δρόμους της χώρας και τις πλατείες της με φανταχτερά πανώ και πολύχρωμα λάβαρα και το να βάψεις και να παραμορφώσεις την κάθε γωνιά της δύστυχης πατρίδας με τρία, τέσσερα ή και περισσότερα χρώματα, τό ‘να πάνω στ’ άλλο, δεν είναι και μικρή επιχείρηση.
Ξέρετε τι κονδύλια χρειάζονται για τη δουλειά αυτή και τι κονδύλια ξοδεύτηκαν τούτες τις μέρες; Μάλλον όχι. Γιατί, αν ξέρατε, θα σας περνούσε ίσως απ’ το μυαλό πόσα έργα κοινής ωφέλειας θα μπορούσαν να γίνουν σ’ αυτόν τον τόπο με τόσα χρήματα που ξοδεύτηκαν και τόση συλλογική προσθάθεια που σπαταλιέται σε κάθε περίπτωση εκλογών. Ίσως τότε κλείνατε τα αφτιά σας στα μεγάφωνα και στα κούφια λόγια της διαίρεσης και αναλώνατε κάθε ικμάδα των δραστηριοτήτων σας προς άλλες θετικές και δημιουργικές απιδιώξεις. Ίσως τότε υψώνατε όλοι μαζί –όλων των χρωμάτων- φωνή διαμαρτυρίας κι απαιτούσατε να σταματήσει πια αυτό το κακό.
Ίσως τότε να έπαυε και η καημένη η Ψωροκώσταινα να λέγεται και να είναι Ψωροκώσταινα.


Τι λένε οι νόμοι και οι ασφαλιστικές εταιρίες;

‘’Ο. Β.’’ 26 Αυγούστου 1984

Σάμπως να μην έφταναν οι λακκούβες των δρόμων, τα σακατεμένα πεζοδρόμια, οι σωροί των αμμοχαλίκων και των σκόρπιων τούβλων που πυκνοί-πυκνοί κι άτακτα διασκορπισμένοι γεμίζουν τους δρόμους μας και μπλοκάρουν κυριολεκτικά την κυκλοφορία, ήρθαν και οι ντάνες των καυσόξυλων για να συμπληρώσουν το κακό.
Απερίσκεπτα, αστενοχώρητα και τελείως αδιάφορα οι οδηγοί των φορτηγών σηκώνουν την ανατροπή κι αναποδογυρίζουν το φορτίο τους στη μέση του δρόμου, φρακάροντας κυριολεκτικά ολόκληρο το οδόστρωμα, απ’ τη μια μεριά ως την άλλη.
Τώρα, με ποια λογική ιδιοποιούν έναν τόσο ζωτικής σημασίας κοινόχρηστο χώρο ορισμένοι και με πόση ελαφρότητα κλοτσούν τα δικαιώματα των άλλων για να βολευτούν αυτοί και να ξεμπλέξουν το γρηγορότερο, είναι κάτι που δε θέλει και πολλή σκέψη για να κατανοηθεί.
Ισότιμη, αν όχι χειρότερη είναι και η αδιαφορία και η περιφρόνηση που δείχνουν προς το κοινωνικό σύνολο και οι αποδέκτες αυτών των φορτίων. Οι ιδιοκτήτες των σπιτιών, προς τους οποίους τα κάθε είδος φορτία προορίζονται, δεν δίνουν καμιά απολύτως σημασία για το ότι εξαιτίας τους και μπροστά στο σπίτι τους μπλοκάρεται ο δρόμος. Καρφί δεν τους καίγεται για τους χίλιους κινδύνους στους οποίους εκθέτουν τους συμπολίτες τους. Καμιά πονοκεφαλιά. Καμιά ανησυχία. Κανένα ενδιαφέρον. Καμιά απολύτως στενοχώρια και συστολή για το ότι γίνονται πρόξενοι βασικής κυκλοφοριακής ανωμαλίας. Καμιά τύχη για το ότι ο σωρός των άτακτα ριγμένων καυσόξυλων αναγκάζει τους οδηγούς των περαστικών αυτοκινήτων, φτάνοντας μπροστά στο «ιδιωτικό» εμπόδιο, να βάλουν όπισθεν, να φύγουν πίσω και να ψάξουν να βρουν άλλο δρόμο για να συνεχίσουν την πορεία τους και να πάνε στη δουλειά τους. Καμιά καν σκέψη για τους πεζούς, που παιδεύονται και ταλαιπωρούνται να περάσουν απ’ το τόσο απερίσκεπτα μπλοκαρισμένο σημείο. Τίποτα για όλα. Δε βαριέσαι. Πέρα βρέχει.
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση σ’ όλη αυτή την κατάσταση είναι η ανεκτικότητα και η αδιαφορία των αρχών και των αρμοδίων οργάνων.
Εμείς θα ρωτήσουμε μόνο, ποιος ευθύνεται αν, εξαιτίας αυτών των καταμεσίς των δρόμων εγκαταλειμμένων ξυλοσωρών κλπ. συμβεί ένα δυστύχημα; Ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα, αν το δυστύχημα προέρχεται από σύγκρουση  αυτοκινήτων που προκλήθηκε από αναγκαστική παρέκλιση του ενός οχήματος απ’ το κανονικό κυκλοφοριακό του ρεύμα; Ποιος θα πληρώσει τα νοσοκομειακά, τις αποζημιώσεις των παθόντων και ποιος θα αναλάβει τις εφ’ όρου ζωής επιδοτήσεις των τυχόν αναπήρων; Ποιος θα επιβαρυνθεί με τις κάθε είδους ζημιές;
Τι λένε επ’ αυτού οι νόμοι και ποιες είναι οι απόψεις των ασφαλιστικών εταιριών;
Καλό θα είναι να πληροφορηθούν καθαρά και συγκεκριμένα οι πολίτες. Παρανομούντες και μη. Οι μεν να συμμορφωθούν, οι δε να μην παρανομήσουν.


Ποια Νεολαία;
‘’Ο. Β.’’ . . . . .1984

Ωραίες και απαραίτητες οι πολυάριθμες συναυλίες, τα διάφορα φεστιβάλ και οι κάθε είδους μουσικές βραδιές. Εποικοδομητική αναμφίβολα η επίδραση των θεατρικών παραστάσεων στο χαρακτήρα και των θεατών και των ηθοποιών και εξαγνιστικές και ζωογόνες στην ψυχή και στο πνεύμα των ακροατών οι διαλέξεις και οι διάφορες κατατοπιστικές και πληροφοριακές ομιλίες.
Ενδιαφέρουσες οπωσδήποτε και θετικές οι κάθε λογής εκπολιτιστικές εκδηλώσεις. Ακόμα και οι πιο ασήμαμτες, οι πιο φτωχές κι αν θέλετε και οι πιο αντιδραστικές. Γιατί κι αυτές, με τον τρόπο τους υπογραμμίζουν τη σημαντικότητα των άλλων, κάνουν αισθητότερη την ποιότητα και τη διαφορά και προβάλλουν τις σκέψεις, το πρόγραμμα και τη δραστηριότητα των αντιπάλων. Έτσι, όλες μαζί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, συντελούν στη δημιουργία και στη διατήρηση μιας άμιλλας μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών συνόλων και πολιτικών ομίλων, η οποία κεντρίζει, ερεθίζει και δημιουργεί.
Δηλαδή, κοντολογί, όλες αυτές οι πολιτιστικές δραστηριότητες έχουν σα σκοπό την προαγωγή του πνεύματος και την προετοιμασία του κλίματος για μια εντονότερη, πιο γρήγορη και ποιοτικά ανώτερη δημιουργία. Ο ιδανικός τους στόχος ίσως είναι η κορύφωση ενός δημιουργικού οργασμού σε πανελλαδική κλίμακα.
Μέχρις εδώ κι έχοντας σα στόχο τις παραπάνω επιδιώξεις, δικαιολογούνται και οι ιδεολογικές αφετηρίες κάθε ομάδας και οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις τους, καθώς και οι κομματικές συμπαραστάσεις και οι υποστηρίξεις που τους παρέχονται.
Βέβαια, δεν αρνούμαστε κι ούτε κατηγορούμε μέχρι σ’ ένα βαθμό την ευκαιρία που δίνουν οι εκδηλώσες αυτές, όταν απώτερος σκοπός δεν είναι η εξόντωση των αντιφρονούντων αλλά η προβολή και η υπόδειξη συντομότερων και πιο σίγουρων δρόμων για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος της δημιουργίας και τη γρηγορότερη άφιξη στο στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος απ’ την πρόοδο του τόπου και την από κάθε άποψη αναβάθμιση και βελτίωση των συνθηκών ζωής στην πατρίδα μας.
Φυσικά, το δημιουργικό έργο κάθε κομματικής παράταξης, μέσα απ’ τις ποικίλες αυτές εκδηλώσεις, το βλέπει η κάθε πλευρά με το δικό της μάτι και το κρίνει λίγο-πολύ με δικά της κατά το πλείστο υποκειμενικά-παραταξιακά κριτήρια. Πράγμα το οποίο κρατάει τη νεολαία μας τουλάχιστο μέχρις ένα βαθμό καθηλωμένη σε δρόμους πεπατημένους και στενούς και περιορίζει τις δραστηριότητές της μέσα σε στενά κομματικά περιθώρια.
Μήπως, όμως, είναι πλέον καιρός να ξεφύγουμε λίγο μέσα απ’ τα στενά κι υποκειμενικά αυτά όρια, να ξαλαφρώσουμε κάπως απ’ τις κομματικές παρωπίδες, να σταθούμε πιο ψηλά κι έξω απ’ το στενά εννοούμενο ως τώρα κομματικό τέλμα και να δούμε από κει πάνω τα πράγματα, όχι πλέον με τα χρωματισμένα γυαλιά της όποιας ιδεολογικής μας τοποθέτησης, αλλά με τον ευρύ φακό της ελληνικής πραγματικότητας;
Μήπως το πρώτο μέρος της αποστολής των οργανώσεων των νεολαιών παρήλθε; Μήπως το στάδιο των προετοιμασιών έληξε κι έφτασε πλέον η περίοδος της δημιουργίας;
Μήπως η καθε κομματική νεολαία πρέπει να αφήσει πια τους διαξιφισμούς και τα λόγια και να επιδοθεί πλέον σε έργα; Έργα δημιουργικά, έργα κοινωφελή και αναγκαία στον τόπο μας; Μήπως ήρθε καιρός όλες μαζί πια οι νεολαίες μας, πιασμένες χέρι-χέρι, να προχωρήσουν μπροστά, χτίζοντας, ανακαινίζοντας και δημιουργώντας;
Δε θα ήταν, άραγε, προτιμότερο, αντί μιας μονόπλευρης εκδήλωσης σε κάποια πλατεία, να γίνονταν μια κοινή εξόρμηση σε συνδυασμό με την τοπική αυτοδιοίκηση για την αναμόρφωση μιας έκτασης, για τον καθαρισμό ενός δασίλλιου, για την αναδάσωση μιας περιοχής, για τη δημιουργία χώρων ξεκούρασης κι αναψυχής για όλους;
Μήπως μια τέτοια ενέργεια δε θα διδάξει, δε θα συνετίσει, δε θα προαγάγει, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστο όσο και μια συνηθισμένη εκδήλωση μιας βραδιάς και δε θα προβάλει έμπρακτα τους σκοπούς και τα πιστεύω της νεολαίας μας ή έστω και κάποιας μερίδας της νεολαίας μας;
Ένα τέτοιο συλλογικό και κοινωφελές έργο, που θα μείνει ζωντανό σημάδι κοινής δημιουργικής προσπάθειας, δε θα νουθετεί, δε θα σοφρονίζει και δε θα διδάσκει εύγλωτα και κάθε μέρα όλους μας;
Αλλά και αν ακόμα δεν φτάσαμε στο στάδιο της από κοινού προσπάθειας των νεολαιών μας, επειδή ο κομματικός φανατισμός επενεργεί αρνητικά και μας κρατά σε απόσταση, δεν είναι άραγε δυνατό να αναλάβει, έστω και ξεχωριστά κάθε κομματική νεολαία, τη δημιουργία ενός κοινωφελούς έργου και, με σειρά συλλογικών εξορμήσεων, να δημιουργήσει με τα χέρια της αδιάσειστα ντοκουμέντα των προθέσεων και ικανοτήτων της; Έργα κοινωφελή, τα οποία, έχοντας πάνω τους ανεξίτηλη μεν, σεμνή όμως και ταπεινόφρονη τη σφραγίδα της, θα την ανεβάζουν, θα την τιμούν και θα την προβάλουν ανάλογα;
Ποια, άραγε, νεολαία του Νομού μας, παράλληλα με τις άλλες εκδηλώσεις της, θα πρωτοστατήσει και στον τομέα αυτό της δημιουργίας και θα γίνει παράδειγμα προς μίμηση και στην περιοχή μας και σ’ όλη την Ελλάδα;


Με Τροχαία τη συνείδησή μας

Ολύμπιο Βήμα 19 Αυγούστ.1984

Πάρα πολλές είναι οι μετωπικές και οι άλλες βαριές συγκρούσεις τροχοφόρων, που γίνονται κάθε μέρα στους δρόμους της πατρίδας μας. Και πάρα πολλά είναι κατά συνέπεια και τα θύματα της ασφάλτου στον τόπο μας.
Εντυπωσιακοί οι αριθμοί των νεκρών, των ανάπηρων και των βαριά τραυματισμένων απ’ τους τροχούς κάθε χρόνο στη χώρα μας.
Συγκριτικά, στον τομέα αυτό έχουμε τα πρωτεία ανάμεσα στις χώρες της ΕΟΚ. Να λοιπόν, που διακρινόμαστε σε κάτι, χωρίς, όμως δυστυχώς, να μπορούμε να περηφανευόμεστε γι’ αυτό. Υποτιμητική διάκριση, που, αντί να μας ανυψώνει, μας ταπεινώνει περισσότερο. Αντί να μας προβάλει σαν ισχυρούς για κάτι που καταφέρνουμε, μας υποβιβάζει σαν αδύναμους για κάτι που δεν μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε.
Βέβαια, η πρώτη μας  δικαιολογία είναι η στενότητα των δρόμων και το ελλειπές κι ανεπαρκές οδικό μας δίκτυο. Η δικαιολογία μας αυτή είναι και λογική και βάσιμη. Δε μας απαλλάσσει, όμως, από κάθε ευθύνη, τουλάχιστο σαν οδηγούς. Αντί οι ελλείψεις των δρόμων να μας κάνουν πιο συνετούς και πιο προσεχτικούς, μας αποθρασύνουν περισσότερο και μας κάνουν απερισκεπτότερους και επιπολαιότερους.
Είναι φανερό πως, για να γίνει μια μετωπική σύγκρουση, θα πρέπει οπωσδήποτε ένα τουλάχιστον απ’ τα δυο αυτοκίνητα να περάσει στο αντίθετο κυκλοφοριακό ρεύμα. Κι ακριβώς αυτό γίνεται ανά πάσα στιγμή στους δρόμους μας απ’ τους συντριπτικά περισσότερους, αν όχι απ’ όλους, τους οδηγούς μας. Κάτι δηλαδή, που, ενώ οδηγοί άλλων χωρών θα το θεωρούσαν τρελό κι αδιανόητο και θα το απέφευγαν με κάθε τρόπο, εμείς το θεωρούμε φυσικό και το επιχειρούμε με τη μεγαλύτερη ελαφρότητα και απερισκεψία. Στα καλά καθούμενα και χωρίς καμιά σκέψη κι ενδοιασμό, πετιόμαστε στο αντίθετο ρεύμα, περιφρονώντας τελείως, μαζί με τους κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας και την ίδια τη ζωή μας. Για τη ζωή φυσικά των άλλων, ούτε λόγος να γίνεται.
Σήμερα, έχει καταντήσει κοινή πρακτική κι όλοι οι οδηγοί παίρνουν τις στροφές όσο πιο κοφτά και κλειστά μπορούν, χωρίς καν να ενοχλούνται που μπαίνουν πέρα για πέρα στο άλλο σκέλος του δρόμου. Και μάλιστα σε σημεία επικινδυνότατα, όπου η ορατότητα πολλές φορές είναι σχεδόν μηδέν.Το φαινόμενο αυτό, που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης, έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ανάμεσα στους οδηγούς όλων των κατηγοριών, που νομίζει κανείς πως, όχι μόνο τους το συνέστησαν ειδικά οι σχολές οδηγών, όταν τους μάθαιναν να χειρίζονται το τιμόνι, αλλά πως το επιβάλλει και ο ελληνικός κώδικας οδικής κυκλοφορίας. Στα κρίσιμα αυτά σημεία των δρόμων, ο κάθε οδηγός, παρασυρμένος απ’ την ωστική δύναμη της στροφής και για να δείξει τη μεγάλη του τεχνική και τις φοβερές του ικανότητες στο βολάν, αντί να ελαττώσει την ταχύτητα του οχύματός του και να πάρει τη στροφή κανονικά και απόλυτα σωστά, πατάει το γκάζι και, καταπατώντας τους κανονισμούς κυκλοφορίας, ξεγράφοντας τη ζωή του και γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια και τη ζωή των συνανθρώπων του, ορμά ακάθεκτος στο αντίθετο ρεύμα και ‘’τρώει’’ τη στροφή στα τυφλά, επανερχόμενος σε λίγο (αν είναι τυχερός) θριαμβευτής, όπως νομίζει, στο ρεύμα του.
Η παράφρονη αυτή ενέργειά μας γέμισε καντήλια και μικροεκκλησάκια όλες σχεδόν τις στροφές των δρόμων μας. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η νοοτροπία μας παραμένει η ίδια, ισχυρόγνωμη και εγωιστική και το κακό πολλαπλασιάζεται καθημερινά, όσο αυξάνει κι ο αριθμός των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων.
Αν ληφθούν υπόψη οι ποινές που προβλέπει ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας και οι αρνητικοί βαθμοί για κάθε παράβαση (κίνηση σε αντίθετο ρεύμα 5 βαθμοί, παραβίαση διαγραμμίσεων 5 βαθμοί, αντικανονικό προσπέρασμα 5 βαθμοί κλπ. κλπ.) κι αν υποτεθεί πως η τροχαία μας παρακολουθεί άγρυπνα και συστηματικά ανά πάσα στιγμή, ποιος οδηγός νομίζει πως αντέχει να οδηγήσει από δω ως το Κίτρος, για παράδειγμα, χωρίς να χάσει το δίπλωμά του;
Δύσκολο να βρεθεί κάποιος.
Ξέρετε, ο δρόμος μέχρι το Κίτρος έχει τέσσερις στροφές αριστερά και σε πολλά άλλα σημεία υπάρχει διπλή η συνεχόμενη γραμμή.
Με τροχαία τη συνείδησή μας κι έτσι για περιέργεια και τελείως μεταξύ μας, ας κάνουμε ένα τεσς στον εαυτό μας. Θα διατυπώσουμε μόνοι μας την πραγματικότητα. Αν τελικά διδαχτούμε κάτι από τις διαπιστώσεις μας αυτές, θα είναι πραγματικά ωφέλιμο για όλους μας.
Θα μας αφήσει, άραγε, ο κενός εγωισμός μας να το αποτολμήσουμε;

No comments:

Post a Comment